Δύο Φιλέλληνες αγωνιστές
μεταξύ των μελών τής Φ.Ε.
"Ανθρωπιά και καθήκον μάς ζητούν να τρέξουμε στους χριστιανούς αδελφούς μας,
σε βοήθεια των γενναίων Ελλήνων για να χύσουμε το αίμα μας
και να δώσουμε τη ζωή μας για την ιερή αυτή υπόθεση".
Κείμενο δημοσιευμένο από καθηγητές, λογίους και φοιτητές στη Γερμανία
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην Επανάσταση τού 1821 είναι αναμφίβολα αφιερωμένο στους Φιλέλληνες και την προσφορά τους στον Αγώνα για την ανεξαρτησία. Η φυγή πολλών Ελλήνων λογίων στη Δύση μετά τήν Άλωση, έφερε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στο προσκήνιο. Από την αγάπη αυτή προς την αρχαία Ελλάδα αναπήδησε ο πρώτος φιλελληνισμός των νεότερων χρόνων, που διαδόθηκε με τα κείμενα των περιηγητών στον ελλαδικό χώρο. Η ακμή τού ρομαντισμού αύξησε τις περιηγήσεις στην Ελλάδα (Σατομπριάν, Πουκεβίλ, λόρδος Βύρωνας κ.ά.). Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκαν στην Ευρώπη τα πρώτα λογοτεχνικά φιλελληνικά έργα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν μετά την κήρυξη τής Επανάστασης τού 1821 και τις επιτυχίες των Ελλήνων. Ο φιλελληνισμός συνετέλεσε, οικονομικά και πολιτικά, στην επιτυχή κατάληξη τής Επανάστασης και ταυτόχρονα βοήθησε στη διάσωση των λιμοκτονούντων αμάχων. Δύο φιλέλληνες που παρέμειναν στην Ελλάδα και μετά την απελευθέρωση ευρίσκονται μεταξύ των μελών τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Πρόκειται για τον Τόμας Γκόρντον και τον Ριχάρδο Τσωρτς.
Τομας Γκόρντον. Ο φιλέλληνας από τη Σκωτία.
Ο Thomas Gordon, αντιστράτηγος, συνταγματάρχης, μεγαλοκτηματίας και περιηγητής, ήταν Σκωτσέζος. Γεννήθηκε στο Κερνές τού Αμπέρντηνσιρ το 1788. Σπούδασε στο Κολλέγιο τού Ήτον και στο Μπρέιζνοους. Υπηρέτησε στο Σύνταγμα Ιππικού τού βρετανικού στρατού ως δραγώνος. Όταν κληρονόμησε μεγάλη περιουσία παραιτήθηκε από τον στρατό και άρχισε να ταξιδεύει. Τον Αύγουστο τού 1810 φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα. Το διάστημα 1810-1812 ταξίδεψε στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Περσία κ.α. Το 1813 διετέλεσε λοχαγός τού ρωσικού στρατού. Στις αρχές τού 1814 επέστρεψε στη Σκωτία και τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε το Βουκουρέστι, όπου γνώρισε τους αδελφούς Υψηλάντη.
Το 1821 με δικά του χρήματα εξόπλισε πλοίο στη Μασσαλία και μετέφερε στην Ελλάδα φιλέλληνες και Έλληνες αγωνιστές. Ήταν ο πρώτος από τους Βρετανούς φιλέλληνες που μπήκε στις τάξεις των ελληνικών δυνάμεων. Έλαβε ενεργό μέρος στην πολιορκία τής Τριπολιτσάς. Μετά την άλωσή της διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη σφαγή αυτή. Επέστρεψε στη Σκωτία, εντάχθηκε στην ελληνική επιτροπή τού Λονδίνου (που σχηματίστηκε στις 3 Μαρτίου 1823) και συνέβαλε με χρήματα και στρατιωτικές προμήθειες. Το 1826 οι Έλληνες βουλευτές στο Λονδίνο τον έπεισαν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να βοηθήσει στην επιβολή στρατιωτικής πειθαρχίας και την ενότητα των παρατάξεων. Έφθασε στο Ναύπλιο τον Μάιο τού 1826 και διαπίστωσε ότι οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες είχαν σβήσει ακόμη και την εχθρότητα προς τους Τούρκους. Είχε μαζί του 14.000 βρετανικές λίρες, το τελευταίο χρηματικό ποσό από το δεύτερο δάνειο, για το οποίο διατηρούσε τον απόλυτο διαχειριστικό έλεγχο. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να συνεργαστεί με τον Φαβιέρο για τον σχηματισμό τακτικού στρατού και να προετοιμάσει την άφιξη τού λόρδου Κόχραν. Ο Μακρυγιάννης τού ζήτησε να αναλάβει την αρχηγία τού στρατού, αλλά ο Γκόρντον τού εξήγησε πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο, επειδή οι σχέσεις της μαζί του δεν ήταν αρμονικές. Τελικά, με τη μεσολάβηση τού Μακρυγιάννη προς τον πρόεδρο τής Διοικητικής Επιτροπής Ανδρέα Ζαΐμη, έγινε δεκτό να αναλάβει την αρχηγία ο Γκόρντον. Έλαβε μέρος στις εχθροπραξίες τού 1827 στην Καστέλλα τού Πειραιά, καλύπτοντας τη δαπάνη συγκρότησης των εκστρατευτικών σωμάτων. Με το κύριο σώμα τού στρατού, μετά την καθυστέρηση λόγω θυελλωδών ανέμων, πέτυχε την κατάληψη τού λόφου τής Καστέλλας, χωρίς όμως να επιτύχει την προέλασή του προς την Ακρόπολη.
Προσωπογραφία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τομας Γκόρντον . Έργο αγνώστου. Εκτίθεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο.
Ο Γκόρντον επανήλθε στην Ελλάδα το 1828. Από το 1828 έως το 1831, διενήργησε ανασκαφές στον ναό τής Ήρας κοντά στο Άργος. Έλαβε μέρος στην αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία τού πρώτου κυβερνήτη τής Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Ιανουάριο τού 1831 ο Πέτρος Μαυρομιχάλης με τη γολέτα τού Γκόρντον κατέφυγε στη βρετανική Ζάκυνθο. Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά, ο Γκόρντον επέστρεψε στη Σκωτία, όπου το 1833 τελείωσε το βιβλίο του «Ιστορία τής Ελληνικής Επανάστασης». Η «Ιστορία» τού στρατηγού Γκόρντον χαρακτηρίζεται ως ένα από τα εγκυρότερα και σοβαρότερα έργα για την ελληνική επανάσταση διαθέτοντας σημαντικό σε έκταση υλικό και παρέχοντας ολοκληρωμένη, μετριοπαθή και αντικειμενική εικόνα, λόγω και τής συμμετοχής τού ιδίου στα γεγονότα. Το βιβλίο του έτυχε εξαρχής γενικής αποδοχής και επηρέασε καταλυτικά ιστορικούς όπως είναι οι Σπυρίδων Τρικούπης και Τζορτζ Φίνλεϊ.
Μετά την εγκαθίδρυση τής μοναρχίας στην Ελλάδα ο Γκόρντον επέστρεψε και πάλι στην Ελλάδα το 1833 και εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό. Αργότερα διορίστηκε πρόεδρος τού Στρατοδικείου. Λόγω τής κακής του υγείας παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο τού 1839 και επέστρεψε στη Σκωτία. Πραγματοποίησε μια σύντομη επίσκεψη στην Ελλάδα το 1840, οπότε και έμαθε για τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και αποφάσισε να γίνει μέλος της. Απεβίωσε στο Κερνές στις 20 Απριλίου 1841.
Γκραβούρα εποχής.Ο σερ Ριχάρδος Τσώρτς με ελληνική φορεσιά .
Ο Sir Richard Church, Βρετανός στρατιωτικός, κουακέρος, γεννήθηκε το 1784 και καταγόταν από την Ιρλανδία. Κατατάχθηκε στον στρατό πολύ νέος. Πολέμησε στους ναπολεόντειους πολέμους και το 1813 συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μία στρατιωτική μονάδα από Έλληνες για να καταλάβουν τα Ιόνια νησιά από τους Γάλλους. Στο σύνταγμα συμμετείχαν αρκετοί σκληροί κλέφτες και αρματολοί από την Πελοπόννησο και τη Στερεά, οι οποίοι στη συνέχεια έλαβαν μέρος στην ελληνική Επανάσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με τον οποίο ο Τσωρτς παρέμεινε φίλος. Ο Τσωρτς και το σύνταγμά του κατέλαβαν τους Παξούς και την Πάργα. Στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Νάπολη βοήθησε να παραδοθεί η Κέρκυρα στους Βρετανούς. Στο περιθώριο τού Συνεδρίου τής Βιέννης (1814-1815) προσπάθησε να πείσει τους Βρετανούς –χωρίς επιτυχία– να δημιουργήσουν ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με το επιχείρημα ότι μια ελεύθερη Ελλάδα κάτω από τη βρετανική επιρροή θα βοηθούσε τις φιλοδοξίες των Βρετανών στην Ανατολή και συγχρόνως θα εμπόδιζαν τον δρόμο στους Ρώσους. Το 1814-1815 η Βρετανία δεν πίστευε σε αυτή την πολιτική. Ο Τσωρτς έφυγε από την Ελλάδα, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση το 1821 ο Κολοκοτρώνης τού έγραψε: «Έλα, έλα πίσω να πάρεις τα όπλα για την Ελλάδα ή να βοηθήσεις με τα ταλέντα σου, τις αρετές σου και τις ικανότητές σου».
O Ριχάρδος Τσώρτς ως αξιωματικός του Ελληνικού ελαφρού πεζικού του Δούκα της Υόρκης στα Επτάνησα. Έργο του Denis Dighton.
Μη θέλοντας να εμπλακεί στον εμφύλιο δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. Όταν όμως οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Ακρόπολη των Αθηνών, το 1827, τον κάλεσε η ελληνική κυβέρνηση. Έτσι ο Τσωρτς επέστρεψε στην Ελλάδα στις 9 Μαρτίου 1827 μετά από απουσία 12 ετών. Ο Κολοκοτρώνης τον υποδέχθηκε λέγοντας: «Επιτέλους, γύρισε ο πατέρας μας! Πρέπει μόνο να τον υπακούμε και η ελευθερία μας είναι εξασφαλισμένη!». Την ημέρα τού Πάσχα, 15 Απριλίου 1827, οι ελληνικές αρχές έδωσαν στον Τσωρτς το αξίωμα τού αρχιστράτηγου. Όμως οι κινήσεις του όχι μόνο δεν ήταν αποτελεσματικές αλλά οδήγησαν και σε σημαντικές απώλειες. Μετά τη ναυμαχία τού Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε κυβερνήτης στις αρχές τού 1828. Ο Τσωρτς προσπαθούσε να κερδίσει έδαφος στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, όμως ο Καποδίστριας έβλεπε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Το 1829 ο Τσωρτς ενημέρωσε τον Καποδίστρια ότι δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να υπηρετεί και έφυγε από την Ελλάδα.
O Ριχάρδος Τσώρτς, έργο του Σπυρίδωνα Προσαλέντη, ( 1873) Εκτίθεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο
Επί Όθωνος ο Τσωρτς επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1834 τού δόθηκε η ελληνική ιθαγένεια. Τού έδωσαν και πάλι τον τίτλο τού αρχιστράτηγου και το 1836 τού απένειμαν τον τίτλο τού Γενικού Επιθεωρητή τού στρατού. Ο Τσωρτς συμμετείχε στην επανάσταση τής 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατά τη διάρκεια τής ζωής του προσέφερε μεγάλο μέρος τής περιουσίας του για τον ελληνικό σκοπό. Το 1836 έγινε μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
Ο «πύργος τού Τσωρτς», όπως ονομάζεται το σπίτι τού Τσώρτς στην οδό Σχολείου 5, στην Πλάκα.
Έμεινε στην Αθήνα μέχρι το τέλος τής ζωής του στις 27 Μαρτίου 1873. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος εγκωμίασε τον Τσωρτς λέγοντας ότι ήταν «ο πιο αληθινός Έλληνας». Το σπίτι όπου έμενε στην Πλάκα είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως «ο πύργος τού Τσωρτς». Το ταφικό μνημείο του βρίσκεται σε τιμητική θέση μπροστά από την εκκλησία τού Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος - ιστορικός
.