Ο Γεώργιος Γεννάδιος και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία
Όλες οι πηγές συμφωνούν πως το όραμα για την ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ανήκει στον Ιωάννη Π. Κοκκώνη. Όμως ο σημαντικός αυτός άνδρας της εκπαιδευτικής ιστορίας μας έσπευσε να κάνει κοινωνούς τής ιδέας του δύο άλλες μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων, τον Γεώργιο Γεννάδιο και τον Μισαήλ Αποστολίδη με τους οποίους τον ένωνε η αγάπη για τον τόπο και την παιδεία. Ο πατέρας τού Γεννάδιου Αναστάσιος ή Παπαναστάσης είχε γεννηθεί στα Δολιανά, όπου υπηρετούσε ως εφημέριος. Οι ληστρικές επιδρομές των Τούρκων στην Ήπειρο ανάγκασαν τον ιερέα να καταφύγει στη Σηλυβρία τής Θράκης, όπου το 1786 γεννήθηκε ο Γεώργιος Γεννάδιος.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στα Δολιανά τού Ζαγορίου, τον τόπο καταγωγής του, όπου επέστρεψε με τη μητέρα του μετά τον θάνατο τού πατέρα του. Συνέχισε το σχολείο στα Ιωάννινα και αργότερα πήγε στο Βουκουρέστι για σπουδές. Σπούδασε φιλολογία στη Δακία και το 1814-1815 επέτρεψε το Βουκουρέστι όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη σχολή τού Βουκουρεστίου όταν ήταν διευθυντής ο Νεόφυτος Δούκας. Ο μαθητής του Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής περιγράφοντας τη διδασκαλία του λέει: «…και μας ωμίλησε περί τής τύχης τής Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η μήτηρ τής δόξης και τής ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς του…». Το 1817 οργάνωσε στην Οδησσό την Ελληνική Εμπορική Σχολή. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Είναι η εποχή που εξέδωσε τη «Στοιχειώδη Εγκυκλοπαίδεια των παιδικών μαθημάτων». Ήταν μέλος τής Φιλικής Εταιρίας και είχε αναλάβει τη μύηση των μαθητών του στους σκοπούς της. Οι ενέργειές του υπέρ τής επαναστάσεως στις Ηγεμονίες κατέστησαν αδύνατη την επιστροφή του στο Βουκουρέστι. Κατέφυγε πρώτα στη Ρωσία και στη συνέχεια στη Γερμανία, όπου σπούδασε Θεολογία. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις θεολογικές του σπουδές και βρέθηκε στη Ζάκυνθο, έπειτα στην Κυπαρισσία και το 1824 κατέληξε στο Ναύπλιο, όπου ανέλαβε την οργάνωση τού «Κεντρικού» Σχολείου τού Άργους. Συμμετείχε στον αγώνα τού έθνους μαζί με τον φιλέλληνα Φαβιέρο στην άτυχη μάχη τής Καρύστου. Σύμφωνα με μαρτυρία τού συμπολεμιστή του Παναγιώτη Σούτσου διασώθηκε «ανυπόδητος, φθειριών και ηλιόκαυστος» με ψαριανό πλοίο στη Σύρο. Η ιστορική και συγκινητική ομιλία του μετά την πτώση τού Μεσολογγίου, αλλά και το προσωπικό του παράδειγμα συνετέλεσαν στην προσπάθεια για συγκέντρωση χρημάτων ώστε να δημιουργηθεί στρατιωτικό σώμα για τη συνέχιση τού αγώνα, το οποίο ετέθη υπό τις διαταγές τού Καραϊσκάκη. Η επιρροή και το κύρος του ήταν τέτοια που ο Ζαΐμης και ο Κολοκοτρώνης τον συμβούλευσαν να αναλάβει την ανώτατη αρχή. Ο Γεννάδιος όμως αρνήθηκε και κατέφυγε στην Ύδρα, τη Σύρο και την Τήνο μεταδίδοντας το επαναστατικό μήνυμα. Υπήρξε αντιπρόσωπος των Ηπειρωτών στην Εθνική Συνέλευση τής Τροιζήνας.
Ο Λόγιος και Δάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γενναδιος. Εργο του Ζωγράφου Ν. Νικολαΐδη ,από την πινακοθήκη της ΦΕ.
Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε για το Ορφανοτροφείο τής Αίγινας και τη δημιουργία Δημόσιας Βιβλιοθήκης. Παράλληλα, συγκέντρωσε παλιά έντυπα, χειρόγραφα, μεμβράνες και παλιά βιβλία που βρίσκονταν σε Μοναστήρια και τα μετέφερε στην Αθήνα ξεκινώντας πρώτος το 1832 την προσπάθεια για την ίδρυση τής Εθνικής Βιβλιοθήκης και τού Νομισματικού Μουσείου. Υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης τού Καποδίστρια, ο οποίος το 1829 τού ανέθεσε την οργάνωση τής δημόσιας εκπαίδευσης. Οργάνωσε και διηύθυνε το Κεντρικό Σχολείο τής Αίγινας. Από το 1835 μέχρι τον θάνατό του υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης στο Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών.
Μεταξύ Ναύπλιου και Αίγινας φαίνεται ότι έγινε, το 1829, η γνωριμία του με τον Κοκκώνη. Ο σεβασμός των δύο ανδρών στον Καποδίστρια και η αγάπη τους για την παιδεία έφερε κοντά τις δύο αυτές προσωπικότητες. Μετά τη δολοφονία τού Κυβερνήτη συναντήθηκαν ξανά στην Αθήνα το 1835, όταν ο μεν Γεώργιος Γεννάδιος ήταν διευθυντής τού Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών και ο Ιωάννης Κοκκώνης διευθυντής τού Διδασκαλείου, αφού διαδέχθηκε στη θέση αυτή τον Βαυαρό Κορκ.
Από το 1833 όμως είχε επιστρέψει στην Αθήνα ο Μισαήλ Αποστολίδης, ο δάσκαλος τού Όθωνα. Οι τρεις άνδρες γρήγορα συνδέθηκαν με φιλία και πολύ συχνά αντάλλασσαν τους προβληματισμούς τους για θέματα εκπαίδευσης. Το 1836 ο Ιωάννης Κοκκώνης, ευφυής και εμπνευσμένος εκπαιδευτικός, συνέλαβε την ιδέα τής ιδρύσεως μιας Εταιρείας η οποία θα λειτουργούσε με συνδρομές και θα είχε ως στόχο την ενίσχυση τής παιδείας τού λαού. Με τις συνδρομές των μελών της θα βοηθούσε το κράτος σε θέματα παιδείας, τα οποία η κυβέρνηση λόγω τής έλλειψης οικονομικών πόρων δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι τη σκέψη του μοιράστηκε με τις δύο αυτές προσωπικότητες. Το κύρος τού Γεννάδιου, ο σεβασμός που ενέπνεε η προσωπικότητά του και ο μειλίχιος χαρακτήρας του θα αποτελούσε μεγάλη και ουσιαστική συμβολή για το κύρος τής Εταιρείας, ενώ οι σχέσεις τού Μισαήλ Αποστολίδη με τον Όθωνα θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Εταιρεία την προστασία και τη βοήθεια που χρειαζόταν.
Ο Δάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γεννάδιος
Γρήγορα η ιδέα των τριών αυτών ανδρών έγινε αποδεκτή από άλλους 70 ενθουσιώδεις πνευματικούς ανθρώπους, κληρικούς, αγωνιστές και στελέχη τής ελληνικής κοινωνίας «εν γένει μεγίστης απολαύοντας παρά τη κοινωνία τιμής διά τας προς το έθνος υπηρεσίας των, την πολυμερή κοινωνικήν δράσιν των και την ευγένειαν τής καταγωγής των»[1]. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα ιδρυτικά μέλη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ήταν 73. Το όνομα τού προέδρου Γεωργίου Κουντουριώτη αναφέρεται ιδιαιτέρως στο ιδρυτικό έγγραφο τής Φ.Ε. Στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ο Γεώργιος Γεννάδιος ήταν αντιπρόεδρος, ο Ιωάννης Κοκκώνης γενικός γραμματέας και ο Μισαήλ Αποστολίδης υπεύθυνος τής επί τής Παιδείας Επιτροπής.
Το 1837, ένα έτος μετά την ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ο Ιωάννης Κοκκώνης κατόρθωσε να πείσει τη Γενική Συνέλευση των εταίρων να εστιάσουν τη δράση τους στην ίδρυση σχολείου θηλέων, για να καλυφθεί έτσι η αδυναμία τού κράτους στον τομέα αυτό. Η ανησυχία τού Κοκκώνη είχε ξεκινήσει από τότε που στον ελλαδικό χώρο είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται στον τομέα τής εκπαίδευσης των θηλέων αγγλικανοί ιεραπόστολοι, σπεύδοντας να καλύψουν την αδυναμία τού κράτους[2] .
Η ενέργεια αυτή τού Κοκκώνη βρήκε σύμφωνους τους στενούς του συνεργάτες. Έτσι τον Ιούνιο τού 1937, μετά από απόφαση τής Γενικής Συνέλευσης των εταίρων τής Φ.Ε., στην εφημερίδα «Φήμη» δημοσιεύτηκε πρόσκληση προς τους γονείς των υποψηφίων μαθητριών, την οποία απηύθυνε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία μέσω τού Τύπου, όπου αναφερόταν ότι «Το υπό τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας συστηθέν σχολείον των κορασίων είνε ήδη έτοιμον, όθεν ειδοποιούνται όσοι των γονέων επιθυμούν να παρουσιάσωσι τα τέκνα των, διά να καταγραφώσι εις τους καταλόγους των μαθητριών. Η καταγραφή γίνεται εις το κατάστημα τού σχολείου (οικία τού κ. Βιτάλη Συριανού), οδός Καραϊσκάκη παρά τη οδώ Ερμού, πλησίον τής χουρμαδιάς, από την 9 ώραν-12 π.μ. Και από την 2-5 μ.μ., παρούσης ήδη τής διδασκάλου κ. Ειρήνης Σπορίδη μαθητευσάσης εις Παρισίους.»[3]
Στις 7 Ιουνίου 1837 άρχισε να λειτουργεί εκεί το αλληλοδιδακτικό σχολείο, όπου η φοίτηση ήταν δωρεάν, ενώ το ανώτερο τμήμα άρχισε να λειτουργεί με μικρά δίδακτρα στις 29 Ιουνίου. Σε δημοσίευση τής εφημερίδας «Φήμη», στην οποία αναφέρονται και τα διδασκόμενα μαθήματα, φαίνεται ότι η Εταιρεία «επιφυλάττει το δικαίωμα να παραδέχηται αμισθί τας πτωχάς και ορφανάς κόρας των αγωνισθέντων υπέρ πατρίδος».
Στις 13 Ιουνίου έγινε η πανηγυρική, επίσημη συνέλευση για την «εγκαθίδρυση τού σχολείου των κορασίων». Στην τελετή παρευρέθησαν ο πρόεδρος και το Δ.Σ. τής Εταιρείας, ο επί τής Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεύς τής Επικρατείας [υπουργός Παιδείας], ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος Αττικής και ο Επίσκοπος Επιδαύρου Λιμηράς «ομού με άλλους τινάς φιλομούσους κληρικούς, πολλά των μελών τής Εταιρείας και πλήθος άλλων εν οις και τινες κυρίαι, ώστε και το διδακτήριον και τα παρακείμενα δωμάτια έγεμον από το πλήθος των συρρευσάντων ακροατών. Εις όλων εν γένει των παρευρεθέντων τα πρόσωπα εφαίνετο η φαιδρότης μαρτυρούσα τής ψυχής των την αγαλίασιν, και όλοι συγχαίροντες αλλήλους εξέφραζον τας ελπίδας τής μελλούσης ωφελείας ήτις θέλει προέλθει εκ τού τοιούτου καταστήματος εις όλον το έθνος ως προς την εκπαίδευσιν τού γυναικείου φύλου».[4]
Φαίνεται όμως ότι η απόφαση αυτή τού Κοκκώνη και των συνεργατών του δεν ήταν αρεστή σε όλους. Ό Αλέξανδρος Ραγκαβής ήταν αντίθετος με την ιδέα αυτή. Γι’ αυτό αποχώρησε από τη Φ.Ε., κατηγορώντας τον Κοκκώνη ότι ο λόγος που τον ώθησε να πείσει τη Γ.Σ. να εστιάσει τις προσπάθειές της στην «εκπαίδευσιν των κορασίων» δεν ήταν το ενδιαφέρον του για τη μόρφωση των γυναικών, αλλά ο φόβος του μήπως η εκπαίδευση των Ελληνίδων αφεθεί, λόγω συνθηκών, στα χέρια μισιονάριων. Είναι αλήθεια ότι ο Κοκκώνης ανήκε στην ομάδα των «φιλορθοδόξων», αντιμετώπιζε με μεγάλη δυσπιστία τους διαμαρτυρόμενους και τους αγγλικανούς ιεραποστόλους και «η φιλόθρησκος αυτή ανησυχία τού Κοκκώνη εχώρει μέχρις αδίκου πολλάκις υπερβολῆς»[5]. Φαίνεται λοιπόν ότι κάποια μέλη τής Φ.Ε. ήταν αντίθετοι στη δημιουργία «παρθεναγωγείου», προφανώς διότι δεν πίστευαν στην αναγκαιότητα τής εκπαίδευσης των γυναικών. Αλλά όπως γράφει και η Σοφία Δοανίδου, στη μελέτη της «Η Βασίλισσα Αμαλία και τό Αρσάκειον», «η παρεκτροπή εκ των αρχικών σκοπών τής Εταιρείας, έδωσε πλούσιους καρπούς».
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής πάντως στα Απομνημονεύματα του[6] δηλώνει ότι ήταν αντίθετος προς την ίδρυση παρθεναγωγείου, διότι αυτό θα απαιτούσε δαπάνες που θα απορροφούσαν όλα τα εισοδήματα τής Εταιρείας. Η αποχώρηση τού Ραγκαβή είχε και συνέχεια. Οι εναπομείναντες οπαδοί τού αρχικού στόχου τής Φ.Ε., δηλαδή «τής ενίσχυσης τής παιδείας των Ελληνοπαίδων», άρχισαν να εκφράζουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους προς τους ιδρυτές και κυρίως προς τον Κοκκώνη, τον οποίο κατηγορούσαν για αυταρχισμό και έλεγαν ότι θεωρούσε την Εταιρεία κτήμα του. Έτσι, στις εκλογές τής 21ης Ιανουαρίου 1840 ο Χρ. Κλωνάρης εξελέγη αντιπρόεδρος, αφού συγκέντρωσε μία ψήφο παραπάνω από τον Γ. Γεννάδιο, ενώ γενικός γραμματέας εξελέγη ο Δ.Ν. Φωτίλας αντί τού Κοκκώνη. Στα Πρακτικά τής Φ.Ε. δεν γίνεται λόγος για τις αιτίες που οδήγησαν στη μη επανεκλογή των ιδρυτών τής Φ.Ε. Αντιθέτως, με κάθε ευκαιρία, σε μεταγενέστερες πηγές, στις εορτές τής Πεντηκονταετίας και τής Εκατονταετίας, γίνεται από τους ομιλητές εκτενής λόγος για τη μεγάλη προσφορά αυτών των ανθρώπων στην ίδρυση τού Σχολείου.
Από δημοσιεύματα όμως στον Τύπο τής εποχής, όπως αυτό τής εφημερίδας «Αθηνά»[7], βλέπουμε ότι η επικρατήσασα ομάδα, μετά τη μη επανεκλογή των ιδρυτών, προχώρησε σε πρόταση προς τη Γενική Συνέλευση για αλλαγή τού ονόματος τής Εταιρείας από Φιλεκπαιδευτική σε Φιλοπαιδευτική. Για να καταλάβουμε τις αιτίες τής μεγάλης αντίθεσης των εταίρων κυρίως προς τον Ι. Κοκκώνη θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο Κοκκώνης κατείχε μεγάλη θέση στο Υπουργείο (Γραμματεία) Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων και είχε την αμέριστη εμπιστοσύνη τής οθωνικής κυβερνήσεως και των Βαβαρών. Είχε αντιπάλους, λοιπόν, όχι μόνο για τον χαρακτήρα του, αλλά και για τις απόψεις του. Η απομάκρυνση τού Γεώργιου Γεννάδιου και τού Μισαήλ Αποστολίδη έγινε διότι εθεωρούντο φίλοι και συνεργάτες του.
Το Αρσάκειο Σχολείο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας σε γκραβούρα τής εποχής
Η αλλαγή τής ονομασίας τής ΦΕ από Φιλεκπαιδευτική σε Φιλοπαιδευτική αποτυπώνεται και στα Πρακτικά τού Δ.Σ. τής 29ης Σεπτεμβρίου 1840: «έγινεν έπειτα πρότασις να διορθωθή το όνομα τής Φιλεκπαιδευτικῆς Εταιρείας, εις το Φιλοπαιδευτική, κ’ ούτω να εγγλυφή εις το Μετάλλιον τής Εταιρίας. Συζητηθείσης τής προτάσεως ταύτης αποχρόντως ενεκρίθη παμψηφεί η λέξις Φιλοπαιδευτική»[8].
Όμως πίσω από την απόπειρα αλλαγής τού ονόματος κάποιοι είδαν μία ακόμα προσπάθεια απομάκρυνσης, αμφισβήτησης ή και απαξίωσης τού Κοκκώνη, ο οποίος είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή κατορθώσει να περάσει όλες του τις απόψεις, ακόμα και την ίδρυση σχολείου θηλέων, κάτι για το οποίο πολλοί είχαν αντίθετη άποψη. Πάντως οι υποστηρικτές τού παλαιού ονόματος, και κυρίως ο Κοκκώνης, οι οποίοι τον Σεπτέμβριο είχαν αιφνιδιαστεί από την πρόταση, μετά την πάροδο ενός και πλέον μηνός είχαν τον χρόνο να οργανώσουν την άμυνά τους. Τέσσερεις μέρες αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου, θα πρέπει να έγινε θυελλώδης «συνέλευση» (παρά τους χαμηλούς τόνους με τους οποίους αποτυπώνεται αυτή στα Πρακτικά), στην οποία συζητήθηκε εκ νέου το θέμα τού ονόματος. Το ύφος, λοιπόν, και τα επιχειρήματα τού δημοσιεύματος ίσως να αποσκοπούσαν να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα για να ενισχύσουν τους οπαδούς τής αλλαγής τού ονόματος. Παρά τις προσπάθειες τής εφημερίδας, η συνέλευση τής 22ας Δεκεμβρίου 1840 τελικά απέρριψε το νέο όνομα και η Εταιρεία θα συνέχιζε να φέρει το όνομα Φιλεκπαιδευτική.
Παρά την άδικη απομάκρυνσή του από το Δ.Σ. τής Φ.Ε. ο Γεώργιος Γεννάδιος καθώς και ο Ιωάννης Κοκκώνης δεν αποχώρησαν από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Ο Γεννάδιος παρέμεινε ως εταίρος μέχρι το τέλος τής ζωής του, παρακολουθούσε πάντα το έργο της και πολλές φορές κατά τις αρχαιρεσίες έπαιρνε και αρκετές ψήφους. Ο διαλλακτικός και μειλίχιος χαρακτήρας του δεν τον έφερε σε απ’ ευθείας αντιπαράθεση με τους εταίρους. Παρέμεινε όμως ως το τέλος πιστός στη φιλία του με τον Κοκκώνη και τον Μισαήλ Αποστολίδη.
Ο σοφός Γεώργιος Γεννάδιος μετά την απομάκρυνσή του από το Δ.Σ. τής Φ.Ε. περιορίστηκε στο έργο του ως διευθυντή τού πρώτου σχολείου των Αθηνών. Πέθανε τον Νοέμβριο τού 1854 στην Αθήνα από την επιδημία χολέρας. Για το έργο του, ιδιαίτερα στα χρόνια τού αγώνα, ονομάστηκε Διδάσκαλος τού Γένους. Μελετώντας τη στάση των τριών ιδρυτών τής Φ.Ε. σήμερα, που ο χρόνος και η ιστορία δικαίωσε πανηγυρικά τις επιλογές τους, έρχονται πάντα στο νου μας οι στίχοι τού Ελύτη:
«Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…».
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός.
[1] Στ. Γαλάτης, Ανέκδοτη Ιστορία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 1836-1936
[2] Στις ΗΠΑ, στις αρχές τού 19ου αιώνα είχαν ιδρυθεί δύο ιεραποστολικές εταιρείες, των πρεσβυτεριανών (Presviterians) και των επισκοπιανών (Episcopals) με σκοπό τη διάδοση τού Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο.
[3] «Φήμη», 3 Ιουνίου 1837
[4] Στ. Γαλάτη, Ανέκδοτη Ιστορία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 1836-1936
[5] Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, «Απομνημονεύματα», τόμος Β΄, σ. 24
[6] Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, «Απομνημονεύματα», τόμος Β΄, σελ. 24
[7] «Αθηνά», έτος Θ΄, αρ. 775, Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 1840
[8] Πρακτικά τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 29ης Σεπτεμβρίου 1840