Απόστολος Αρσάκης, ο Έλλην
Ένας Ηπειρώτης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
Μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις αρχές τού 19ου αι. Με τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου τού 1812[1] όλη η περιοχή μεταξύ των ποταμών Προύθου και Δνείπερου (Βεσσαραβία) μέχρι τις εκβολές τού Δούναβη είχε περιέλθει στη Ρωσία. Η Ρωσία αποσύρθηκε από τη Μολδαβία και τη Βλαχία και η Πύλη υποχρεώθηκε να αποσύρει τον στρατό της από τις Ηγεμονίες και να τους αναγνωρίσει προνόμια που ουσιαστικά τις καθιστούσαν αυτόνομες. Ήδη από το 1711 στη Βλαχία και το 1714 στη Μολδαβία ο σουλτάνος είχε αντικαταστήσει τους εγχώριους ηγεμόνες με Φαναριώτες. Οι Έλληνες τις θεωρούσαν «οικείους τόπους» για μετανάστευση και εγκατάσταση, μόνιμη ή περιστασιακή. Το Βουκουρέστι, το Ιάσιο, η Κράγιοβα και oι άλλες πόλεις τής Βλαχίας και τής Μολδαβίας έγιναν τόπος συγκέντρωσης πολλών Ελλήνων λογίων, κληρικών, εμπόρων και εκμισθωτών κτημάτων. Ο φυσικός πλούτος, οι οικονομικές ευκαιρίες, η εσωτερική αυτονομία και τα παλαιά προνόμια τής περιοχής, τα οποία απαγόρευαν στους μουσουλμάνους τη μόνιμη εγκατάσταση και την ανέγερση λατρευτικών χώρων εκεί, έγιναν αιτία να δημιουργηθούν στις περιοχές αυτές μεγάλες κοινότητες Ελλήνων, οι οποίοι αναζητούσαν μια καλύτερη και πιο ελεύθερη ζωή. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια τού βλαχικής καταγωγής Ηπειρώτη Απόστολου Αρσάκη.
Το πορτρέτο τού Αποστόλου Αρσάκη, φιλοτεχνημένο το 1890 από τον Ι. Δούκα κατά παραγγελία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
Ο Αρσάκης έφθασε στο Βουκουρέστι μαζί με τους γονείς του την εποχή που ονομάστηκε «αιώνας των Φαναριωτών»[2]. Η πρωτεύουσα τής Βλαχίας ήταν σημαντικό κέντρο ελληνικής παιδείας. Με τη βοήθεια τού θείου του Γεωργίου, που είχε ήδη αποκτήσει περιουσία, η οικογένειά του πρόκοψε οικονομικά και γρήγορα ο θείος του, διαβλέποντας την οξύνοια τού ανιψιού του, τον έστειλε στη Βιέννη να σπουδάσει κοντά στον Νεόφυτο Δούκα. Αργότερα ο Αρσάκης σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο τής Χάλλης, στη Σαξωνία, και το 1814 επέστρεψε στο Βουκουρέστι ως γιατρός. Η επαγγελματική του ιδιότητα, η μόρφωσή του, η ευφυΐα του, η σεβαστή οικονομική του επιφάνεια και το ενδιαφέρον που έδειξε γι’ αυτόν ο ηγεμόνας τής Βλαχίας Ιωάννης-Γεώργιος Καρατζάς τον έφεραν γρήγορα σε επαφή με παλαιές ελληνικές οικογένειες βογιάρων[3], που αποτελούσαν την κοινωνική και οικονομική ελίτ τού Βουκουρεστίου. Με τον γάμο του το 1814 με την Ελένη Δάρβαρι[4], κόρη τού γιατρού Κωνσταντίνου Δάρβαρι και αδελφή τού Μιχαλάκη Δάρβαρι, δεν απέκτησε μόνο μια σεβαστή σύζυγο, αλλά και μεγάλη κτηματική περιουσία ως προίκα. Έτσι κατόρθωσε να ενταχθεί σε μια οικογένεια γνωστή σε όλη την επικράτεια των Αψβούργων, αλλά και στην ΝΑ Ευρώπη. Παράλληλα έγινε αποδεκτός στους κύκλους των επιφανών βογιάρων. Η είσοδος αυτή τού Αρσάκη στην αριστοκρατική κοινωνία τής Βλαχίας επηρέασε σταδιακά τον διανοούμενο νέο γιατρό που ήταν βαθύτατα απογοητευμένος από τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ των εκπροσώπων τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δηλαδή των αρχαϊστών και των οπαδών τού Κοραή. [5]
Το Βουκουρέστι το 1860, σε ξυλογραφία από το ιταλικό περιοδικό «Il mondo illustrato». Είναι η εποχή που έζησε εκεί ο Απόστολος Αρσάκης.
Η κήρυξη τής ελληνικής επανάστασης στις Ηγεμονίες από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, και τα τραγικά γεγονότα που επακολούθησαν είχαν ως συνέπεια την αθρόα φυγή των Ελλήνων που συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρία για να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα. Πολλοί κατέφυγαν στην Τρανσυλβανία και σε άλλες περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες. Οι περισσότεροι Έλληνες απομακρύνθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό στη Βλαχία.
Ο Απόστολος Αρσάκης όμως, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν φήμες πως είχε προσφέρει οικονομική βοήθεια στη Φιλική Εταιρία[6], εξ αρχής είχε διαχωρίσει τη θέση του. Με το οξύ πνεύμα του είχε καταλάβει ότι η οργάνωση είχε συγκροτηθεί με ενθουσιασμό και βιασύνη, γι’ αυτό και δεν αναμείχθηκε σε αυτήν. Έτσι δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους Έλληνες που ετράπησαν σε φυγή, αλλά παρέμεινε στη Βλαχία. Το 1815 άλλωστε είχε γεννηθεί ο πρωτότοκος γιος του Γεώργιος και το 1821 η μεγάλη κόρη του Ελένη. Τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν εισέλθει στις Ηγεμονίες παρέμειναν σε αυτές έναν χρόνο. Όταν αποχώρησαν η εξουσία περιήλθε σε ντόπιους βογιάρους. Το 1824 ο Γρηγόριος Δ΄ Γκίκα, τον οποίο η Υψηλή Πύλη είχε ονομάσει οσποδάρο[7] στο Βουκουρέστι, ανέθεσε στον Αρσάκη τη Γραμματεία Εξωτερικών Υποθέσεων. Η τοποθέτησή του στη θέση αυτή αποτέλεσε την αρχή μιας επιτυχημένης πολιτικής καριέρας που κράτησε 41 χρόνια και τελείωσε το 1865 όταν ο Αρσάκης παραιτήθηκε από κάθε πολιτικό αξίωμα στη Ρουμανία. Εν τω μεταξύ, το 1824 ο Αρσάκης απέκτησε τη δεύτερη κόρη του Ολυμπία.
Η σύζυγος τού Αποστόλου Αρσάκη Ελένη, το γένος Δάρβαρι, με τις δύο κόρες της, Ολυμπία και Ελένη. Από τον τοίχο των κτητόρων τού ναού στη σκήτη Δάρβαρι
O Γρηγόριος Δ΄ Γκίκα προσπάθησε να ηρεμήσει και να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Ο Αρσάκης συνέβαλε σε αυτή την προσπάθεια, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε την πορεία τής Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, αλλά και τις διπλωματικές επιπτώσεις της. Το 1828 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στη Βλαχία, ο Γκίκα έχασε τη θέση του και ο Αρσάκης, που το 1927 είχε οριστεί αρχίατρος τής Βλαχίας και γιατρός στο νοσοκομείο Coltea, συνέχισε να εργάζεται ως γιατρός στο Βουκουρέστι. Συνέβαλε μάλιστα στην καταπολέμηση τής πανώλης που είχε πλήξει τη χώρα. Το 1831, επί ρωσικής κατοχής, ο Αρσάκης βοήθησε με επιτυχία στην καταπολέμηση τής χολέρας.
Το οικογενειακό πλήγμα
Το 1832 όμως ο Αρσάκης δέχθηκε το πρώτο μεγάλο χτύπημα στην προσωπική και την οικογενειακή ζωή του. Η γυναίκα του Ελένη πέθανε, αφήνοντας στον σύζυγό της τη φροντίδα ενός 20χρονου γιου που σπούδαζε φιλοσοφία στη Βιέννη και 2 θυγατέρων, τής 14χρονης Ελένης και τής 11χρονης Ολυμπίας.
Η ρωσική κατάληψη στις Ηγεμονίες έληξε το 1834. Οι Ρώσοι αποχωρώντας επέβαλαν ως οσποδάρο στη Βλαχία τον Αλέξανδρο Γκίκα. Ο Αρσάκης επανήλθε στην πολιτική και έτσι, στα τέλη Ιανουαρίου τού 1835, ο νέος οσποδάρος τον διόρισε «ιδιωτικό γραμματέα του για τις ξένες γλώσσες»[8]. Τη θέση αυτή καταλάμβαναν συνήθως βογιάροι, αλλά φαίνεται ότι στη συνείδηση των ηγεμόνων τής Βλαχίας ο Αρσάκης ήταν ένας δικός τους άνθρωπος.
Όμως στις αρχές Ιανουαρίου τού 1835 ο Αρσάκη είχε δεχθεί το δεύτερο και μεγαλύτερο πλήγμα, την αυτοκτονία στη Βιέννη τού γιου του Γεωργίου και τής αγαπημένης του, ιουδαίας το θρήσκευμα, κοπέλας που είχε γνωρίσει εκεί. Ο Αρσάκης είχε αρνηθεί να δώσει την έγκρισή του για τον γάμο τους. Ο θάνατος τού γιου του τον συγκλόνισε και τον έκανε να κλειστεί περισσότερο στον εαυτό του.
Δύο πίνακες από τον τοίχο των κτητόρων στον ναό τού Αγίου Παντελεήμονα στη Βεντέα, όπου βρίσκονταν τα κτήματα τού Αποστόλου Αρσάκη. Στον έναν εικονίζεται ο ευεργέτης με τον άγγελο τής συμφιλίωσης και στον άλλο ο γιος του Γεώργιος με την κοπέλα που αγάπησε και τον φύλακα άγγελό τους.
Ήταν πλέον υπεύθυνος για την ανατροφή δύο θυγατέρων στην εφηβεία και έπρεπε να φροντίσει γι’ αυτές. Γι’ αυτό προχώρησε σε δεύτερο γάμο με την Αναστασία. Δεν είναι σαφές πότε έγινε ο γάμος τους, αλλά μάλλον το 1836 ήταν ήδη παντρεμένος[9]. Μαζί της έζησε αρμονικά αλλά και αυτή πέθανε σχετικά νωρίς, αφού το 1850, όταν έκανε τη δωρεά στη ΦΕ, ο Αρσάκης ζήτησε ο ναός τού Σχολείου να αφιερωθεί στην Αγία Αναστασία τη Ρωμαία, εις μνήμην τής γυναίκας του.
Ο ναός τής Αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας στο Αρσάκειο Μέγαρο, στην οδό Πανεπιστημίου
Η μεγάλη του περιουσία τον καθιστούσε μέλος τής βλαχικής αριστοκρατίας, παρά το ότι οι ντόπιοι βογιάροι με δυσφορία δέχονταν στη θέση αυτή έναν αυτοδημιούργητο. Το 1837 μάλιστα ο οσποδάρος τον ονόμασε «ποστέλνικο»[10], με αρμοδιότητες αντίστοιχες τού υπουργού Εξωτερικών. Έτσι ο Αρσάκης εισήλθε και τυπικά στην τάξη των βογιάρων. Όταν όμως στο τέλος τού 1837 οι Ρώσοι δεν είχαν πια εμπιστοσύνη στον Αλεξάντερ Γκίκα, ο Αρσάκης απομακρύνθηκε από το πολιτικό του αξίωμα και ιδιώτευσε, ασκώντας την Ιατρική και ασχολούμενος παράλληλα και με άλλες επιχειρήσεις, όπως ήταν η εκμετάλλευση αλατωρυχείων. Παρόλα αυτά ήταν πλέον πολιτικός παράγων τής χώρας.
Το 1838, κατόπιν δικής του πίεσης, η μεγάλη κόρη του Ελένη παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της Δημήτριο Φιλίτη Μοnescu. Ο Αρσάκης ήθελε η κόρη του να μπει σε μια γνωστή οικογένεια. Εκείνη με δυσκολία ακολούθησε τη θέληση τού πατέρα της, γιατί ήταν μόλις 17 ετών και φαίνεται ότι πρόβαλε αρχικά κάποιες αντιδράσεις. Είναι προφανές ότι ο Αρσάκης ουδέποτε συμφώνησε με τον τρόπο που ζούσαν και εκπαιδεύονταν οι θυγατέρες των ισχυρών κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων στη Βλαχία. Δεν λάμβαναν την κατάλληλη παιδεία, με την έννοια που την αντιλαμβάνονταν ένας μαθητής τού Νεόφυτου Δούκα. Οι νεαρές κοπέλες έπρεπε να προικιστούν από τον πατέρα τους και η περιουσία που έπαιρναν ως προίκα δεν ανήκε ποτέ στον σύζυγό τους, αλλά πάντα στις ίδιες. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να ζουν πολυτελή ζωή, αλλά πολλές φορές και σπάταλη. Οι περισσότερες παντρεύονταν σε πολύ νεαρή ηλικία (γύρω στα 14), γιατί στα 20 θεωρούσαν ότι είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας με τους πλουσίους αλλά επιφανείς συζύγους τους ήταν σύνηθες φαινόμενο, γιατί μόνο έτσι θα εξασφάλιζαν πολυτελή ζωή.
Ο «Έλλην»
Πάντως, ο Απόστολος Αρσάκης, παρά την αξιόλογη πολιτική του καριέρα στη Βλαχία, ίσως και λόγω τού κλειστού χαρακτήρα του, δεν είχε ενταχθεί στην τοπική κοινωνία. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι ουδέποτε είχε ζητήσει τη βλαχική υπηκοότητα. Η ενασχόλησή του με την πολιτική είχε δημιουργήσει στους περισσότερους την εντύπωση ότι ήταν «ένας από αυτούς». Όπως όμως γράφει ο Αλ. Χ. Μαμμόπουλος[11] «ο αδελφός τού πατέρα του (Κυριάκου), ο Γεώργιος, ήταν γνωστός στο Βουκουρέστι υπό την προσωνυμίαν Αλβανός». Όμως ο Αρσάκης το 1811, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης επισκέφθηκε το Πανεπιστήμιο τής Halle, στο οποίο είχε σπουδάσει, δεν δίστασε να τού αφιερώσει βουκολικό ειδύλλιο που συνέθεσε σε γλαφυρή αρχαία δωρικοαιολική διάλεκτο, ζητώντας του να απελευθερώσει την πατρίδα του, την Ελλάδα.
«Ω! πατρίδα! πατρίδα! Ω! δύστυχη γη τής Ελλάδος!
Μητέρα τής ελευθερίας και πατρίδα τόσων ημιθέων,
είσαι δούλη, συ, που πριν ήσουν ελεύθερη και καλότυχη[12].
O Αρσάκης πάλι, όταν υποστήριξε δημόσια τη διδακτορική του διατριβή, έγραψε σε ιδιόγραφο σημείωμα στα Λατινικά «Ego Apostolus Arsaky, cujus Epiruς patria…»[13]. Και τη διατριβή[14] του υπέγραψε ως “Apostoli Arsakui, Epirotae”.
Το εξώφυλλο τής διδακτορικής διατριβής τού Αποστόλου Αρσάκη στο Πανεπιστήμιο τής Χάλλης τής Σαξονίας (Halle – Wittenberg). «Αpostoli Arsaki, Epirotae, Commentatio de piscium cerebro et modalaspinali Scripta auspictuw et dectu Ioannis Federici Meckelii, Lipsiae 1836
Κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη Βλαχία γινόταν απογραφή των Βλάχων, ώστε να καταγραφούν οι βλαχικής καταγωγής κάτοικοι των Ηγεμονιών. Το ίδιο έγινε το 1838, μια δύσκολη οπωσδήποτε χρονιά για τον Απόστολο Αρσάκη. Τρία χρόνια πριν είχε χάσει τον γιο του Γεώργιο, δεν ασχολείτο πια με την πολιτική και προσπαθούσε να καταλάβει τον τρόπο που σκέφτονταν οι κόρες του. Μόλις είχε κατορθώσει να πείσει την Ελένη να παντρευτεί τον Δημήτριο Φιλίτη Monescu. Στο σπίτι του στο Βουκουρέστι δήλωσε στον υπάλληλο που έκανε την απογραφή ότι ήταν 55 ετών, χήρος, ότι είχε μόνο μία κόρη, την Ολυμπιάδα (αυτό το όνομα ανέφερε αν και το όνομά της ήταν Ολυμπία), και όταν ρωτήθηκε για την υπηκοότητά του απάντησε στον έκπληκτο υπάλληλο «Έλλην».[15] Είναι σαφές ότι τα στοιχεία δεν ήταν αληθινά. Επιφυλακτικός και λιγομίλητος ο Αρσάκης «συχνά εκδήλωνε τάση αποσιώπησης λεπτομερειών τής προσωπικής του ζωής.»[16]. Όσο κι αν δεν είναι σαφής η χρονολογία γέννησής του, σίγουρα δεν είχε γεννηθεί το 1793. Άρα δεν ήταν 55 ετών[17]. Εξακολουθούσε να έχει 2 κόρες. Το έτος εκείνο (1838) είχε παντρέψει την Ελένη με τον Δημήτριο Φιλίτη και φυσικά τότε δεν είχε την ελληνική υπηκοότητα. Επίσης είχε ήδη ξαναπαντρευτεί. Καταβεβλημένος ψυχολογικά από την δυσκολία τής διαχείρισης των αλλεπαλλήλων συμφορών που είχαν συμβεί στην οικογένειά του, ο Απόστολος Αρσάκης αναζήτησε τη δύναμη για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες σε δύο γνώριμα γι’ αυτόν καταφύγια, τη θρησκεία και την ελληνική παιδεία που είχε λάβει από τον δάσκαλό του Νεόφυτο Δούκα.
O «Ερμής ο Λόγιος» ήταν δεκαπενθήμερο φιλολογικό περιοδικό το οποίο εξεδίδετο από το 1811 έως το 1821 (εκτός τού 1815) στην ελληνική παροικία τής Βιέννης. Τον Μάιο τού 1821 οι αυστριακές αρχές απαγόρευσαν την έκδοση τού περιοδικού και συνέλαβαν τον αρχισυντάκτη γιατί υποστήριζε τις ιδέες τής Φιλικής Εταιρίας και την Επανάσταση.
Άξιος μαθητής τού Νεόφυτου Δούκα
Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τον Αρσάκη να δηλώσει ότι είχε την ελληνική υπηκοότητα; Είναι γεγονός ότι δεν είχε ξεχάσει ποτέ την ελληνική παιδεία με την οποία γαλουχήθηκε από τον μεγάλο αρχαϊστή εκπρόσωπο τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η διαμάχη που ξέσπασε στους κόλπους των εκπροσώπων των Διαφωτιστών στη Βιέννη έγινε αιτία να αποστασιοποιηθεί ο Αρσάκης αρκετά ενοχλημένος, όπως αποδεικνύεται από την επιστολή που έστειλε στον Στέφανο Κομμητά[18]. Δεν συνεργάστηκε μαζί τους ούτε και όταν επέστρεψε στο Βουκουρέστι το 1814. Ποτέ όμως δεν λησμόνησε τον νεαρό ενθουσιώδη φοιτητή τής Χάλλε που ζητούσε από τον Ναπολέοντα να απελευθερώσει την Ελλάδα. Το 1838 τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει. Στον νότο τής Βαλκανικής Χερσονήσου υπήρχε ένα μικρό αλλά ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η Ελλάδα ήταν αδύναμη, με πολλά προβλήματα, αλλά ελεύθερη. Ήταν η «πατρίδα» που από νέος ευχόταν να δει ελεύθερη. Το 1838 ήταν γι’ αυτόν ένα έτος περισυλλογής. Μακριά από την πολιτική δράση είχε τον χρόνο να ασκήσει κριτική στη βλαχική αριστοκρατία και να σκέπτεται την ελεύθερη πια πατρίδα του. Με πρόσφατο το πένθος από τον θάνατο του γιου του και ζώντας μακριά από την Ελλάδα, σκεπτόταν πώς θα μπορούσε να συμβάλει στην πνευματική άνοδο των Ελλήνων. Ήταν Βλάχος στην καταγωγή, αλλά Ηπειρώτης, δηλαδή Έλληνας. Πολύ συχνά απασχολούσε τη σκέψη του η κατάσταση που επικρατούσε στην πατρίδα και στην πρωτεύουσα τού νέου ελληνικού κράτους, την Αθήνα.
Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και η παιδεία των κορασίων
Τον Μάρτιο τού 1833 ο Βαυαρός αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ ύψωσε την ελληνική σημαία στον βράχο τής Ακρόπολης. Τον Σεπτέμβριο τού 1834 η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα τής Ελλάδας και την 1η Δεκεμβρίου εγκαταστάθηκαν εκεί οι αρχές. Όμως το «κλεινόν άστυ», που ακόμα και επί Τουρκοκρατίας ήταν πνευματικό κέντρο, ήταν μια ερειπωμένη πόλη από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες και πολεμικές επιχειρήσεις. Το 1831 ο Ιωάννης Ερρίκος Χιλλ, ιεραπόστολος τής Επισκοπιανής Εκκλησίας, και η γυναίκα του Φανή ήρθαν στην Αθήνα όπου ίδρυσαν σχολείο για τα κορίτσια, αφού το κράτος δεν είχε λάβει μέτρα για την «εκπαίδευση των κορασίων». Επειδή θέματα που αφορούσαν σε ζητήματα θρησκείας ήταν ευαίσθητα, οι λόγιοι τής εποχής άρχισαν να προβληματίζονται σχετικά με την ανάγκη ίδρυσης φορέα που θα αναλάμβανε, σε εθνική βάση, τη μόρφωση των κοριτσιών. Το 1836 ιδρύθηκε η «Εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» από τον εκπαιδευτικό Ιωάννη Κοκκώνη, τον Διδάσκαλο τού Γένους Γεώργιο Γεννάδιο και τον Αρχιμανδρίτη Μισαήλ Αποστολίδη. Αρχικός της στόχος ήταν «η πρόοδος των δημοτικών σχολείων και η στοιχειώδης εκπαίδευση τού λαού»[19]. Αλλά το 1837 το ΔΣ τής ΦΕ αποφάσισε να εστιάσει τις προσπάθειές του στην εκπαίδευση των κοριτσιών και έτσι το ίδιο έτος η ΦΕ ίδρυσε αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων και διδασκαλείο.
Το Διάταγμα τής ίδρυσης τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, γραμμένο στα Ελληνικά και τα Γερμανικά, όπως γινόταν πάντα στα επίσημα έγγραφα την εποχή εκείνη. Φέρει την υπογραφή και την επίσημη σφραγίδα τού Όθωνα.
Το 1842 η Φιλεκπαιδευτική αγόρασε οικόπεδο στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου για να κτίσει ιδιόκτητο σχολείο σε σχέδια τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1846 από τη βασίλισσα Αμαλία παρουσία πολλών επισήμων. Παρά τις μεγάλες συνεισφορές των ομογενών σε χρήματα αλλά και υλικά οικοδομών, ο προϋπολογισμός σύντομα ξεπεράστηκε και το ΔΣ τής ΦΕ διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα. Έτσι δημιουργήθηκε μια επιτροπή η οποία αναζήτησε δωρητές και απευθύνθηκε σε όλους τους εύπορους Έλληνες τής εποχής. Ένα από τα μέλη τής Επιτροπής ήταν και ο Ανέστης Χατζόπουλος, φίλος τού Απόστολου Αρσάκη. Αποφάσισε, λοιπόν, μαζί με τον Δαμιανό Γεωργίου και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη να ζητήσουν από τον Ηπειρώτη γιατρό και πολιτικό να ενισχύσει τη ΦΕ. «Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αποτελεί κατάστημα τού οποίου οι καρποί υπήρξαν έως τώρα ανώτεροι των προσδοκιών μας […] μεγαλύτεροι δε αναμένονται εις το μέλλον» τού έγραψαν. Με τον τρόπο αυτό εισηγήθηκαν στον Αρσάκη το αίτημά τους να βοηθήσει τη ΦΕ. Περίμεναν μια σεβαστή ενίσχυση, αλλά αυτό που πέτυχαν ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Η ιδέα τής εκπαίδευσης των Ελληνίδων, και γενικά των γυναικών, ήταν κάτι που απασχολούσε για πολύ καιρό τον Αρσάκη, πατέρα δύο θυγατέρων που μεγάλωναν σε έναν κοινωνικό περίγυρο που ο ίδιος δεν ενέκρινε. Όμως ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα χρήματα που θα έδινε δεν θα διασπαθίζονταν χωρίς αποτέλεσμα. Άρχισε να αλληλογραφεί με φίλους του στην Ελλάδα και τη Γαλλία και προσπάθησε να καταλάβει τις μεταπτώσεις τής πολιτικής ζωής στο νέο ελληνικό κράτος. Ο ευεργέτης ήθελε να είναι βέβαιος ότι τα χρήματα που θα έδινε θα χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των Ελληνίδων. Γι’ αυτό και η οριστικοποίηση και η δημοσιοποίηση τής δωρεάς έγινε το 1850. Μάλιστα ο ίδιος ο Αρσάκης είχε ζητήσει το όλο θέμα τής δωρεάς και τής επέκτασης τής οικοδομής να τεθεί υπό την «υψηλή εποπτεία» τής βασίλισσας Αμαλίας.
Η καταγραφή των μεγάλων δωρεών τού Απόστολου Αρσάκη στο επίσημο βιβλίο των ευεργετών τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας
Η βασίλισσα Αμαλία, ως προστάτις τής ΦΕ, εξ αρχής έδειξε την ευαρέσκειά της προς τον ευεργέτη. Εξουσιοδότησε το ΔΣ τής ΦΕ να του εκφράσουν τον έπαινό της και να του αναγγείλουν ότι αποφάσισε να τού απονείμει τον Σταυρό των Ανωτέρων Ταξιαρχών τού Βασιλικού Τάγματος τού Σωτήρος. Φρόντισε μάλιστα να αποφύγει τις αντιρρήσεις όσων θεωρούσαν ότι θα χαθεί το όνομα τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας αν τα Σχολεία πάρουν το όνομα τού ευεργέτη. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη αναγνώριση τού Αρσάκη εκ μέρους τού ελληνικού κράτους.
Το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών με το οποίο ο Όθων και η Αμαλία τίμησαν τον Απόστολο Αρσάκη.
Η πολιτική καριέρα στη Ρουμανία
Λίγο καιρό μετά η πολιτική καριέρα τού Αρσάκη στη Ρουμανία άρχισε να κορυφώνεται. Το 1857 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Διετέλεσε μέλος τής τετραμελούς επιτροπής που επεξεργάστηκε το νομοθετικό πλαίσιο για τη συνένωση των δύο ηγεμονιών. Οι αγώνες του για την ένωση τής Βλαχίας με τη Μολδαβία, με κοινό ηγεμόνα τον Αλέξανδρο Κούζα, ευοδώθηκαν και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η δημιουργία τής σύγχρονης Ρουμανίας φέρει την υπογραφή του. Το 1860 έλαβε το αξίωμα τού υπουργού των Εξωτερικών. Το 1862, όταν δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός τής Ρουμανίας Μπάρμπου Καρτάγκιου, ο Αρσάκης τον αντικατέστησε για δύο εβδομάδες μέχρι να εκλεγεί ο νέος πρωθυπουργός. Το 1865, μεγάλος πια, παραιτήθηκε από κάθε κυβερνητικό αξίωμα.
Ο πίνακας τού γνωστού Ρουμάνου ζωγράφου Theodore Aman με τίτλο «Η γέννηση τής Ρουμανίας» βρίσκεται στο Μουσείο Ιστορίας τής Ρουμανίας και αναπαριστά τη συνεδρίαση τού Κοινοβουλίου τής Βλαχίας για να αποφασιστεί η εκλογή τού Αλέξανδρου Κούζα, ήδη εκλεγμένου ηγεμόνα τής Μολδαβίας, ώστε να επιτευχθεί η ένωση των δύο Ηγεμονιών υπό έναν ηγεμόνα. Ο Απόστολος Αρσάκης απεικονίζεται στο κέντρο τού πίνακα (δεύτερος από δεξιά στην αριστερή ομάδα των βουλευτών). Παρά τον εκνευρισμό που φαίνεται ότι επικρατεί στην αίθουσα, ο Αρσάκης είναι απόλυτα ήρεμος.
Παρά τις πολλές ασχολίες του, ο Αρσάκης δεν σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρεται για το Αρσάκειο. Διατηρούσε αλληλογραφία με τους εκάστοτε προέδρους τής ΦΕ, τους φίλους του στην Αθήνα αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ήλπιζε ότι ο ευεργέτης θα μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα για τα εγκαίνια του Αρσακείου Μεγάρου, που έγιναν τελικά το καλοκαίρι τού 1852 χωρίς ιδιαίτερη λαμπρότητα. Τον Οκτώβριο τού 1853 ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος, η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τής Ρωσικής αυτοκρατορίας και των συμμαχικών δυνάμεων Βρετανίας, Γαλλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύρραξη ιδιαίτερα αιματηρή, που ήταν το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις σχετικά με το ποιος θα «κληρονομήσει» τον «μεγάλο ασθενή», όπως αποκαλούσαν τον σουλτάνο. Στη ΦΕ αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν τα επίσημα εγκαίνια τού Σχολείου λίγα χρόνια αργότερα μαζί με τα θυρανοίξια τού ιερού ναού, τα οποία μετά από πολλές αναβολές πραγματοποιήθηκαν τελικά στις 22 Μαΐου 1855.
Ο ναός τής Αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας στο κτήριο τού Αρσακείου στην Πανεπιστημίου
Όμως ούτε και τότε μπόρεσε να παρευρεθεί ο ευεργέτης λόγω των «πολιτικών περιστάσεων», όπως είπε ο ίδιος. Γεγονός ήταν ότι το 1854-1855 είχε ξεσπάσει ο Ρωσοσυμμαχικός πόλεμος και τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει τον Πειραιά έγιναν αιτία να ενσκήψει στην Αθήνα η μεγάλη επιδημία τής πανώλης, θύμα τής οποίας ήταν και ο Γ. Γεννάδιος. Παρά την απουσία του όμως, ο Απόστολος Αρσάκης προσέφερε για τα εγκαίνια τού ναού ιερά σκεύη, έναν Επιτάφιο, πέντε αργυρά καντήλια, ένα δισκοπότηρο με όλα τα αναγκαία και έναν χρυσοκέντητο Σταυρό πάνω σε βελούδο για την Ωραία Πύλη.
Η ελληνική ιθαγένεια
Το ενδεχόμενο να έρθει στην Ελλάδα ο ευεργέτης άρχισε να απομακρύνεται. Έτσι η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε, στις 16 Ιανουαρίου 1858, να του απονείμει τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια.
Η μορφή τού Αποστόλου Αρσάκη αποτυπωμένη σε γραμματόσημο από την αφιερωμένη στους Έλληνες ευεργέτες σειρά.
Στα επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων τής Βουλής (τόμος 7, σ. 315) διαβάζουμε: «Ο εν Βουκουρεστίω τής Βλαχίας ομογενής, κύριος Απόστολος Αρσάκης, εμπνεόμενος υπό ακραιφνούς πατριωτισμού και αγάπης προς την Ελλάδα, καθίδρυσεν ιδία δαπάνη συμποσουμένη εις 300 περίπου χιλιάδας δραχμών, το εν Αθήναις Αρσάκειον Παρθεναγωγείον. Η πράξις αύτη τού κυρίου Αρσάκη, αποτελούσα εκδήλωσιν αξίαν λόγου, δικαιολογεί την εις αυτόν απονομήν τού εις τα Ελληνικά αυτού αισθήματα προσήκοντος δικαιώματος τής Ελληνικής Ιθαγενείας. Όθεν έχων υπ’ όψιν το διά τού ΥΛΗ΄ νόμου τής 16ης Ιανουαρίου 1858 τροποποιηθέν 22 άρθρον τού αστικού νόμου τής 29ης Οκτωβρίου 1856, καθ’ ό οι εν Ελλάδι καθιδρύοντες κοινωφελή καταστήματα δύνανται να πολιτογραφηθώσι διά νόμου, συνέταξα Νομοσχέδιο δι’ ού διατάσσεται η πολιτογράφησις τού Κυρίου Αποστόλου Αρσάκη ως Έλληνος. Λαβών δε την άδειαν τής Α.Μ. τού Βασιλέως, λαμβάνω την τιμήν να εισαγάγω προς υμάς το Νομοσχέδιον τούτο και την επ’ αυτού ψήφον σας.
Εν Αθήναις, την 17 Φεβρουαρίου 1858
Ο Υπουργός Εσωτερικών Κ. Προβελέγγιος»
Το γεγονός ότι ο Απόστολος Αρσάκης πήρε και επισήμως την ελληνική ιθαγένεια ήταν πράξη δικαιοσύνης. Το σκεπτικό όμως για το οποίο τού απονεμήθηκε είναι ενδεικτικό τής ευγνωμοσύνης τού ελληνικού κράτους για τον άνθρωπο που ενίσχυσε όσο κανένας άλλος τη μόρφωση των Ελληνίδων. Τα Αρσάκεια Σχολεία ανά την Ελλάδα εκπαίδευσαν τις δασκάλες τής νέας Ελλάδας, μόρφωσαν τις Ελληνίδες και συνέβαλαν στη δημιουργία τής νέας ελληνικής κοινωνίας. «Η πράξις αύτη τού κυρίου Αρσάκη, αποτελούσα εκδήλωσιν αξίαν λόγου, δικαιολογεί την εις αυτόν απονομήν τού εις τα Ελληνικά αυτού αισθήματα προσήκοντος δικαιώματος τής Ελληνικής Ιθαγενείας.»[20].
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος ‒ ιστορικός
- Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από τα Πρακτικά τού ΔΣ τής ΦΕ, τα Πρακτικά των συνεδριάσεων τής Βουλής (τόμος 7, σ. 315), την ανέκδοτη «Ιστορία τής Εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 1836-1936» τού Στέφανου Γαλάτη, το Λεύκωμα «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, Αρσάκεια ‒ Τοσίτσεια Σχολεία, 160 χρόνια Παιδείας», το Αρχείο τής ΦΕ, το βιβλίο «Απόστολος Αρσάκης» τού Δ. Μιχαλόπουλου καθώς και πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό από τον κ. Παύλο Μαυρόγιαννη, διευθυντή τού Αρσακείου Λυκείου Ιωαννίνων.
[1] Πρόκειται για τη διμερή Συνθήκη που συνομολογήθηκε με τη λήξη τού Ρωσοτουρκικού πολέμου μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μαχμούτ Β΄ - διερμηνέας Δημήτριος Μουρούζης) και Ρωσίας (Αλέξανδρος Α΄- Μιχαήλ Κουτούζοφ).
[2] Α History of Romania, Edited by Kurt W. Treptow (Iάσι, The Center for Romanian Studies. The Roman Cultural Foundation) σ. 205.
[3] Μπογιάρος ή βογιάρος (όρος σλαβικής προέλευσης) σημαίνει τον αριστοκράτη γαιοκτήμονα. Οι μεγάλοι μπογιάροι αναλάμβαναν τα αξιώματα στην Αυλή.
[4] Η οικογένεια Δάρβαρι ή Δάρβαρη, βλαχικής καταγωγής, κατάγονταν από την Κλεισούρα τής Μακεδονίας και είχαν αποκτήσει μεγάλη περιουσία και δύναμη.
[5] «Κείμενα τού Αποστόλου Αρσάκη», έκδοση ΦΕ 2016, σελ. 109.
[6] Δ. Μιχαλόπουλος, «Αρσάκης», σ.73, και Ν Vặtặmanu, “Le docteur Apostol Arsache (1789-1874)”, σ. 386.
[7] Οσποδάρος (λέξη πιθανόν σλαβική) σημαίνει «κύριος». Έτσι ονομάζονταν οι ηγεμόνες Βλαχίας και Μολδαβίας.
[8] Ο Απόστολος Αρσάκης γνώριζε και μιλούσε άριστα Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά, Λατινικά, Ρωσικά και Ρουμανικά.
[9] Τη χρονιά εκείνη βάφτισαν μαζί την Ελένη Portặrescu, όπως αναφέρει ο Δ. Μιχαλόπουλος στο έργο του «Αρσάκης», σημ. 21, σελ. 149.
[10] Αρχικά η λέξη σήμαινε αυλικό αξιωματούχο εμπιστοσύνης για τα ιδιαίτερα δωμάτια τού ηγεμόνα. Από τον 17ο αι. ο ποστέλνικος ήταν μέλος τού Συμβουλίου τού ηγεμόνα.
[11] Αλέξανδρος Μαμμόπουλος «Ο Απόστολος Αρσάκης και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», Αθήνα, Βιβλιοθήκη τής Ηπειρωτικής Εστίας Αθηνών, αρ. 31, 1970, σ. 7.
[12] «Κείμενα τού Αποστόλου Αρσάκη», έκδοση ΦΕ 2016, σελ. 109.
[13] Δ. Μιχαλόπουλος «Αρσάκης», εκδόσεις Κάκτος, σ. 55.
[14] “Commentatio de piscium cerebro et medulla spinali”, Λειψία 1836.
[15] Catagrafia Tặrii Romanesti din 1838, τόμ. 82, αρ. 1639.
[16] Δ. Μιχαλόπουλος «Αρσάκης», σ. 54.
[17] Το 1810, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο τής Χάλλης, ήταν 26 ετών κατά δήλωσή του (Μητρώο φοιτητών 1810, αρ. 78)
[18] «Κείμενα τού Αποστόλου Αρσάκη», έκδοση ΦΕ 2016, σελ. 109.
[19] Πρακτικά των συνεδριάσεων τού ΔΣ τής ΦΕ, Αθήνα 1842, Συνέλευση τής ΦΕ τής 29ης Ιουνίου 1842, σ.47.
[20] Πρακτικά Συνεδριάσεων τής Βουλής, 1858, σελ. 315.