Tα ιδρυτικά μέλη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας
(Μέρος B΄)
Αναγνώστης Μοναρχίδης
Ο Αναγνώστης Μοναρχίδης ήταν αγωνιστής τού 1821. Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1777. Ο πατέρας του, Χατζή Δημήτριος, ήταν από τους ευπατρίδες τού νησιού. Ο Αναγνώστης ασχολήθηκε με τη θάλασσα από μικρή ηλικία. Από τα 15 του χρόνια ξεκίνησε να ταξιδεύει ως ναυτικός. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και αγωνίστηκε στην επανάσταση τού 1821.
Κυρίως όμως ασχολήθηκε με την πολιτική και βγήκε πρώτος πληρεξούσιος των Ψαριανών στην Εθνική Συνέλευση τής Επιδαύρου. Εξελέγη βουλευτής τής πρώτης περιόδου και ξανά πληρεξούσιος στην Εθνική Συνέλευση τού Άστρους και τής Επιδαύρου. Το 1824 διορίστηκε μέλος τού Γενικού Ταμείου τής Ελλάδας. Το 1826 εξελέγη μέλος τής Διοικητικής επιτροπής. Ο Όθων τον διόρισε Σύμβουλο Επικρατείας. Έγινε ο πρώτος νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας το 1833 και νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος το 1836. Στην Α΄ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση εξελέγη και πάλι πληρεξούσιος. Το 1847 έγινε γερουσιαστής και αντιπρόεδρος τής Γερουσίας από το 1847 έως το 1853. Στις 23 Νοεμβρίου 1853 εξελέγη πρόεδρος τού σώματος και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 11 Αυγούστου 1861. Η σύζυγός του Μαρία ήταν Κυρία των Τιμών τής βασίλισσας Αμαλίας. Ο Μοναρχίδης υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Πέθανε τον Μάιο τού 1868.. Στο περιοδικό «Πανδώρα» δημοσιεύτηκε, στις 15 Μαΐου 1868, η παρακάτω νεκρολογία: «Και εν Αθήναιςδε μετήλλαξε τον βίον έτερος επίσημος ανήρ, ο Αναγνώστης Μοναρχίδης, ουχί μεν εκ τού ομίλου των λογίων, αλλ’ εκ των ευαρίθμων εκείνων οίτινες από τής αρχής τού μεγάλου αγώνος, μέχρι τής εν έτει 1862 ανατροπής τής καθεστώσης πολιτείας, υπηρέτησαν εντίμως και μετά πλείστου ζήλου την πατρίδα, αναδειχθείς πληρεξούσιος και βουλευτής των ενδόξων Ψαρρών και μέλος κυβερνήσεων, και νομάρχης και γερουσιαστής και πρόεδρος τής Γερουσίας, την θέσιν δε τού Πρωθυπουργού προσφερθείσα αυτώ τω 1863 απέβαλεν ειπών (είμεθα δε βέβαιοι ότι επίστευε ό,τι έλεγεν) εαυτόν ανίκανον να πηδαλιουχήσῃ το σκάφος τής Ελλάδος. Είχεν δε ο αοίδιμος ενθερμοτάτην την προς την πατρίδα αγάπην, και μέλημα αδιάκοπον την βελτίωσιν τής παρούσης και την κατόρθωσιν τής μελλούσης αυτής καταστάσεωςˑκαι ταύτα ενώ ο θάνατος εστέρησεν αυτόν αλληλοδιαδόχως πάσης παραμυθίας και παντός στηρίγματος, και γυναικός δηλαδή και τέκνων. Κατέβη δε εις τον τάφον όπως και έζησεν επί τής γης αμνησίκακος, καρτερικός, μετριοπαθής, μετριόφρων, φίλος σταθερός και αγνάς έχων τας χείρας».
Ευστάθιος Σίμος
Ο Ευστάθιος Σίμος γεννήθηκε το 1804 στα Ιωάννινα, σε περίοδο οικονομικής, πνευματικής και διπλωματικής ζωτικότητας για την Ήπειρο. Σπούδασε στην ακμάζουσα εκεί σχολή τού Αθανασίου Ψαλίδα. Μετά την καταστροφή τής πατρίδας του κατέφυγε στους Καλαρρύτες, από εκεί στο Μεσολόγγι και μετά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Εκείνος έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, τη Νάπολη και τη Ρώμη. Γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε στο πνεύμα τού Διαφωτισμού, τού ρομαντισμού και τού ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1828, όταν κυβερνήτης ήταν ο Καποδίστριας. Πήγε στο Άργος, στην Αίγινα και τελικά εργάστηκε ως δάσκαλος στην Ηλεία. Το 1830, 26 χρόνων, δίδασκε Ελληνικά και Γαλλικά σε 30 μαθητές στον Πύργο τής Ηλείας, προσπαθώντας να καλλιεργήσει τη φιλομάθειά τους. Επί Όθωνος διορίστηκε Γραμματέας Α΄ τάξεως στο Υπουργείο Οικονομικών και το 1835 έγινε εισηγητής οικονομικών στο Συμβούλιο Επικρατείας. Το 1836 έγινε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Διετέλεσε μέλος τού Δ.Σ. τής Φ.Ε. από το 1843 μέχρι το 1949. Τα έτη 1850 έως 1858 ήταν Γραμματέας τής Φ.Ε. Στο αρχείο τής Φ.Ε. αναφέρεται ως πρέσβης και υπουργός. Το 1837, ως εισηγητής του πρώτου ετήσιου προϋπολογισμού, πρότεινε την κατάργηση των «κανονικών» δικαιωμάτων τού κλήρου, κάτι που είχε ως συνέπεια τον αφορισμό του από την Εκκλησία. Η πολιτεία αντέδρασε στον αφορισμό και ο Νεόφυτος εκλήθη να προασπιστεί τη νομιμότητά του. Μετά την απόκτηση συντάγματος το 1843 εξελέγη βουλευτής. Χρημάτισε υπουργός Οικονομικών το 1859 και το 1868. Διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα 1872-1875, σε μια δύσκολη εποχή, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν διακοπεί λόγω τής τριετούς κρητικής επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του επέδειξε πολιτική σύνεση, κάτι που βοήθησε πολύ την αποστολή του. Έγραψε και μετέφρασε πολλά έργα, λογοτεχνικά και ιστορικά. Πέθανε στην Αθήνα το 1878.
Κ. Τ. Οικονομίδης
Ο Κ. Τ. Οικονομίδης ήταν λόγιος. Είχε λάβει πολύ καλή μόρφωση και ήταν συνδρομητής πολλών πονημάτων τής εποχής, όπως των έργων τού Κοραή, τής «Κατά Χριστόν ηθικής πραγματείας» τού Μισαήλ Αποστολίδη, τής «Ιστορίας των Αθηνών» τού Διονυσίου Σουρμελή κ.ά. Σεμνός και ευσυνείδητος δάσκαλος, όπως αναφέρεται και στο αρχείο τής Φ.Ε., υπήρξε στενός συνεργάτης τού Μισαήλ Αποστολίδη, ο οποίος και τού μίλησε για την υπό ίδρυση Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία με σκοπό την ενίσχυση τής εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων, της οποίας και έγινε ιδρυτικό μέλος .
Ιωάννης Φιλήμων
Ο ιστορικός και εκδότης Ιωάννης Φιλήμων γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798/99. Το αρχικό του όνομα ήταν Βασιλειάδης. Το όνομα Φιλήμων τού το έδωσε ο Δ. Υψηλάντης στο σπίτι τού οποίου φιλοξενήθηκε. Ήταν γιος ζωγράφου και «ποικιλτού», θρακικής καταγωγής. Πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Δημητσανίτης αρχιμανδρίτης Βαλσαμών. Φοίτησε στη Μεγάλη τού Γένους Σχολή με καθηγητή τον ελληνιστή και λεξικογράφο Νικόλαο Λογάδη. Παράλληλα εργάστηκε στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο και εκεί έμαθε την τέχνη τής τυπογραφίας. Τα τελευταία δύο χρόνια πριν από την έναρξη τής επανάστασης έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Γνώρισε πολλούς φιλικούς, όπως τους Σέκερη, Παπαφλέσσα, Περραιβό, αλλά δεν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία λόγω ταής νεαρής ηλικίας του.
Τον Οκτώβριο τοή 1821 πήγε στην Πελοπόννησο και διετέλεσε γραμματέας τού Δ. Υψηλάντη .Πολιτικές συγκυρίες και λόγοι υγείας τον υποχρέωσαν να ασκήσει καθήκοντα γραμματέα τού Εκτελεστικού στην κυβέρνηση των Γ. Κουντουριώτη και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Φιλήμων αγωνίστηκε πάντα στην πρώτη γραμμή. Έλαβε μέρος στην πολιορκία τού Ναυπλίου, στην αναχαίτιση τού Δράμαλη, καθώς και στη μάχη τής Πέτρας στη Βοιωτία. Στην αρχή δραστηριοποιήθηκε εναντίον τού Καποδίστρια, όμως γρήγορα αναγνώρισε την ακεραιότητα τού κυβερνήτη και συμφώνησε με την άποψη τού Καποδίστρια ότι έπρεπε να γίνει ανακατανομή των εθνικών γαιών. Τον Μάιο τού 1833 εξέδωσε στο Ναύπλιο την πολιτική εφημερίδα «Χρόνος». Το διάστημα1838-1854, επί Όθωνος, εξέδωσε στην Αθήνα την εφημερίδα «Αιών», της οποίας όπως έγραψε ο ίδιος «ο ελληνισμός, ο συνταγματισμός, και η νομιμότης υπήρξαν απ’ αρχής το ιδανικόν τού αιώνος». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τής Φ.Ε. και διετέλεσε μέλος τού Δ.Σ. το διάστημα 1844-1849. Το 1854, κατά τη διάρκεια τής Αγγλογαλλικής κατοχής στον Πειραιά, συνελήφθη από τους Γάλλους εξ αιτίας ενός άρθρου που έγραψε. Η έκδοση τού «Αιώνα» διεκόπη και ο Φιλήμων εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και επιδόθηκε στην ιστοριογραφία.
Το πρώτο του ιστορικό βιβλίο ήταν το «Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Φιλικής Εταιρείας» (1838). Το 1859-1861 έγραψε το τετράτομο βιβλίο «Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Φιλικής Εταιρείας», ένα πραγματικά αξιόλογο ιστορικό κείμενο για την επανάσταση τού 1821. Ο Ιωάννης Φιλήμων πέθανε στην Αθήνα το 1874.
Κυρίτσης Μαργαρίτης
Ο Κυρίτσης Μαργαρίτης, από το Ναύπλιο, ήταν λόγιος και εργάστηκε για την εκπαίδευση των νέων από την περίοδο τής Επανάστασης. Εκτιμούσε και σεβόταν τον Καποδίστρια, με τον οποίο και συνεργάστηκε σε θέματα παιδείας. Διορίστηκε μάλιστα και ελεγκτής στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Μετά τη δολοφονία τού κυβερνήτη ήρθε στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Ρίζο Νερουλό για θέματα τής αρμοδιότητάς του. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στο αρχείο της αναφέρεται ως διοικητικός υπάλληλος.
Ιωάννης Σούτσος
Γεννήθηκε το 1803 στο Αρναούτκιοϊ, στον Βόσπορο. Ήταν γιος τού Αλεξάνδρου Σούτσου, ο οποίος είχε διοριστεί δύο φορές ηγεμόνας τής Βλαχίας και ακόμη μία φορά ηγεμόνας τής Μολδοβλαχίας. Τα πρώτα του γράμματα ο Ιωάννης διδάχθηκε στην πατρίδα του και στο Βουκουρέστι. Όταν ο πατέρας του πέθανε, το 1821, ο Ιωάννης μαζί με την μητέρα του και όλη την οικογένεια κατέφυγαν στην Τρανσυλβανία, για να γλυτώσουν από τη μανία των Τούρκων μετά την εξέγερση στις Ηγεμονίες. Ο Σούτσος ήλθε στην Ελλάδα το 1829. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γενεύη τής Ελβετίας και στη Γαλλία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1835 και διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πάρεδρος τού Συμβουλίου Επικρατείας. Συναναστρεφόμενος την μεγάλη ομάδα των μορφωμένων Ελλήνων έμαθε για την επικείμενη ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και έγινε ιδρυτικό της μέλος. Το 1837 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής τής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την έδρα διατήρησε μέχρι τον θάνατό του το 1890. Διδάσκοντας παράλληλα την πολιτική οικονομία και τη δημοσιονομία εισήγαγε την έρευνα των δύο αυτών κλάδων τής οικονομικής επιστήμης στην Ελλάδα. Αποδέχθηκε εκλεκτικά τα διδάγματα τής κλασικής σχολής. Τόνιζε ότι η εργασία δεν είναι η μοναδική πηγή πλούτου. Αποδεχόταν την ποσοτική θεωρία τού χρήματος, σε σχέση όμως με τα φαινόμενα τού πληθυσμού θεωρούσε ότι η θεωρία τού Μάλθου δεν είχε πρακτική αξία για την εποχή εκείνη, δεν απέκλειε να αποκτήσει σπουδαιότητα συν τω χρόνω, καθώς θα αυξάνεται ο πληθυσμός. Μελέτησε τα ελληνικά οικονομικά δεδομένα και προσπάθησε να τα προσαρμόσει στα διδάγματα τής οικονομικής θεωρίας. Με τον τρόπο αυτό προλείανε το έδαφος για την πρακτική εφαρμογή τής οικονομικής και τής δημοσιονομικής πολιτικής. Εξελέγη πρύτανης τού Πανεπιστημίου το 1847 και από το 1859 ήταν επίτιμος καθηγητής. Διετέλεσε διευθυντής τού γραφείου Δημοσίας Οικονομίας τού Υπουργείου Εσωτερικών την περίοδο 1860-1863 και διέκοψε την πανεπιστημιακή του υπηρεσία για μια μόνον τριετία, όταν διετέλεσε σύμβουλος Επικρατείας από το 1864 ώς το 1867. Ήταν ο πρώτος καθηγητής που συμπλήρωσε πενήντα χρόνια διδασκαλίας στη Νομική Σχολή. Έγραψε τα έργα με θέματα «Πλουτολογία», «Δημοσιολογία», «Πλουτολογικαί μελέται». Πέθανε το 1890 στην Αθήνα.
Aνδρέας Κορομηλάς
Ο Ανδρέας Κορομηλάς ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αθηναίου κτηματία Χατζή Λάμπρου Κόσκορη και τής Όρσας Κολιάτσου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1811. Όταν ήταν 15 ετών έλαβε μέρος, μαζί με τον πατέρα του, στη μάχη τού Χαϊδαρίου, που δόθηκε μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων το 1826, όπου και τραυματίστηκε, ενώ ο πατέρας του αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα (σήμερα πλατεία Κοτζιά). Μετά από αυτό ο Κορομηλάς πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε στα εκδοτικά καταστήματα του φιλέλληνα Αμβροσίου Φιρμίνου Διδότου και διδάχθηκε την τυπογραφική τέχνη. Η οικογένειά του εν τω μεταξύ είχε εγκατασταθεί στην Αίγινα. Εκεί ο Κορομηλάς εργάστηκε στην αρχή στο Τυπογραφείο τής Διοίκησης, ενώ τα αδέλφια του φοιτούσαν ακόμα στο Κεντρικό Γυμνάσιο τού νησιού, το οποίο δεχόταν ορφανά παιδιά των αγωνιστών.
Το 1832 άρχισε να δημιουργεί το δικό του τυπογραφείο. Παρήγγειλε στον Αμβρόσιο Διδότο πιεστήριο και τυπογραφικό υλικό. Τον Μάιο τού 1833 άρχισε τη συνεργασία του με τον Νεόφυτο Δούκα και ανέλαβε την εκτύπωση των έργων του. Εξέδωσε τα κείμενα και τις μεταφράσεις των τραγωδιών τού Σοφοκλή, με επιμέλεια τού Νεόφυτου Δούκα, και πολλά άλλα έργα του, ακόμα και τα πρώτα διδακτικά βιβλία. Το τυπογραφείο τού Κορομηλά ήταν το πρώτο που εκτύπωνε συστηματικά και τακτικά βιβλία, ενώ αυτά που λειτουργούσαν κατά την Επανάσταση εξέδιδαν μόνο εφημερίδες.
Το 1836 το τυπογραφείο του μεταφέρεται στην Αθήνα επί τής οδού Ερμού .Σε λίγο χρόνο τύπωσε τόσο πολλά συγγράμματα ώστε πολύ σύντομα έγινε το μεγαλύτερο τυπογραφείο τής Ανατολής. Το 1840 εισήγαγε από τη Βενετία, πρώτος στην Ελλάδα, την τυπογραφική μέθοδο τής στερεοτυπίας και την τεχνική τής ερυθροτυπίας, μέθοδο κατά την οποία τα γράμματα αποτυπώνονται σε χάρτινη ή άλλη μάζα που πιέζεται προκειμένου να γίνει μήτρα πάνω στην οποία χύνεται ρευστό μέταλλο που ψύχεται και στερεοποιείται. Με τη μέθοδο αυτή ο τυπογράφος μπορεί να έχει στη διάθεσή του έτοιμες τις σελίδες αν χρειαστεί να ανατυπώσει το βιβλίο. Το τυπογραφείο του διέθετε μηχανικά ατμοκίνητα πιεστήρια και πολλούς τυπογραφικούς χαρακτήρες σε διάφορες γλώσσες, χυτήρια, βιβλιοδετείο, βιβλιοπωλείο χαρτοπωλείο και πλούσιο αρχείο στερεοτύπων κειμένων. Το 1844 μάλιστα ίδρυσε υποκατάστημα στην Κωνσταντινούπολη από το οποίο προμηθεύονταν διδακτικά βιβλία όλες οι αλύτρωτες ελληνικές επαρχίες.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην Αθήνα ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Το 1836 έγινε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Η επιχείρησή του τιμήθηκε σε διεθνείς εκθέσεις και ο ίδιος παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό τού Τάγματος τού Σωτήρος και το Αριστείο τολυ Αγώνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1858.
Δρόσος Δρόσος
Ο Δρόσος Δρόσος γεννήθηκε στην Τήνο το 1798. Μαζί με τον πατέρα του πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Βλαχία, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και κατετάγη στον Ιερό Λόχο με τον βαθμό τού εικοσιπένταρχου. Τραυματίστηκε στη μάχη τού Δραγατσανίου και κατέφυγε στην Τρανσυλβανία. Από εκεί ήρθε στην Ελλάδα, όπου το 1822 ο Κωλέττης τού ανέθεσε να περιηγηθεί τις Κυκλάδες για να στρατολογήσει επαναστάτες . Η Τήνος ήταν τότε κέντρο στρατιωτικών ενεργειών και από εκεί ξεκίνησε η εκστρατεία εναντίον τής Καρύστου και τού Ολύμπου.
Εξελέγη το 1828 μέλος τής επαρχιακής Δημογεροντίας, η οποία ήταν επιφορτισμένη με την άσκηση αστυνομικών καθηκόντων στο νησί. Το 1830 διορίστηκε πρόεδρος τού κατά την Δυτική Ελλάδα πρωτοκλήτου Δικαστηρίου. Μετά από λίγο όμως παραιτήθηκε και πήγε με την πλευρά τής Αντιπολίτευσης. Τον Μάιο τού 1833 διορίστηκε έπαρχος Ερμιονίδος και τον Ιανουάριο τού 1835 εφέτης στην Τρίπολη. Έναν χρόνο μετά έγινε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Μάλιστα από το 1844 μέχρι το 1869 διετέλεσε μέλος τού Δ.Σ. της. Το 1842 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηνών. Το 1843 εξελέγη πληρεξούσιος τής επαρχίας τής Τήνου για τη Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.Τον Απρίλιο τού 1844 διορίστηκε αρεοπαγίτης, αλλά τον έπαυσαν μετά 2 χρόνια λόγω τής αντίθεσής του προς τον Όθωνα. Ήταν οπαδός τού αγγλόφιλου κόμματος. Έγραψε την Ιστορία τς Τήνου. Πέθανε στην Αθήνα το 1870.
Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος
Ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος γεννήθηκε το 1792 στη Χίο. Φυγάς μετά την καταστροφή τού νησιού το 1822 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος τού Κόζη Βούρου, που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια τής σφαγής, ο οποίος είχε ιδρύσει το 1817 μαζί με άλλους συμπατριώτες του στη Βιέννη μια μεγάλη εμπορική εταιρεία. Ο Σταμάτιος συνέχισε με επιτυχία τις δραστηριότητες τού πατέρα του και αποδείχθηκε πετυχημένος έμπορος και τραπεζίτης. Έζησε στη Βιέννη από το 1817 έως το 1825. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πήρε το 2ο όνομα Δεκόζης (=τού Κόζη). Μετά την απελευθέρωση, το 1832 ήρθε μόνιμα στην Αθήνα, όπου μετέφερε και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του και ίδρυσε τραπεζικό οίκο και εξελίχθηκε σε σημαντικό οικονομικό παράγοντα τής εποχής.
Μόλις ήρθε στην Αθήνα φρόντισε να οικοδομήσει την οικία του σε μια πόλη τής οποίας το οικιστικό σχέδιο ήταν αδιαμόρφωτο. Το αρχοντικό Δεκόζη Βούρου ήταν από τα πρώτα σπίτια που κτίστηκαν στην Αθήνα το 1833/34. Τα σχέδια εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς αρχιτέκτονες Λύντερς (G. Lueders) και Χόφερ (J. Hoffer) και το αρχοντικό ήταν ένα από τα πρώτα δείγματα τής κλασικιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η περιοχή τής πλατείας Κλαυθμώνος, όπου χτίστηκε, ήταν τότε τελείως ασχημάτιστη. Μόλις το 1834 είχε αρχίσει η διάνοιξη τής οδού Σταδίου. Όταν περατώθηκε η κατασκευή του ήταν το πιο αξιόλογο κτίσμα που υπήρχε στην κατεστραμμένη πόλη. Το αρχοντικό τού Δεκόζη Βούρου είναι ένα απλό διώροφο κτήριο, με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά τής κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής. Εξωτερικά έχει κεραμωτή στέγη, μια μαρμάρινη βάση και μπαλκόνι με λεπτοδουλεμένα φουρούσια.
Το1836 ο βασιλιάς Όθων, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά τον γάμο του με την Αμαλία, χρησιμοποίησε ως προσωρινή κατοικία τη «μεγάλη οικία» Βούρου, στην τότε οδό Νομισματοκοπείου και ήδη Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7, και τη διπλανή οικία τού Γ. Αφθονίδη (που δεν υπάρχει σήμερα), συνδέοντας μεταξύ τους με στοά τα δύο αυτά αρχοντικά. Ο Όθων και η Αμαλία έμειναν σε αυτό το «παλιό παλάτι», όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, από το 1836 μέχρι το 1843. Διαμόρφωσαν μάλιστα και έναν κήπο μπροστά στο παλάτι, από τον οποίο προήλθε ο σημερινός κήπος της πλατείας Κλαυθμώνος.
Τον ίδιο χρόνο ο Σταμ. Δεκόζης Βούρος έγινε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Το 1859 έχτισε δίπλα στο σπίτι του, στον αριθ. 5 τής οδού Παπαρρηγοπούλου, ένα δεύτερο αρχοντικό για κατοικία τού γιου του Κωνσταντίνου Βούρου, σε σχέδια τού αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, που σώζεται μέχρι σήμερα. Το αρχοντικό σήμερα στεγάζει το Μουσείο τής πόλεως των Αθηνών. Ο Σταμάτιος Βούρος Δεκόζης ως ιδρυτικό μέλος τής Φ.Ε. ενίσχυσε το έργο της. Στο αρχείο τής ΦΕ αναφέρεται ως έμπορος.
Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε στη Νάξο το 1780. Τις πρώτες του σπουδές έκανε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Μόσχα, όπου υπό την προστασία των Ευγενίου Ζωσιμάδη και Καπλάνη σπούδασε Νομική. Μετά την αποτυχία τής εξέγερσης τού Γεωργίου Ολύμπιου κατέφυγε στην Ιταλία, όπου σπούδασε Ιατρική στη Ρώμη Τις παραμονές τής ελληνικής επαναστάσεως μετέβη στην Πάτρα, όπου προσελήφθη ως διερμηνέας στο εκεί Ρωσικό προξενείο. Τότε μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε στην κατάληψη τής Τενέδου. Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα για να πείσει τον Αλή Πασά ότι ο Τσάρος θα τον βοηθήσει αν βαδίσει εναντίον τού Σουλτάνου. Κατόπιν συνεννοήσεως με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τους προύχοντες τής Πελοποννήσου έπεισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αρχίσει τον αγώνα από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ώστε να δοθεί χρόνος για την προετοιμασία του αγώνα στη Ν. Ελλάδα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τού ανέθεσε και τις αποστολές. Έτσι μετέβη στην Κωνσταντινούπολη το 1820, μίλησε στον Πατριάρχη για τον επικείμενο αγώνα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την Πόλη.
Στη ναυμαχία τού Ναυαρίνου υπηρέτησε ως διερμηνέας τής ρωσικής μοίρας και μάλιστα με τέχνασμά του οι Τούρκοι επετέθησαν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μετά τη ναυμαχία και παρά το ότι είχε πληγωθεί, είχε την ψυχραιμία και την ετοιμότητα να ζητήσει από τον αρχηγό τού ρωσικού στόλου να στείλει μοίρα του στόλου στη Σμύρνη για να προστατεύσει τους εκεί Έλληνες από τον θυμό των Τούρκων. Πράγματι η έγκαιρη παρέμβαση των Ρώσων ήταν σωτήρια για τους Έλληνες της Σμύρνης. Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος διατηρούσε φιλία με τους διοικητές των φρουρίων τής Ναυπάκτου, τού Αντιρρίου και τού Μεσολογγίου. Έτσι το 1829 τους έπεισε να παραδώσουν εγκαίρως τα φρούρια στους Έλληνες, ώστε ο Καποδίστριας να διεκδικήσει και να πετύχει την ένταξη τής Στερεάς Ελλάδος στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Το 1843, επί τής βασιλείας του Όθωνα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Υπήρξε γενικός πρόξενος τής Ρωσίας μέχρι το 1862. Ο Γεώργιος ο Α΄ τον διόρισε σύμβουλο Επικρατείας. Πέθανε το 1874.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στο αρχείο της οποίας αναφέρεται ως πρόξενος. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών στην Αθήνα το 1874.
Νικόλαος Σιλήβερος ή Σιλήβεργος
Ο Νικόλαος Σιλήβερος γεννήθηκε το 1804. Ήταν οικονομολόγος. Το 1831 στο Ναύπλιο, όπου ήταν υπάλληλος τού κράτους, μετέφρασε από τα Γαλλικά το βιβλίο «Επιτομή τής παλαιάς ιστορίας και εξαιρέτως τής ελληνικής εις την οποίαν έπεται σύντομον γεωγραφικόν λεξικόν και σύνοψις τής μυθολογίας». Ασχολήθηκε με την πολιτική. Σε νεαρή ηλικία, το 1836, ανέλαβε τη θέση τού προέδρου τού Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου έμεινε μέχρι το 1842. Τότε έγινε και μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στην κυβέρνηση τού Όθωνα έγινε υπουργός Οικονομικών. Μετά την επανάσταση τής 3ης Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε και επανήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Έγινε και πάλι υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Δημ. Βούλγαρη το 1855. Από το 1861 έως το 1862 ήταν γερουσιαστής. Πέθανε το 1873.
Στέφανος Γεννάδης
Ο Στέφανος Γεννάδης καταγόταν από τη Χίο και διέμενε στον Πειραιά. Ήταν λόγιος και μελετούσε πολλά συγγράμματα, μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ελληνικό κράτος. Ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Αθήνα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τής Φ.Ε.
Χριστόδουλος Κλωνάρης ή Κλονάρης
Ο Χριστόδουλος Κλωνάρης ή Κλονάρης γεννήθηκε το 1788 στη Λεπτοκαρυά Ζαγορίου Ηπείρου. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και στη συνέχεια μετέβη στα Αμπελάκια τής Θεσσαλίας, όπου φοίτησε κοντά στους Στέφανο Σταμκίδη και Ίωνα Σπαρμιώτη. Το 1807, με σύσταση τού δασκάλου του, έγινε για έναν χρόνο διευθυντής τής Ελληνικής Σχολής τής Κοζάνης. Έπειτα πήγε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε τις φιλολογικές του σπουδές κοντά στον Λάμπρο Φωτιάδη. Στο Παρίσι, όπου μετέβη αργότερα, σπούδασε Νομική και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1826. Παράλληλα, δημοσίευσε άρθρα σε διάφορες εφημερίδες, όπως στη «Συνταγματική», υπερασπιζόμενος το δίκαιο τού απελευθερωτικού αγώνα. Μετά τις σπουδές του γύρισε στην Ελλάδα το 1825.
Διετέλεσε πληρεξούσιος των Ηπειρωτών και επί Καποδίστρια ήταν μέλος τού Πανελληνίου. Διετέλεσε ακόμη επίτροπος Επικρατείας στο Ανώτατο Δικαστήριο, γερουσιαστής, υπουργός Δικαιοσύνης και ο πρώτος πρόεδρος τού Αρείου Πάγου. Ήταν ο συντάκτης τού πρώτου Κώδικα Ποινικού Δικαίου υπό τον τίτλο «Εγκληματική διαδικασία». Διετέλεσε δημόσιος συνήγορος του πρώτου «Ανεκκλήτου Κριτηρίου», το οποίο ήταν την εποχή εκείνη ένα είδος Εφετείου. Στη θέση παρέμεινε έως τον Ιούλιο τού 1830, οπότε παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας του προς τον κυβερνήτη. Κατόπιν άσκησε τη δικηγορία στο Ναύπλιο. Στη δίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα ήταν συνήγορος τού τελευταίου και εντυπωσίασε με την τόλμη και την ευγλωττία του.
Το 1835 διορίστηκε πρώτος πρόεδρος τού Αρείου Πάγου. Από τη θέση αυτή παύθηκε από την κυβέρνηση Κωλέττη το 1847, αλλά ξαναδιορίστηκε το 1848. Παρέμεινε στην προεδρία τού Αρείου Πάγου μέχρι τον θάνατό του. Με διάταγμα τού 1837 διορίστηκε Ιππότης τού Χρυσού Σταυρού τού Τάγματος τού Σωτήρος. Πέθανε αιφνιδίως το 1849 και αναφέρεται ότι ακόμη και ο βασιλιάς Όθων ταράχτηκε πολύ με τον θάνατό του.
Θεόκλητος Φαρμακίδης
Ο Διδάσκαλος τού Γένους και κορυφαίος Έλληνας διαφωτιστής και αγωνιστής τής ελληνικής επαναστάσεως Θεόκλητος Φαρμακίδης γεννήθηκε στη Νίκαια τής Λάρισας το 1784, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια πήγε στη Λάρισα, όπου χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία μόλις 18 ετών, οπότε και άλλαξε το βαπτιστικό του όνομα Θεοχάρης σε Θεόκλητος. Το 1804 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε στη Μεγάλη τού Γένους Σχολή το διάστημα 1804-1806. Ανήσυχος χαρακτήρας δεν συμβιβάστηκε με το συντηρητικό πνεύμα τής Σχολής και πήγε στις Κυδωνίες, στη Σχολή των Κυδωνιών, και ύστερα στο Ιάσιο, στην Ακαδημία τού Ιασίου, όπου παρέμεινε από το 1806 έως το 1811 για να σπουδάσει και να διδάξει την ελληνική γλώσσα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίστηκε εφημέριος στον ναό τού Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη όπου παρέμεινε από το 1811 μέχρι το 1817. Οι ακραίες όμως εκκλησιαστικές και πολιτικές του αντιλήψεις τον έφεραν σε σύγκρουση με τους εκπροσώπους τής παράδοσης και έτσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση τού εφημερίου. Στη Βιέννη ο Φαρμακίδης, παράλληλα με τις μελέτες του, μετέφρασε από τα Λατινικά την τετράτομη εγκυκλοπαίδεια τού Φ. Γιάκομπς. Από το 1816 μέχρι το 1818 συνέχισε, μαζί με τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη, την έκδοση τού «Λόγιου Ερμή». Εκεί γνωρίστηκε και με τον Απόστολο Αρσάκη, αν και δεν συμμεριζόταν την εμμονή του στην αρχαϊκή γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσε.
Το 1819 ο Φαρμακίδης αποδέχθηκε πρόσκληση τού ιδρυτή τής Ιονικής Ακαδημίας λόρδου Γκίλφορντ να διδάξει Θεολογία. Γι’ αυτό, με έξοδα τού Γκίλφορντ, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο τού Γκέττινγκεν όπου παρέμενε μέχρι την έναρξη τού αγώνα. Τον Μάιο τού 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τον Δ. Υψηλάντη. Στην Καλαμάτα εξέδωσε την εφημερίδα «Ελληνική σάλπιγξ», τής οποίας η έκδοση διεκόπη γιατί ο Φαρμακίδης δεν δεχόταν λογοκρισία. Τότε άρχισε να αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική. Έλαβε μέρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου, στον Άρειο Πάγο Ανατολικής Ελλάδας, στην Εθνοσυνέλευση τού Άργους κ.α. Το 1827 έγινε αρχισυντάκτης τής Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος.
Αντιπολιτεύτηκε σκληρά τον Καποδίστρια και τον κατηγορούσε ως ρωσόφιλο. Ο ίδιος ανήκε στο αγγλικό κόμμα τού Μαυροκορδάτου. Μετά τη δολοφονία τού κυβερνήτη διορίστηκε το 1832 έφορος τού «Εν Αιγίνῃ Γενικού και Προκαταρκτικού Σχολείου». Επί Αντιβασιλείας ήταν σύμβουλος τού Μάουρερ σε θέματα εκκλησιαστικά και εργάστηκε υπέρ τού αυτοκέφαλου τής ελληνικής Εκκλησίας. Το 1833 διορίστηκε γραμματέας τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τού Βασιλείου τής Ελλάδος. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τής Φ.Ε. και ένας από τους φίλους τού Απόστολου Αρσάκη οι οποίοι τον συμβούλευαν να βοηθήσει τη Φ.Ε. στο έργο της. Το 1837 διορίστηκε καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1939 μεταπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή. Αιτία όλων αυτών των ανακατατάξεων ήταν η ιδεολογική διαφωνία του με τον Κ. Οικονόμου, η οποία πήρε μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης. Το 1843 επανήλθε στη Θεολογική Σχολή. Όταν το 1850 το Πατριαρχείο παραχώρησε την Κανονική Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος ο Φαρμακίδης συνέχισε να αγωνίζεται για την απόλυτη ανεξαρτησία της. Με το έργο του «Ο συνοδικός τόμος ή περί τής Αληθείας» (1852) προκάλεσε νέες αντιδράσεις.
Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του αφιέρωσε στην συγγραφή. Πέθανε φτωχός στην Αθήνα το 1860.
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος - ιστορικός