Δέσποινα Παπαθανασίου-Παπαντωνίου
Η Αρσακειάς δασκάλα στη Μάκρη τής Μικράς Ασίας
Πέντε χρόνια σπούδασε εσωτερική στο Αρσάκειο η Δέσποινα Παπαθανασίου από την Μάκρη τής Λυκίας. Ορφανή από μικρή, έπρεπε να μορφωθεί για να μπορέσει να εργαστεί και να κερδίσει μόνη της τη ζωή της. Έτσι, φοίτησε με υποτροφία ως εσωτερική στο μεγάλο Σχολείο τής Αθήνας, το Αρσάκειο. Στόχος της ήταν, εφοδιασμένη με το δίπλωμα τής δασκάλας, να γυρίσει και να διδάξει την ελληνική γλώσσα και την Ιστορία στις νέες κοπέλες τού τόπου της. Η ζωή στο Σχολείο δεν ήταν εύκολη. Μόνη της έμαθε να αγωνίζεται και να εργάζεται σκληρά. Οι συγκυρίες την βοήθησαν να σφυρηλατήσει έναν δυναμικό χαρακτήρα. Η διευθύντρια τού Σχολείου η Μαρία Αλεξανδρίδου ήταν αυστηρή, αλλά περιέβαλλε τις μαθήτριες με μητρική στοργή, κάτι που η μικρή Δέσποινα δεν ξέχασε ποτέ. Συνέχισε να διαβάζει, να μελετά τα μαθήματά της και κατάφερε το 1907 να κερδίσει το Ράλλειο βραβείο, το παλαιότερο βραβείο τής Φ.Ε. Όλα αυτά θυμόταν με συγκίνηση η Δέσποινα όταν, έναν χρόνο αργότερα, είχε επιστρέψει στην πατρίδα της, τη Μάκρη τής Λυκίας. Ήταν ήδη Οκτώβριος τού 1908 και σε λίγο θα εγκαινιαζόταν το νέο σχολείο στο οποίο θα ήταν διευθύντρια.
Η Δέσποινα Παπαθανασίου (καθισμένη) με δύο συμμαθήτριές της από το Αρσάκειο. Στη φωτογραφία σημειώνονται τα ονόματα τους: Ρακίδου και Βρατσάνου. ( Απο το Αρχείο της οικογένειας Δ. Παπαντωνίου)
Η Μάκρη ήταν μια μικρή πόλη, κτισμένη στον μυχό τού κόλπου Γλαύκου στα παράλια τής Λυκίας, όπου βρισκόταν άλλοτε η αρχαία Τελμησσός. Διάσπαρτα αρχαία μνημεία αλλά και εκκλησίες, μέσα και γύρω από την πόλη, μαρτυρούσαν το ένδοξο παρελθόν και την εκεί παρουσία των Ελλήνων. Από τους κατοίκους οι περισσότεροι ήταν Έλληνες. Υπήρχαν ακόμα λίγοι Ιταλοί, Εβραίοι και ελάχιστοι Τούρκοι. Το λιμάνι της ήταν από τα πιο σημαντικά τής Ν.Α. Μικράς Ασίας.
Το σχολείο της πόλης ήταν κτισμένο πάνω σε έναν ογκόλιθο, απομεινάρι μιας αρχαίας οικοδομής που αποτελούσε ένα από τα 4 κάστρα τής Μάκρης. Η Δέσποινα πάντα θυμόταν τα λόγια τού προέδρου τής Δημογεροντίας την ημέρα των εγκαινίων τού σχολείου: « Απεφασίσαμεν την ίδρυσιν Παρθεναγωγείου υπό την διεύθυνσιν τής διδασκαλίσσης Δεσποίνης Παπαθανασίου, ήτις ετίμησεν την γενέτειρά της, ελθούσα πρώτη μεταξύ όλων των αποφοίτων των Αρσακείων Αθηνών, Λαρίσης, Πατρών και Κερκύρας τού έτους 1907. Είμεθα βέβαιοι ότι επαξίως θα αναλάβει την μόρφωσιν και διαπαιδαγώγησιν των κορασίδων μας. Και σήμερα, αγαπητή Δέσποινα, αρχίζουν τα καθήκοντα και οι ευθύνες σου.»
Η νεκρόπολη τής αρχαίας Τελμησσού (Πηγή εικόνας Travel Atelier)
Έτσι, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή της από το Αρσάκειο, η Δέσποινα Παπαθανασίου ανέλαβε τα καθήκοντα τής δασκάλας και τής διευθύντριας στο μικρό σχολείο τής Μάκρης. Έθεσε σε εφαρμογή όλα όσα είχε διδαχθεί και προσπάθησε να μεταλαμπαδεύσει στις μαθήτριές της την αγάπη για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Οι εξετάσεις στο τέλος τής σχολικής χρονιάς ήταν θρίαμβος για την Δέσποινα. Οι Δημογέροντες, οι ευεργέτες, τα μέλη τής σχολικής Εφορίας και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα τής κοινωνίας τής Μάκρης και τού Λιβισίου έθεσαν ερωτήσεις στις μαθήτριες πάνω στα μαθήματα που είχαν διδαχθεί. Ακόμα και προβλήματα τις έβαζαν να λύσουν. Η επίδοσή τους έκρινε την απόδοση των δασκάλων τους. Έτσι η Δέσποινα δικαιώθηκε για τις προσπάθειες και το έργο της και κέρδισε την εκτίμηση των συμπατριωτών της.
Οι σχέσεις των Ελλήνων τής Μάκρης με τους Τούρκους ήταν φαινομενικά καλές. Οι Δημογέροντες φρόντιζαν να τηρούν τους τύπους και ο χρόνος περνούσε σχετικά ήρεμα. Τα νερά τάραζαν πότε-πότε σταδιακές δραπετεύσεις και εξαφανίσεις νεαρών ανδρών που ήθελαν να αποφύγουν τη στράτευση, κάτι που είχε ως συνέπεια τη σύλληψη και τη φυλάκιση των υπολοίπων μελών τής οικογένειας.
Η έναρξη των Βαλκανικών πολέμων επιδείνωσε την κατάσταση των Ελλήνων χριστιανών στην Τουρκία. Οι Τούρκοι, ενοχλημένοι από τις νίκες τού ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, εκδήλωναν το μίσος τους εναντίον των Ελλήνων τής Μικράς Ασίας. Αντίθετα η προέλαση τού ελληνικού στρατού τόνωνε το ηθικό των Ελλήνων στη Μάκρη και στο Λιβίσι. Παρά τις δυσκολίες όμως η ζωή συνεχιζόταν. Και παρά τις ανησυχίες τής μητέρας της, που νόμιζε ότι η κόρη της δεν θα παντρευτεί γιατί δεν είχε προίκα, η Δέσποινα αρραβωνιάστηκε τον δάσκαλο Δημήτριο Παπαντωνίου.
Το Λιβίσι, η πόλη φάντασμα τής Τουρκίας, όπως είναι σήμερα. (Πηγή εικόνας Βημαgazino 2014)
Το 1913 ο Μουσταφά Κεμάλ διορίστηκε αρχηγός τού τουρκικού επιτελείου στην Καλλίπολη. Σύννεφα όμως άρχισαν να συσσωρεύονται στην Ευρώπη. Άρχίσε να φυσά ο άνεμος ενός μεγάλου πολέμου που προμήνυε διεθνή σύρραξη. Στις 26 Αυγούστου 1914 οι κάτοικοι τής Μάκρης ξύπνησαν από τις φωνές τής στρατιωτικής φρουράς τής πόλης που τραγουδούσε διάφορα εμβατήρια. Γρήγορα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Όμως αυτό δεν αφορούσε ακόμη τους Έλληνες, γιατί οι Γερμανοί που οργάνωναν τον τουρκικό στρατό δεν ήθελαν Έλληνες στρατιώτες. Έναν χρόνο μετά όμως και ενώ στο λιμάνι τής Μάκρης είχαν συγκεντρωθεί πολλά πλοία, αποκλεισμένα από τον συμμαχικό στόλο, ένα γαλλικό θωρηκτό με 2 αντιτορπιλικά αρχισαν να βομβαρδίζουν το λιμάνι. Ο βομβαρδισμός κράτησε λίγες ώρες, αρκετές όμως για να σκορπίσει τον τρόμο στον πληθυσμό.
Οι επιτυχίες τού συμμαχικού στόλου έδωσαν φτερά στις ψυχές των χριστιανών. Συγχρόνως όμως πολλαπλασίασαν τις βίαιες ενέργειες των Τούρκων. Τόσο πολλές ήταν οι βίαιες και απρόκλητες επιθέσεις τους, ώστε οι κάτοικοι τής Μάκρης και τού Λιβισίου τής Λυκίας αποφάσισαν να στείλουν επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση ζητώντας την προστασία της από τον Τούρκο δυνάστη. «Όλος ο ελληνικός πληθυσμός στενάζει υπό τον ζυγόν και το μαστίγιον των Τούρκων οίτινες μάς εκδικούνται έτι περισσότερον προσφάτως, κατόπιν των δολιοφθορών που υφίστανται από τα πυρά τού συμμαχικού στόλου.»
Άποψη της Μάκρης απο παλαιό επιστολικό δελτάριο. Στο κέντρο η εκκλησία τού Αγίου Νικολάου
Σύντομα οι φόβοι των κατοίκων επαληθεύτηκαν. Ένα πρωί ο τελάλης, κτυπώντας την κουδούνα του, ανακοίνωνε με βροντερή φωνή ότι κηρύχθηκε «σεφερμπελίκ» (επιστράτευση) Όλοι οι άνδρες άνω των 20 ετών έπρεπε να παρουσιαστούν εντός δύο ημερών στο Μουτουρλίκι. Οι Έλληνες έτρεχαν να πληρώσουν για να αποφύγουν τη στράτευση, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδράσουν. Δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να καταταγούν στα «αμελέ ταμπουρού»[1]. Γνώριζαν ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Οι Τούρκοι έμαθαν για την επιστολή προς την Ελλάδα και ένα πρωί χτύπησαν την πόρτα τού σπιτιού τής Δέσποινας και τού Δημήτριου Παπαντωνίου στη Μάκρη. Από τις φωνές και την βία τα δύο παιδιά, που εν τω μεταξύ είχαν αποκτήσει, έκλαιγαν γοερά. Η Δέσποινα απελπισμένη και κατακίτρινη προσπαθούσε να τα καθησυχάσει, καθώς οι Τούρκοι τραβούσαν βίαια τον Δημήτριο έξω από το σπίτι. Από τότε άρχισε το μαρτύριο τού ελληνικού πληθυσμού τής Μάκρης. Ανακρίσεις, ξυλοδαρμοί, βούρδουλας, βασανιστήρια, φυλάκιση, απομόνωση και πολλοί θάνατοι ήταν ο τελικός απολογισμός .Τα Χριστούγεννα τού 1916 ήταν μαύρα. Οι Τούρκοι συνέχιζαν τις βιαιότητες. Εξόρισαν μάλιστα και την ίδια τη Δέσποινα για να δικαστεί μαζί με τον σύζυγό της, επειδή την θεώρησαν επικίνδυνη γιατί ήταν δασκάλα και είχε σπουδάσει στην Αθήνα. Έτσι ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωί, όλοι μαζί πήραν τον δρόμο για το Δενισλί, όπου θα διεξαγόταν το δικαστήριο.
Η πορεία των Ελλήνων που μετείχαν στα τάγματα εργασίας. (Wikipedia)
Η πορεία προς την εξορία ήταν θλιβερή. Οι Τούρκοι με άγριες φωνές έσπρωχναν τις γυναίκες να φύγουν. Ο Δημήτριος, πάνω σε ένα μουλάρι, κρατούσε τη μικρή Ειρηνούλα στην αγκαλιά του. Η Δέσποινα σε ένα άλλο είχε στον κόρφο της τον Αντωνάκη, βρέφος 5 μηνών. Προχωρούσαν αργά στους παγωμένους δρόμους που συχνά ήταν δύσβατα μονοπάτια. Ακόμα και τα ζώα περπατούσαν με δυσκολία και ήταν μαρτύριο για όσους ακολουθούσαν με τα πόδια. Γλιστρούσαν, έπεφταν και σηκώνονταν αμίλητοι. "Μια βουβή πορεία, πιο θλιβερή κι από κηδεία, που τη διέκοπταν οι άγριες φωνές των στρατιωτών, για να προχωρούν πιο γρήγορα, και οι κλωτσιές τους σε όσους έπεφταν, για να ξανασηκωθούν αμέσως". Οι μισοί από τους εξόριστους τη δεύτερη εβδομάδα τής πορείας είχαν αρρωστήσει από κρυολογήματα και από εξάντληση. Άλλους έψηνε ο πυρετός, γιατί δεν έκαναν τίποτα πια τα πρόχειρα φάρμακα που είχαν μαζί τους. Κουρασμένοι, εξαντλημένοι, γεμάτοι ψείρες έσερναν με κόπο τα πόδια τους. Όσοι είχαν πυρετό παραμιλούσαν και παρακαλούσαν να πεθάνουν παρά να συνεχίσουν αυτή η μαρτυρική πορεία.
«Φτάσαμε στο Δενισλί[2] μετά από μια εξαντλητική πορεία δύο εβδομάδων. Δεν περιγράφονται οι ταλαιπωρίες μας ώσπου να φτάσουμε εδώ. Ο Δημήτριος είναι φυλακή μαζί με τους άλλους πατριώτες, περιμένοντας να δικαστούν από το στρατοδικείο. Εγώ με την Ειρηνούλα και τον Αντωνάκη μένουμε σε ένα σπιτάκι δίπλα στον ιατρό Κώστα Δαγκλή, που μας φιλοξένησε μόλις φτάσαμε. Πρέπει να περνώ πάντως από το φρουραρχείο να δίνω το παρόν. Ο εξανθηματικός τύφος θερίζει τους πατριώτες.» έγραφε στους δικούς της η Δέσποινα ζητώντας βοήθεια. Σιγά-σιγά άρχισε να παραδίδει μαθήματα τρεις φορές την εβδομάδα στα παιδιά των Ελλήνων τής περιοχής για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά της. Ο Δημήτριος χαρακτηρίστηκε βαριά άρρωστος και τον άφησαν να νοσηλευτεί στο σπίτι του. Όμως, μετά από σύντομη νοσηλεία, συνήλθε και άρχισε και εκείνος με τη σειρά του να διδάσκει τους μαθητές τής Δέσποινας που διψούσαν για μάθηση. Τα δίδακτρα που έπαιρναν και οι δύο κάλυπταν τα έξοδα για να συντηρείται η οικογένειά τους. Όλα θα μπορούσαν να τα αντέξουν. Ο θάνατος όμως τού γιου τους Αντωνάκη, το 1917, τους συνέτριψε.
Η Σμύρνη το 1919, όπως απεικονίζεται σε επιστολικό δελτάριο.
Εν τω μεταξύ η έκβαση τού πολέμου στην Ευρώπη εξαγρίωσε τους Τούρκους. Στο μένος των στρατιωτών προστέθηκε και το μίσος τού εξαγριωμένου απαίδευτου όχλου, που εκδηλωνόταν με αγριότητα.Το 1919 όλοι οι Έλληνες τής Μικράς Ασίας διάβαζαν αχόρταγα στις εφημερίδες τις θριαμβευτικές περιγραφές τής απόβασης τού ελληνικού στρατού και τη συγκινητική υποδοχή του από την εκκλησία, τη δημογεροντία, τους αλαλαγμούς χαράς από τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και τις δολοφονικές συμπλοκές με άτακτους κρυμμένους Τούρκους και με θύματα άμαχο πληθυσμό.
Η υποδοχή τού ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Wikipedia)
Η εξορία του Δημητρίου έληξε και έτσι η Δέσποινα μπόρεσε να γεννήσει τα δίδυμα κοριτσάκια της στη Σμύρνη, στο σπίτι τής αδελφής της. Εκεί πρόλαβε να δει τους σημαιοστολισμένους με τη γαλανόλευκη δρόμους της πόλης και τους κατοίκους που με χαρά και ενθουσιασμό υποδέχθηκαν τον ελληνικό στρατό. Το 1920 μαζί με τα κοριτσάκια τους επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν στη Μάκρη.
Όμως, τα διεθνή γεγονότα έτρεχαν με ταχύτητα φωτός. Οι Ρώσοι μετά την Οκτωβριανή επανάσταση εγκατέλειψαν τους συμμάχους. Ο Κεμάλ υπέγραψε συμμαχία με τη Ρωσία και τον Λένιν.[3] Έτσι ένα πρωί τού Αυγούστου τού 1921 εκεί που ανέμελοι συζητούσαν οι Έλληνες άκουσαν για μία ακόμη φορά τον τελάλη να φωνάζει «Γενική επιστράτευση! Όλοι οι αρσενικοί από 12 έως 70 να παρουσιαστούν σε 8 μέρες στην Μάκρην στο Διοικητήριον. Ακούσατε! Επιστράτευση.».
Για μία ακόμα φορά ο Δημήτριος μαζί με άλλους Έλληνες τής περιοχής ξεκίνησαν τη θλιβερή πορεία τους προς το εσωτερικό τής χώρας. Έφτασαν στο Δενισλί και από εκεί όσοι είχαν να πληρώσουν τους Τούρκους μεταφέρθηκαν με τραίνο στο Ερεγλή[4]. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν με τα πόδια και ένας Θεός ξέρει αν έφθασαν ποτέ. Εν τω μεταξύ, την τελευταία ημέρα τού Αυγούστου η Δέσποινα γέννησε το αγοράκι της. Οι Τούρκοι είχαν κλείσει τα ελληνικά σχολεία και διέταξαν τα Ελληνόπουλα να γραφτούν στα τουρκικά. Οι Έλληνες τής Μάκρης θεώρησαν καλύτερη λύση να γράψουν τα παιδιά τους στο ιταλικό σχολείο που υπήρχε εκεί. Παράλληλα η Δέσποινα από το φθινόπωρο του 1921 άρχισε να παραδίδει κρυφά μαθήματα στα παιδιά των Ελλήνων τής Μάκρης. Έτσι κατόρθωσε να ζήσει τα παιδιά και την πεθερά της.
Την ίδια εποχή ο Μουσταφά Κεμάλ διορίστηκε αρχιστράτηγος στον Σαγγάριο και υπέγραψε συμφωνία με τους Γάλλους[5]. Οι εξόριστοι Έλληνες, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτριος, έφυγαν από το Ικόνιο[6] και έφτασαν στη Νίγδη[7] και από εκεί στην Καισάρεια[8] εξασθενημένοι βρώμικοι και αδύναμοι. Εκεί τους πλησίασε ένας από τους προύχοντες τής πόλης, ο Τοζάκογλου, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης πασίγνωστος στην περιοχή ο οποίος ζητούσε δάσκαλο για να διδάξει Ελληνικά στα παιδιά του. Με τη βοήθεια τού ανθρώπου αυτού ο Δημήτριος γλύτωσε τις κακουχίες και παρέμεινε με την οικογένεια τού Έλληνα μεγαλέμπορου μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών[9].
Το 1922 βρήκε τους χριστιανούς τής Μικράς Ασίας να δέονται στις εκκλησιές για τους εξόριστους. Τα γεγονότα δεν άφηναν κανέναν να ησυχάσει. Οι ζέστες είχαν ξεκινήσει νωρίς, ήδη από το τέλος Μαΐου. Τα μαθήματα τής Δέσποινας γίνονταν πλέον στην πίσω αυλή τού σπιτιού. Έχοντας ζήσει εξορίες, βάσανα και φόβο αγωνιούσε μηπως την ανακαλύψουν οι Τούρκοι. Αναρωτιόταν αν θα επιζήσουν, τι μέλλον θα έχουν τα παιδιά της, πού βρίσκεται ο άντρας της. «Να περάσει αυτή η θύελλα, να μετρηθούμε και να μη λείπει κανείς» ευχόταν με δάκρυα στα μάτια.
Από τη στιγμή που το μέτωπο κατέρρευσε, τον Αύγουστο τού 1922, ο ελληνικός πληθυσμός έβλεπε το τέλος να πλησιάζει. Ο στρατός είχε νικηθεί και οι Τούρκοι έδιωχναν τους Έλληνες, που μάζευαν τα πράγματά τους, αλλά και τις εικόνες από τις εκκλησιές για να τις σώσουν. Τους είχαν πει ότι μαζί τους επιτρεπόταν να πάρουν ένα μπαούλο με ρούχα, έναν μπόγο με κουβέρτες και ένα κοφίνι με τρόφιμα. Όσα πράγματα δεν μπορούσαν να πάρουν τα έβγαζαν στον δρόμο για να τα πουλήσουν όσο-όσο, προκειμένου να έχουν μαζί τους χρήματα. Η Δέσποινα κάθε βράδυ ξήλωνε γιακάδες και φόδρες από τα φορέματά της για να κρύψει χρυσά κοσμήματα που θα μπορούσε να πουλήσει στην Ελλάδα. Όταν ήρθε η ημέρα τής αναχώρησης πήρε τα παιδιά της, την πεθερά της και τα πράγματα που είχαν συγκεντρώσει και κατέβηκαν στο λιμάνι. Εκεί αυστηροί Τούρκοι αξιωματικοί άνοιγαν επιδεικτικά τα μπαούλα προσπαθώντας να αυξήσουν την αγωνία των προσφύγων και να θέσουν ένα ακόμα εμπόδιο στο μαρτυρικό ταξίδι τους προς την πατρίδα. Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να αφαιρέσουν ό,τι κοσμήματα είχαν μαζί τους οι γυναίκες . Η Δέσποινα καθόταν με αγωνία και υπομονή μπροστά σε ένα σεντούκι, όταν ξαφνικά ο Τούρκος αξιωματικός την κοίταξε αυστηρά και δείχνοντάς της δύο διπλωμένα χαρτιά της είπε:
- Τι είναι αυτά;
- Τα διπλώματά μας. απάντησε η Δέσποινα.
Ο Τούρκος με μια θυμωμένη κίνηση τα έσκισε σε πολύ μικρά κομμάτια και είπε περιφρονητικά:
- Να σου βγάλουν άλλα εκεί που θα πας.
- Αυτό είναι εύκολο. Κι αυτά αντίγραφα είναι, απάντησε θυμωμένη η Δέσποινα.
Άθελά της, ο νους της γύρισε στο Σχολείο της και στα χρόνια των σπουδών της. «Θα μου στείλουν αντίγραφο και μάλιστα πολύ γρήγορα» σκέφθηκε. Και γυρίζοντας την πλάτη στον Τούρκο αξιωματικό κατευθύνθηκε προς το πλοίο.
Το αποδεικτικό τού διπλώματος τής Δέσποινας Παπαθανασίου-Παπαντωνίου από το Αρσάκειο Αθηνών (Απο το αρχείο της οικογενείας Δ. Παπαντωνίου)
Ήταν η τελευταία οικογένεια που επιβιβάστηκε στο καΐκι που θα τους πήγαινε στη Ρόδο, η οποία τότε βρισκόταν υπό ιταλική διοίκηση. Από εκεί ένα ελληνικό πλοίο θα τους μετέφερε στον Πειραιά. Αργούσε όμως και έτσι πέρασαν πολλές μέρες στοιβαγμένοι όλοι στο λιμάνι τής Ρόδου, αφού οι ιταλικές αρχές δεν τους επέτρεψαν την έξοδο στο νησί. Το ταξίδι με το ελληνικό καράβι κράτησε πολλές ώρες και ήταν επώδυνο. «Τρεις μέρες ταξίδευαν στο πέλαγος και ο Πειραιάς ήταν ακόμα μακριά. Το βαπόρι έπλεε σιγά-σιγά και κόντευε να βουλιάξει από το βάρος. Γυναίκες λιποθυμούσαν, παιδιά έκλαιγαν. Οι νύχτες ήταν ακόμα πιο εφιαλτικές.» Λίγο πριν φθάσουν στον Πειραιά ο καπετάνιος πήρε σήμα να σταματήσουν λίγες μέρες στην Τζια, γιατί στον Πειραιά υπήρχαν ήδη τόσοι πολλοί πρόσφυγες που κοιμόντουσαν στους δρόμους. Την επόμενη ημέρα το πλοίο μπήκε στο λιμάνι τής Τζιας. Λίγα σπιτάκια ήταν κτισμένα γύρω από το λιμανάκι και οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στην προκυμαία. Τότε η Δέσποινα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της. Με μια βάρκα κατέβηκε στο νησί. Ανάμεσα στους κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί ήταν και ένας ιερέας. Τον πλησίασε με θάρρος και ευγενικά τον ρώτησε.
- Πάτερ, λειτουργεί σχολείο εδώ;
- Μόνο στη Χώρα, τής απάντησε
- Μήπως ξέρετε αν υπάρχει κενή θέση δασκάλας;
- Βεβαίως, υπάρχει κενή θέση δασκάλου στο σχολείο μας. Γιατί ρωτάτε; Μήπως είστε δασκάλα; τής απάντησε ένας άλλος καλοντυμένος κύριος.
- Ναι. Απόφοιτος τού Αρσακείου Αθηνών. Και σκέφθηκα μήπως είναι καλύτερα να μείνω εδώ αντί να πάω στον Πειραιά.
- Ήρθε εντολή να δεχθούμε κάποιους πρόσφυγες εδώ. Αν θέλετε προσπαθήστε.
Έτσι η Δέσποινα με την οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Χώρα τής Τζιας. Ζήτησε από το Αρσάκειο αποδεικτικό τού πτυχίου της, το οποίο τής έστειλαν αμέσως, στις 24 Οκτωβρίου 1922. Το υπέγραφαν ο πρόεδρος τής Φ.Ε. Αγγ. Σίμος και ο Γραμματέας Ιωαν. Θεοδωρίδης.
Ο άντρας τη Δέσποινας κατόρθωσε να σωθεί χάρη στη βοήθεια τής οικογένειας που τον έκρυβε στην Καισάρεια και με ψεύτικα στοιχεία ξέφυγε από τους Τούρκους και επέστρεψε στην Ελλάδα. Μόλις έφτασε στον Πειραιά έμαθε από κάποιους συγγενείς τα νέα τής οικογένειάς του και έφυγε χαρούμενος για την Τζια. Ευχαριστημένος που ξανάσμιξε με τους δικούς του, δούλεψε και εκείνος ως δάσκαλος στο νησί. Με τη Δέσποινα απόκτησαν ακόμα ένα κοριτσάκι.
Η οικογένεια τού Δημητρίου και τής Δέσποινας Παπαντωνίου. Από αριστερά η Κική, η Δέσποινα, η Νίκη, η Ειρηνούλα, η Καίτη, ο Δημήτριος και ο Αντώνης. (Από το αρχείο της οικογενειας Δ. Παπαντωνίου)
Το 1930 η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Έτσι τελείωσε η οδύσσεια τής Δέσποινας Παπαθανασίου. Η νεαρή Αρσακειάδα βρήκε επιτέλους την Ιθάκη της και όπως είχε ευχηθεί στην προσευχή της στην Μάκρη « όταν τελείωσε αυτή η θύελλα μετρήθηκαν και δεν έλειπε κανείς». Ήταν επιτέλους σώοι και ελεύθεροι.
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος ‒ ιστορικός
- Το κείμενο βασίστηκε στο βιβλίο τής Ρένας Βελισσαρίου «Όσα σάρωσε η θύελλα», βασισμένο στην αληθινή ιστορία τής οικογενείας, αφού η συγγραφέας είναι η πρωτότοκη κόρη τής Δέσποινας, η Ειρήνη.
Ευχαριστώ την μαθήτριά μου Δέσποινα Παπαντωνίου που μας γνώρισε τη γιαγιά της και μάς έδωσε όλα τα στοιχεία που είχε η οικογένεια στη διάθεσή της.
[1] Αμελέ ταμπουρού ονομάζονται στην ελληνική βιβλιογραφία τα τάγματα εργασίας (amele taburlari) που χρησιμοποιήθηκαν από την οθωμανική Αυτοκρατορία στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Νεότουρκους ή τις δυνάμεις τού Κεμάλ Ατατούρκ. Ουσιαστικά αποτελούσαν μια μέθοδο εθνοκάθαρσης, διότι στα τάγματα αυτά εργάζονταν σκληρά άνδρες μη μουσουλμάνοι, σε βαριές εργασίες και υπό απάνθρωπες συνθήκες, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να πεθαίνουν.
[2] Πρόκειται για την πόλη Ντενιζλί που βρίσκεται στη ΝΔ Μικρά Ασία σε μια κοιλάδα η οποία διαμορφώθηκε από τον ποταμό Μαίανδρο. Είναι πρωτεύουσα τής ομώνυμης επαρχίας. Κοντά της, στα ΒΔ, βρίσκονται τα ερείπια τής αρχαίας Ιεράπολης και τής Λαοδικείας, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Λύκου και Μαιάνδρου.
[3] Πρόκειται για τη συνθήκη τής Μόσχας του 1921. Έκτοτε με ρωσικά χρήματα και όπλα ο Κεμάλ θα πολεμήσει τους Έλληνες στη Μικρά Ασία.
[4] Πρόκειται για την αρχαία ελληνική πόλη τής Παφλαγονίας Ηράκλεια την Ποντική. Σήμερα ονομάζεται Eregli Karadenir, κάτι που αποτελεί ακριβή μετάφραση τής αρχαίας ονομασίας της (Eregli=Hράκλεια Karadenir=Μαύρη θάλασσα=πόντος)
[5] Πρόκειται για τη Συνθήκη τής Άγκυρας που συνομολογήθηκε μεταξύ τής Γαλλίας και τής επαναστατικής κυβέρνησης τής Άγκυρας τού Κεμάλ Ατατούρκ στις 20 Οκτωβρίου 1921, την εποχή που η Ελλάδα επιχειρούσε την Μικρασιατική Εκστρατεία.
[6] Το Ικόνιο (Κonya) είναι πόλη τής κεντρικής Τουρκίας, 500 χλμ. ΝΑ τής Σμύρνης. Βρίσκεται στο κέντρο τής αρχαίας Λυκαονίας και την αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του «Κύρου Ανάβασις».
[7] Η πόλη Νίγδη είναι πρωτεύουσα τής ομώνυμης επαρχίας της Καππαδοκίας, κτισμένη ανάμεσα σε ηφαιστειακά βουνά τής περιοχής. Κοντά της βρίσκονται τα αρχαία Τύανα, τα οποια ο Ξενοφών αναφέρει στην Κύρου Ανάβαση ως πόλη μεγάλη και ευημερούσα με το όνομα Δάνα.
[8] Η Καισάρεια (Kayseri) είναι μεγάλη και αρχαία πόλη τής κεντρικής Ανατολίας και πρωτεύουσα τής Καππαδοκίας. Η παλαιά της ονομασία ήταν Μάζακα από την προϊστορική θεότητα Μα. Πήρε το όνομα Καισάρεια το 17 μ.Χ., όταν κατέλαβαν την Καππαδοκία οι Ρωμαίοι. Βρίσκεται στη διασταύρωση μεγάλων δρόμων, γι’ αυτό και ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός την οχύρωσε με ισχυρά τείχη. Ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Επίσκοπος Καισαρείας υπήρξε και ο Μέγας Βασίλειος.
[9] Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ήταν στην ουσία μια μεγάλης κλίμακας συμφωνημένη αμοιβαία εκτόπιση, που υπογράφηκε στη Λωζάνη (31 Ιαν. 1923) από εκπροσώπους τής Ελλάδας και τής Τουρκίας. Αφορούσε σε 2.000.000 άτομα (1.500.000 Έλληνες και 500.000 μουσουλμάνους τής Ελλάδας, δηλαδή τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς πολίτες τής Τουρκίας και τους μουσουλμάνους πολίτες τής Ελλάδας με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης).