Η Κρητική Επανάσταση και οι νεαρές Αρσακειάδες *
Μια σειρά από σημαντικές εξεγέρσεις των Κρητών εναντίον τής οθωμανικής κυριαρχίας τον 19ο αιώνα συγκλόνισε την κοινωνική και την πολιτική ζωή τού τόπου. Η σχετικά πρόσφατη ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 αναζωπύρωσε τον διακαή πόθο των Κρητικών για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και την ενσωμάτωση τής Κρήτης στο ελληνικό κράτος. Η αθέτηση των όρων τού Χατ-ι Χουμαγιούν περί τής θρησκευτικής ισοτιμίας των μειονοτήτων αλλά και το θέμα τής υψηλής φορολόγησης των μοναστηριακών περιουσιών έδωσαν το έναυσμα για μια ακόμα εξέγερση.
Στην ελεύθερη Ελλάδα η κυβέρνηση τού Μπενιζέλου Ρούφου ήταν διστακτική. Ο Κουμουνδούρος πάλι αντιμετώπιζε το θέμα θετικά. Οι Έλληνες έβλεπαν με ενθουσιασμό την Κρητική Επανάσταση. Επιτροπές συστάθηκαν στην Αθήνα και τη Σύρο για την περίθαλψη των προσφύγων, αλλά και για την ενίσχυση τού αγώνα. Τα καράβια «Κρήτη», «Ένωση», «Αρκάδι», «Πανελλήνιο» και «Ύδρα» έκαναν κρυφά δρομολόγια και μετέφεραν 2.310 τόνους εφόδια, πολεμοφόδια και εθελοντές.
Κρήτες αντάρτες το 1867
Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ανταποκρίθηκε και προσπάθησε να βοηθήσει παρέχοντας παιδεία, αλλά και ενισχύοντας τους αγωνιστές και μεριμνώντας για τα θύματα και τους πρόσφυγες. Ήδη από το 1844 έστειλε δωρεάν βιβλία στα σχολεία τής Κρήτης και λίγο αργότερα παρέδωσε στον Ι. Δ. Σταματάκη βιβλία για νεοσυστηθέν σχολείο στο Ηράκλειο. Παράλληλα δέχτηκε τρία υπότροφα κορίτσια από τα τρία διαμερίσματα τού νησιού με τη συμφωνία να επιστρέψουν στον τόπο τους, ο οποίος –όπως πίστευαν τότε– γρήγορα θα απελευθερωνόταν. Επίσης αγόρασε υλικά προκειμένου να κατασκευαστούν «χειροτεχνήματα» για να ενισχύσουν την επιτροπή που είχε συσταθεί από κυρίες υπέρ των Κρητών προσφύγων. Τα κεντήματα αυτά εκτέθηκαν για να πουληθούν. Τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν παραδόθηκαν στην επιτροπή μαζί με όσα χειροτεχνήματα έμειναν απούλητα.Έτσι συγκεντρώθηκε ικανός αριθμός χρημάτων. Η Κρητική Επανάσταση όμως τού 1866-1869 ήταν αυτή που προκάλεσε το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα. Οι πρώτες οικογένειες Κρητικών έφθασαν τον Ιούλιο τού 1866 στον Πειραιά και στη Σύρο.
Τον Νοέμβριο του 1866 οι δρόμοι τής Αθήνας δεν είχαν πια την παλιά ηρεμία. Οι κάτοικοι ήταν ανάστατοι. Η εκδηλωθείσα επανάσταση των Κρητών για την απελευθέρωσή τους και την ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα είχε συγκινήσει τους πάντες. Η απελευθέρωση των υποδούλων αδελφών ήταν γι’ αυτούς όνειρο και στόχος ζωής. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν πολύ καλά. Πολλοί Κρητικοί αναγκάστηκαν να εγκαταστήσουν τις οικογένειές τους στην Αθήνα για να γλιτώσουν από τις επιθέσεις των Τούρκων. Άλλοι πάλι, οι πιο άτυχοι, φυγαν κυνηγημένοι από τους Τούρκους για να σωθούν χωρίς να προλάβουν να πάρουν ούτε τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αυτούς τους τελευταίους, μέχρι να οργανώσουν τη ζωή τους και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, μπορούσε να συναντήσει κάποιος στους δρόμους τής πόλεως, ταλαιπωρημένους, παιδιά μέσα στο κρύο να κλαίνε από την πείνα στην αγκαλιά των μανάδων τους.
Οι επικεφαλής της εξέγερσης των κρητών το 1867
Ήταν απόγευμα και λίγες από τις εσωτερικές μαθήτριες τού Αρσακείου είχαν βγει για τον συνηθισμένο απογευματινό περίπατο, συνοδευόμενες από τις δασκάλες τους. Περπατούσαν πειθαρχημένες αλλά και χαρούμενες για την ευκαιρία που είχαν να δουν για λίγο τον εκτός Αρσακείου κόσμο, να σχολιάσουν τους περαστικούς και να συζητήσουν για τα δώρα που θα έπαιρναν την Πρωτοχρονιά. Παρά τα γέλια και την ευφορία που χαρακτήριζε πάντα τον περίπατο αυτό, την προσοχή των μαθητριών τράβηξε μια ομάδα αστέγων Κρητών προσφύγων με μικρά παιδιά τα οποία φορούσαν φθαρμένα ενδύματα και έκλαιγαν ζητώντας λίγη τροφή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τους συναντούσαν, όμως εκείνο το απόγευμα οι μικρές μαθήτριες συγκλονίστηκαν. Το κλάμα των μικρών παιδιών ακουγόταν συνέχεια στ’ αυτιά τους. Γύρισαν στο Σχολείο σκεπτικές. Είχαν αρχίσει να αισθάνονται ενοχές που τις απασχολούσε το πρωτοχρονιάτικο δώρο τους, τη στιγμή που μικρά παιδιά παρέμεναν άστεγα, χωρίς καθαρά ρούχα και τροφή. Και τότε τους ήρθε μια ιδέα. Έτρεξαν όλες μαζί και βρήκαν την επιμελήτρια. Της ζήτησαν να τις οδηγήσει στη Διευθύντρια, την Αμεναΐδα Καβανιάρη, γιατί έπρεπε να τής ζητήσουν κάτι. Επειδή κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε συχνά, η επιμελήτρια ήταν διστακτική. Η μεγάλη όμως επιμονή των κοριτσιών την ανάγκασε να οδηγήσει τις μαθήτριες στην Υποδιευθύντρια Καλλιόπη Πετροκοκκίνου. Εκείνη, με την πείρα που διέθετε, κατάλαβε ότι τα νεαρά κορίτσια απασχολούσε κάτι εποικοδομητικό και έσπευσε να τα οδηγήσει στη Διευθύντρια.
Η Καβανιάρη διάβαζε στο γραφείο της όταν ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Η Διευθύντρια απάντησε και οι μαθήτριες μπήκαν στο γραφείο αμήχανες αλλά αποφασισμένες, συνοδευόμενες από την Υποδιευθύντρια που τις είχε προαναγγείλει. Η Καβανιάρη κοίταξε τις μαθήτριες με απορία και ρώτησε αυστηρά κρύβοντας ένα χαμόγελο: «Λοιπόν; Σας ακούω. Ποιος είναι ο σκοπός της επισκέψεώς σας;». Οι μικρές τα έχασαν. Κοίταξε η μία την άλλη και στο τέλος μία, η πιο θαρραλέα, είπε: «Κυρία Διευθύντρια, στον περίπατο απόψε συναντήσαμε κάποιες οικογένειες Κρητών προσφύγων σε κακή κατάσταση. Τα παιδιά τους έκλαιγαν, κρύωναν και οι μητέρες προσπαθούσαν να τα παρηγορήσουν. Μας ήρθε μια ιδέα την οποία θέλουμε να σας μεταφέρουμε. «Σας ακούω. Πείτε μου την ιδέα σας.». «Επί τω νέω έτει είθισται να μας προσφέρετε δώρα, αθύρματα και παιχνίδια. Το ίδιο θα γίνει και εφέτος. Έτσι δεν είναι;». «Μάλλον» απάντησε η Διευθύντρια σοβαρή. Η μαθήτρια τότε συνέχισε ακάθεκτη: «Ωραία. Θα θέλαμε λοιπόν να σας παρακαλέσουμε τα δώρα μας εφέτος να είναι υφάσματα για να ράψουμε ενδύματα για τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους.». «Μπράβο που το σκεφθήκατε, παιδιά. Φυσικά και θα το κάνουμε. Θα φροντίσω να γίνουν όλα σωστά και όπως το επιθυμείτε.»’
Συσσίτιο για τους κρήτες πρόσφυγες
Τη χρονιά εκείνη το δώρο τής πρωτοχρονιάς δόθηκε πολύ νωρίτερα. Το Σχολείο προμηθεύτηκε το απαραίτητα υλικά για τα ενδύματα και μια ευγενική κυρία, που δεν θέλησε να μαθευτεί το όνομά της, προσέφερε 150 δρχ. για να αγοραστούν περισσότερα υλικά. Όλες οι μαθήτριες εργάστηκαν με απερίγραπτο ενθουσιασμό. Την παραμονή τού νέου έτους, συνοδευόμενες από τη Διευθύντρια και την Υποδιευθύντρια, επισκέφθηκαν τις κατοικίες κάποιων προσφύγων από την Κρήτη. Εκεί, οι ίδιες οι μαθήτριες προσέφεραν στους πρόσφυγες τα ενδύματα που είχαν ράψει, έπαιξαν με τα παιδάκια και αναχώρησαν αφού ευχήθηκαν ο νέος χρόνος να φέρει σε όλους αυτό που επιθυμούσαν.
Την ιστορία αυτή διέσωσε ο Στέφανος Γαλάτης στην ανέκδοτη «Ιστορία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας». Και είναι από αυτές τις ιστορίες που αποδεικνύουν ότι η εκπαίδευση αν δεν συνοδεύεται από την σωστή αγωγή είναι ατελέσφορη. Και φαίνεται ότι το Αρσάκειο δεν προσέφερε στις μαθήτριες στείρα γνώση αλλά και ουσιαστική αγωγή.
- Το κείμενο βασίζεται στην "Ανέκδοτη ιστορία της Φ.Ε." του Στ. Γαλάτη και σε πληροφορίες από την "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" Εκδοτική Αθηνών τόμος ΙΓ 1977 και την Wikipedia
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός