Oι Μικρασιάτισσες στο Αρσάκειο και Αρσακειάδες δασκάλες στην Μικρά ΑσίαI

Η ιστορία τής εκπαίδευσης των Ελλήνων στην Μικρά Ασία

 

Τα πρώτα χρόνια τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους οι δομές που αφορούσαν στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες και τις αντιλήψεις των γυναικών δεν ήταν ενιαίες σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Οι γυναίκες στα νησιά τού Αιγαίου απολάμβαναν περισσότερες κοινωνικές ελευθερίες από τις γυναίκες στην ηπειρωτική Ελλάδα, διότι οι κάτοικοι των νησιών είχαν έντονη εμπορική επικοινωνία και συναλλαγές με την Δύση. Το γεγονός επισημαίνουν πολλοί ξένοι περιηγητές, αποδεικνύεται όμως και από δύο ακόμα στοιχεία: τον αριθμό των παρθεναγωγείων που υπήρχαν στα νησιά και το ότι οι δάσκαλοι και οι δασκάλες προτιμούσαν να διοριστούν στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στην Σύρο και σε άλλα νησιά.

348px Syra A Greek Island Carne John 1836

Η Ερμούπολη τής Σύρου το 1836. Wikipedia

Οι ομογενείς των παροικιών που έσπευσαν να εγκατασταθούν στα αστικά κυρίως κέντρα τού ελληνικού κράτους μετέφεραν νέα πρότυπα κοινωνικής ζωής, επηρεάζοντας τις παραδοσιακές απόψεις για την θέση των γυναικών στην κοινωνία. Παράλληλα οι αρχές τού Διαφωτισμού βοήθησαν ώστε στα αστικά κέντρα να γίνει σταδιακά αποδεκτή η εκπαίδευση των γυναικών. Η ελληνική κοινωνία πάντως παρουσιάζεται διχασμένη ανάμεσα στην διατήρηση των κανόνων τού παραδοσιακού κοινωνικού και δημόσιου βίου και στην υιοθέτηση δυτικών προτύπων. Από τη μία απαξίωνε μετά βδελυγμίας οτιδήποτε θύμιζε το «ανατολικό» παρελθόν και από την άλλη το συντηρούσε ως κομμάτι τής παράδοσής της.

Στις ορθόδοξες ελληνικές κοινότητες που βρίσκονταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία λειτουργούσαν τα «Ανώτερα Σχολεία Θηλέων» ή «Ανώτερα Παρθεναγωγεία», τα οποία ώς το 1860 διαμόρφωναν «ανώτερες τάξεις». Τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, την Θεσσαλονίκη, την Φιλιππούπολη και στις Σέρρες. Σε αυτά φοιτούσαν τα κορίτσια μετά την αποφοίτησή τους από το Αλληλοδιδακτικό και εκπαιδεύονταν ως υποψήφιες δασκάλες, αφού το δίπλωμα ενός τέτοιου σχολείου έδινε στην απόφοιτο το δικαίωμα να διδάσκει. Η φοίτηση διαρκούσε 3-6 χρόνια, φαίνεται δε ότι το περιεχόμενο των σπουδών ήταν κοινό για όλες τις μαθήτριες. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η εκπαίδευση των διδασκαλισσών ταυτιζόταν με τη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών, αφού στα περισσότερα σχολεία στο πρόγραμμα δεν περιλαμβάνονταν μαθήματα σχετικά με το αντικείμενο τής διδασκαλίας.

Βέβαια οι ορθόδοξοι Έλληνες που ζούσαν ακόμη υπό τον τουρκικό ζυγό δεν είχαν όλοι την ίδια νοοτροπία ούτε την ίδια οικονομική επιφάνεια. Οι κάτοικοι τής Κωνσταντινούπολης ξεχώριζαν λόγω τής μόρφωσης και τής αίγλης που είχε πάντα η Βασιλεύουσα και το Πατριαρχείο. Οι Σμυρνιοί κατοικούσαν σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου (μαζί με την Θεσσαλονίκη και την Αλεξάνδρεια) και λόγω τής επικοινωνίας τους με την Δύση διέθεταν εντελώς ευρωπαϊκή κουλτούρα και νοοτροπία. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο σε όλες τις ελληνικές κοινότητες τής Μικράς Ασίας. Εξαιρουμένων των παραλιακών πόλεων, των οποίων οι κάτοικοι είχαν άλλο αέρα λόγω τού εμπορίου, όσο πιο βαθιά προχωρούσε κανείς στο εσωτερικό τής Μ. Ασίας τόσο περισσότερο οι κοινωνική θέση τής γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη ακολουθώντας τα ανατολικά πρότυπα.

Οι μόνοι τομείς στους οποίους ο μικρασιατικός ελληνισμός αρνούνταν να κάνει την παραμικρή υποχώρηση ήταν η θρησκεία, που αποτελούσε την ειδοποιό διαφορά από τους Τούρκους, και η παιδεία, που ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση τής γλώσσας, των ηθών και των εθίμων, αλλά και για την εμπέδωση τής εθνικής τους ταυτότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Αρσακειάδες δασκάλες προτιμούσαν να διοριστούν σε ελληνικά σχολεία κοινοτήτων τής Καππαδοκίας ή άλλων περιοχών, όπου έπρεπε μεν να προσαρμοστούν σε ένα είδος ζωής πιο αυστηρό και σίγουρα διαφορετικό από αυτό που είχαν συνηθίσει, αλλά εξασφάλιζαν έναν μισθό και κυρίως σεβασμό και αποδοχή εκ μέρους τής τοπικής κοινωνίας .

Το Σχολείο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας από την στιγμή τής ιδρύσεώς του είχε στόχο την οργάνωση και την καθιέρωση τής γυναικείας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ο στόχος αυτός δεν άργησε να επιτευχθεί, γιατί δεν αποτελούσε μόνο επιδίωξη των ιδρυτών της αλλά και επιθυμία όλων των Ελλήνων που κατοικούσαν εντός αλλά και εκτός των ορίων τού ελληνικού κράτους. Την ταχύτατη αύξηση τού αριθμού των μαθητριών, κυρίως αυτών που επιθυμούσαν να γίνουν δασκάλες, επιβεβαιώνει η Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου στο έργο της «Η Μέση Εκπαίδευση των γυναικών»: «την εποχή αυτή παρατηρείται μεγάλη έλλειψη από δασκάλες και η ζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο ελεύθερο κράτος αλλά και στον υπόδουλο ελληνισμό».

1886015

Αρσακειάδες δασκάλες απόφοιτες τού 1886 (Απο το Αρχείο της ΦΕ)

Έτσι στο Διδασκαλείο τής ΦΕ συναντούμε, κυρίως ως εσωτερικές, πολλές υπότροφες τής ΦΕ ή άλλων φορέων, όπως τής ελληνικής κυβέρνησης, δήμων, κοινοτήτων ή και συλλόγων. Στα Πρακτικά τού ΔΣ τής ΦΕ αναφέρονται αιτήσεις και ονόματα μαθητριών που ζητούσαν υποτροφία. Επίσης στα Πρακτικά των συνεδριάσεων των πτυχιακών εξετάσεων, εκτός των άλλων, αναφέρεται και ο τόπος καταγωγής κάθε μαθήτριας. Από τις δύο αυτές πηγές μπορούμε να συμπεράνουμε τον αριθμό και την προέλευση των μαθητριών. Όπως παρατηρεί η Μαρία Βαϊάννη στο βιβλίο της «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (1836-1900)»: «ήδη από το 1837, πρώτο έτος λειτουργίας τού Σχολείου τής Εταιρείας, αναφέρονται δύο υπότροφοι τής ΦΕ από τη Σμύρνη, Σοφία Σαράντου και Σοφία Τολίου, ενώ το 1838 εισήχθη εις το κατάστημα η Ελένη Δημητριάδου από τις Κυδωνίες.» Στο ίδιο βιβλίο η συγγραφέας αναφέρει αποφάσεις τού ΔΣ τής ΦΕ στις οποίες φαίνεται το ενδιαφέρον τής ΦΕ για τον Ελληνισμό τής Μ. Ασίας.

Πρ. ΔΣ ΦΕ Β΄, 7/10/1840; «ενέκρινε ως υπότροφον τής Εταιρείας την θυγατέρα τού ιερέως Παϊσίου από την Καισάρεια.»

Πρ. ΔΣ ΦΕ, ΛΒ΄, 3/8/1842: «Διευκόλυνε σε οικονομικά θέματα την θυγατέρα τού Ν. Σαλτέλη», διότι όπως ανέφερε ο ίδιος «ών πενέστατος δεν δύναται να πληρώση πλέον των 50 δραχμών κατά μήνα διά την θυγατέρα του και παρακαλεί το Συμβούλιον να συγκατατεθεί εις τούτο.»

Πρ. ΔΣ ΦΕ, ΛΖ΄, 17/9/1869: Αποδέχθηκε το αίτημα τού γυμνασιάρχου «τής εν Σταυροδρομίω Σχολής Γαβριήλ Σοφοκλή» από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου «να στείλη έν κοράσιον διά να προπαρασκευασθή ως διδάσκαλος εις μίαν κώμην τής Καισαρείας».

Πρ. ΔΣ ΦΕ, ΛΒ΄,12/9/1873: Ενέκρινε έκπτωση διδάκτρων για την θυγατέρα τού εκ Μάκρης Μουσαίου «επειδή, διά τους πολλούς υπέρ τής διαδόσεως τού Ελληνισμού αγώνας του, είναι άξιος συνδρομής.»

Πρ.ΔΣ ΦΕ, ΛΑ΄, 26/11/1880: Ενέκρινε απαλλαγή διδάκτρων για την Μαρία Μπουρίνη από τα Αλάτσατα «τη συστάσει τού Εξάρχου τού Αγίου Τάφου».

Πρ ΔΣ ΦΕ ΛΘ΄ 27/10/1883: Προσέφερε οικονομικές διευκολύνσεις και διευκολύνσεις εγκατάστασης καθώς επίσης και απαλλαγή τού ημίσεως των τροφείων και των διδάκτρων στην Μελπομένη Σεραφείμ, υπότροφο τής κοινότητος Σπάρτης Πισιδίας, κατόπιν αιτήσεως τής εκεί Δημογεροντίας.

Όμως δεν είναι μόνο οι Μικρασιάτισσες Αρσακειάδες που επέστρεψαν στην γενέτειρα τους για να εργαστούν. Πολλές Αρσακειάδες δασκάλες προτίμησαν να εργαστούν στην Μ. Ασία ή την Ανατολική Θράκη . Ο διορισμός τους εκεί δεν οργανωνόταν από κάποιο κρατικό φορέα. Την φροντίδα για την στελέχωση των σχολείων των ελληνικών κοινοτήτων τής Μικράς Ασίας είχε αναλάβει η Εκκλησία μαζί με τους κατά τόπους κατοίκους, οι οποίοι προσπαθούσαν να παρακάμψουν τα εμπόδια που κατά καιρούς έθετε στον δρόμο τους η συμβίωση με τους Τούρκους. Έτσι φρόντιζαν να εκμεταλλεύονται τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και τις συγκυρίες, προκειμένου να μάθουν τα παιδιά τους την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ιστορία.

Η Οθωμανική αυτοκρατορία το 1839-1856 προχώρησε σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις, τις γνωστές ως Τανζιματ[1], και ενεργοποίησε τους Εθνικούς Κανονισμούς των Δικαιωμάτων των Υποδούλων (Χάτι ι Χουμαγιούν)[2]. Το Πατριαρχείο, οι κατά τόπους Εκκλησίες, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως και οι κατά τόπους φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι δραστηριοποιήθηκαν ώστε τα σχολεία τής Μ. Ασίας να στελεχωθούν με άξιους δασκάλους. Πολλές φορές αναζητούσαν ικανές δασκάλες απ’ ευθείας από την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Όμως οι Αρσακειάδες δασκάλες έπρεπε μόνες τους να διαπραγματευτούν θέματα σχετικά με την πρόσληψη, τις απολαβές, τις υποχρεώσεις και την σταδιοδρομία τους, ενώ παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα νέο περιβάλλον, μικρό μισθό, επαγγελματική ανασφάλεια και αβέβαιο μέλλον. Δεν δίστασαν όμως να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στον Ελληνισμό τής Ανατολής.

Όλα αυτά τα χρόνια τής ανόδου και τής ακμής των ελληνικών κοινοτήτων τα ελληνικά σχολεία στηρίζονταν οικονομικά στους πόρους που διέθετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι αντίστοιχες κατά τόπους Μητροπόλεις (Βιθυνίας, Ιωνίας, Καρίας, Λυδίας, Παφλαγονίας, Καππαδοκίας, Πόντου κ.ά.). Η εκπαιδευτική αυτή δραστηριότητα συντηρήθηκε, βέβαια, και από τις κατά τόπους ελληνικές κοινότητες και τους φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους. Η εκπαιδευτική κίνηση κάλυπτε όλες σχεδόν τις βαθμίδες τής εκπαίδευσης: νηπιαγωγεία, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αρρεναγωγεία, παρθεναγωγεία, Ελληνικά σχολεία, νυχτερινές σχολές, επαγγελματικά σχολεία και διδασκαλεία.

Διαδήλωση κατά τού Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη (Wikipedia)

Το 1908, με την επικράτηση των Νεοτούρκων[3], άρχισε συστηματική προσπάθεια να αποσπαστούν τα ελληνικά σχολεία από την δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου και να υπαχθούν στο Υπουργείο Παιδείας τής Τουρκίας. Άρχισαν να ασκούνται πιέσεις και να γίνονται αυθαιρεσίες κατά των Ελλήνων. Το 1912 το ελληνικό κράτος αναγνώρισε 31 ελληνικά γυμνάσια τής Μικράς Ασίας ως ισότιμα με τα σχολεία τής Ελλάδας.

Από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914) άρχισε ουσιαστικά η αντίστροφη πορεία. Η λειτουργία των σχολείων γινόταν ολοένα και πιο προβληματική. Πολλά σχολεία έκλεισαν και φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι διαλύθηκαν από τον φόβο των τουρκικών πιέσεων. Δεν ήταν λίγοι οι δάσκαλοι που διώχθηκαν. Κατά την διάρκεια τής Μικρασιατικής εκστρατείας οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν σε όσους δεν ήταν Τούρκοι υπήκοοι να διδάσκουν στα ελληνικά σχολεία. Το μέτρο αυτό μάλιστα συμπεριέλαβε και την Ελένη Λουΐζου, την διευθύντρια τού Ομηρείου παρθεναγωγείου Σμύρνης, στην οποία οι Τούρκοι της Σμύρνης διεμήνυσαν ότι, κατ’ εξαίρεση, της επιτρέπουν να παραμείνει στο σχολείο αλλά χωρίς καμιά διδακτική ή διοικητική αρμοδιότητα.

Ο ελληνικός στρατός στην Αλμυρά Έρημο το1921. (Wikipedia)

Με την κατάρρευση τού Μετώπου[4], την καταστροφή τής Σμύρνης[5] και την ανταλλαγή των πληθυσμών[6] κορυφώνεται η καθοδική πορεία. Τον Αύγουστο τού 1922 τα πολεμικά και τα πολιτικά γεγονότα συμπαρέσυραν τα πάντα στην καταστροφή.

200px Caratheodory constantin

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, ο διεθνούς φήμης Έλληνας μαθηματικός και επικεφαλής τού Ιωνικού Πανεπιστημίου Σμύρνης. (Wikipedia)

Ακόμη και το Ιωνικό Πανεπιστήμιο τής Σμύρνης[7] ,το οποίο είχε ιδρύσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και τού οποίου η έναρξη λειτουργίας είχε προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο τού 1922 υπό την ηγεσία τού διεθνούς φήμης καθηγητή Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, δεν πρόλαβε να λειτουργήσει Στις 23 Αυγούστου 1922 ο Καραθεοδωρή αποχαιρέτησε τους καθηγητές και έκλεισε το ίδρυμα, αφού πρώτα φρόντισε να πάρει τα βιβλία τής Βιβλιοθήκης και τα όργανα Φυσικής και Χημείας, τα οποία παρέδωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος ‒ ιστορικός

 

  • Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής ΦΕ και τα βιβλία τής Μαρίας Ν. Βαϊάννη «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», τού Χρ. Σολομωνίδη «Η Παιδεία στη Σμύρνη» και τής Σιδηρούλας Ζιώγου-Καραστεργίου «Η Μέση Εκπαίδευση των γυναικών στην Ελλάδα».

 

[1] Τανζιμάτ: Πρόκειται για σειρά μεταρρυθμίσεων που είχαν στόχο την αναδιοργάνωση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεων με τους υπηκόους της. Η λέξη στα οθωμανικά σημαίνει «αναδιοργάνωση». Τοποθετείται χρονικά μεταξύ 1839 και 1856.

2.«Χάτι ι Χουμαγιούν»: Πρόκειται για αυτοκρατορικό διάταγμα που εξέδιδε ο Σουλτάνος. Το πιο γνωστό εκδόθηκε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, το 1856. Προέβλεπε ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής για τις μη μουσουλμανικές κοινότητες τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

[3] Νεότουρκοι: Πρόκειται για το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» που ιδρύθηκε το 1908 στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Αξιωματικοί, πολιτικοί, αστοί και διανοούμενοι ξεσηκώθηκαν για την επαναφορά τού Συντάγματος τού 1876. Βασικός τους στόχος ήταν η κατάλυση τής απολυταρχίας τού Αβδούλ Χαμίτ Β΄ και η εγκαθίδρυση σύγχρονου κράτους σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

[4] Κατάρρευση τού Μετώπου: Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές τού 1920, επικράτησαν οι βασιλικοί και επανήλθε στην Ελλάδα ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Οι σύμμαχοι ήραν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα. Την άνοιξη τού 1921 αποφασίστηκε η προέλαση τού ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα και κατελήφθη το Εσκί-Σεχίρ και το Αφιόν- Καραχισάρ. Όμως τον Αύγουστο τού 1921 ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε στον Σαγγάριο. Παράλληλα ο Κεμάλ σε μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (20 Οκτωβρίου 1921) ακύρωσε την συνθήκη των Σεβρών. Ακολούθησε ένας χρόνος στασιμότητας κατά την διάρκεια τού οποίου το ηθικό τού ελληνικού στρατεύματος εφθάρη, ενώ ο Κεμάλ κέρδισε χρόνο για να αναδιοργανωθεί. Έτσι επήλθε η κατάρρευση τού Μετώπου που αποτέλεσε την αρχή για όσα επακολούθησαν.

[5] Καταστροφή τής Σμύρνης: Με τον όρο αυτό εννοούμε την σφαγή τού ελληνικού και τού αρμενικού πληθυσμού τής Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και την πυρπόληση τής πόλης το 1922. Η καταστροφή άρχισε επτά ημέρες μετά την αποχώρηση και τού τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από την Μ. Ασία και αμέσως μετά την είσοδο τού τουρκικού στρατού, τού Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη.

[6] Ανταλλαγή των πληθυσμών: Έγινε το 1923 μεταξύ των πληθυσμών τής Ελλάδος και τής Τουρκίας και βασίστηκε στην θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων. Αφορούσε στους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς πολίτες τής Τουρκίας και τους μουσουλμάνους πολίτες τής Ελλάδας. Πρόκειται για αμοιβαία εκτόπιση πληθυσμών με βάση την θρησκεία. Η Σύμβαση για την ανταλλαγή υπεγράφη στην Λωζάννη τής Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923. Οι μεταφερόμενοι έχαναν την υπηκοότητα τής χώρας που εγκατέλειπαν. Εξαιρούντο οι Ελληνορθόδοξοι Ρωμιοί τής Πόλης, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι τής Ανατολικής Θράκης και οι κάτοικοι τής Ίμβρου και τής Τενέδου.

[7] Ιωνικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης :Ήταν Ανώτατα Εκπαιδευτικό Ίδρυμα το οποίο συστήθηκε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Διοίκησης. Τον Σεπτέμβριο του 1919 ο Ελ. Βενιζέλος και ο Κωνσταντ. Καραθεοδωρή συναντήθηκαν  στο Παρίσι.Ο διάσημος μαθηματικός ήταν επικεφαλής του ιδρύματος. Το κτήριο βρισκόταν στο λόφο Μπαχρή-Μπαμπά στις Δυτικές παρυφές του Πάγου. Το Πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε ποτέ. Τα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο του 1922, όμως στις 23 Αυγούστου ο Κ. Καραθεοδωρή αποχαιρέτησε το προσωπικό , έκλεισε το κτήριο αφου διέσωσε τα βιβλία και τα όργανα για το μάθημα της Φυσικής και της Χημείας ,τα οποία παρέδωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το κλειδί του ιδρύματος παρέδωσε συμβολικά στον Νικόλαο Πλαστήρα.