Η πρωινή προσέλευση των Αρσακειάδων στο σχολείο τους το 1893
Η παρουσία ενός παρθεναγωγείου στο αναπτυσσόμενο κέντρο τής πόλεως των Αθηνών αποτελούσε πόλο έλξης πολλών φοιτητών αλλά και πολιτών, οι οποίοι συνωστίζονταν στις γύρω οδούς για να θαυμάσουν τις νεαρές Αρσακειάδες. Συγγραφείς, σατιρικοί ποιητές αλλά και δημοσιογράφοι περιέγραψαν με γλαφυρότατο τρόπο τη στιγμή που οι μαγικές πόρτες τού Σχολείου άνοιγαν και ένας στρατός από νεαρά και χαριτωμένα κορίτσια από 12 μέχρι 20 ετών ξεχύνονταν στον δρόμο. Αλλά και το πρωί, όταν με πολύ κόπο οι νεαρές Αρσακειάδες τού Εξωτερικού Σχολείου προσπαθούσαν να φθάσουν στο Σχολείο, ο αγώνας τους να περάσουν μέσα από ένα πλήθος λιμοκοντόρων αλλά και διαφόρων μικροπολιτών δεν άφησε ασυγκίνητους ούτε τον Τύπο ούτε τους συγγραφείς τής εποχής.
Το Αρσάκειο το 1886 (από το Αρχείο τής ΦΕ)
Στο βιβλίο του «Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ τού αθηναϊκού βίου» ο Νικόλαος Σπανδωνής περιέγραψε την Αθήνα στα τέλη τού 19ου αι. (1893). Στο κεφάλαιο μάλιστα «Ο φοιτητής και η Αρσακειάς», ο φοιτητής Στανάς συνοδεύει την κόρη τής σπιτονοικοκυράς του στο Αρσάκειο το πρωί τής πρώτης σχολικής ημέρας και περιγράφει τι συνέβαινε τότε γύρω από το εκπαιδευτήριο.
«Αντικρύ εφαίνετο το Αρσάκειον, με την αρχαϊκωτάτην και αληθώς εν στιγμή εμπνεύσεως συλληφθείσαν πρόσοψιν. Το προ αυτού πεζοδρόμιον ήν κατάμεστον κορασίδων. Εξ όλων των πέριξ οδών, τής οδού Σανταρόζα, Πινακωτών [η σημερινή Χαρ. Τρικούπη[, Παρθεναγωγείου [η σημερινή Πεσμαζόγλου[, Ιπποκράτους, Αρσάκη συνέρρεον κοράσια μικρά και μεγάλα, με ποικιλόσχημα καπέλα, με πολυχρώμους ποδιάς, με τα καλαθάκια τους, με ταις σάκκαις των, εύθυμα, γελαστά, πλήρη ευθυμίας, πάντα όμως φέροντα αποτυπωμένα επί τού προσώπου των τα ίχνη τής αναιμίας και τής χλωρώσεως, υφ’ ων καταβασανίζεται πάσα η μαθητεύουσα θήλεια νεολαία των Αθηνών.». Φυσικά ο Σπανδωνής δεν είναι ο μόνος που θεωρούσε ότι οι κοπέλες που εκπαιδεύονται είναι χλωμές και αναιμικές από την κούραση που τους προκαλούσε η γνώση. Πάντως αυτό το πολύχρωμο πλήθος κοριτσιών (είναι οι εξωτερικές μαθήτριες που προσέρχονταν με μπλε ποδιές και οι ημισύσσιτες με γαλάζιες ποδιές), μαζεμένο πρωί-πρωί έξω από το Αρσάκειο, από ό,τι φαίνεται δεν προσήλκυε μόνο θαυμαστές αλλά και εμπόρους, που πουλούσαν προϊόντα δυστυχώς «υπόπτου καθαριότητος».
Ο μετακληθείς από τη Φ.Ε. Γάλλος φωτογράφος J. David αποτύπωσε την παρουσία ενός «κουλουρά» επί τής οδού Σταδίου μπροστά στην πρώην οικία Βούρου. (απο το φωτογραφικό αρχείο της Φ.Ε.)
«Κατά μήκος τής κυρίας προσόψεως και τού Προτύπου παλαιού οικοδομήματος, κειμένου εις την γωνίαν των οδών Αρσάκη και Πανεπιστημίου, ίσταντο εις παράταξιν οι κουλουρτζήδες με τα πλατέα ξύλινα τεψιά των και τις τριγωνοειδείς βάσεις των, εκθέτοντες τα κουλούρια των και εκθειάζοντες την ποιότητά των, ενώ έτεροι προνομιούχοι, σύντροφοι ίσως τού θυρωρού και τής επιστάτριας, είχον στήσει τα φορητά κουλουροπωλεία των εντός αυτής τής αυλής τού Προτύπου.». […] «Πάντες άνθρωποι τής τελευταίας υποστάθμης, βρωμεροί, ακάθαρτοι, φάτσαι απαίσιαι, με οφθαλμούς βουρκωμένους, πλήρεις ασελγεστάτων πόθων, κατατρώγοντες τα κοράσια με ανεκφράστου πόθου ματιαίς, οικτροί Σειληνοί, δεινόν απώζοντες και δηλητηριάζοντες με τα μάτια των, με τα χέρια των, με αυτή την τραγίσια οσμήν των τα αθώα πλάσματα, άτινα η ένοχος ακηδία των αρχών τού Αρσακείου άφηνε να συγχρωτίζονται προς τους τραγόποδας τούτους φαύνους.».
Η περιγραφή αυτή δικαιολογεί απόλυτα τα αλλεπάλληλα αιτήματα τού Δ.Σ. τής Φ.Ε. προς την Αστυνομία Αθηνών να αστυνομεύονται οι χώροι γύρω από το Σχολείο, διότι κατά την ώρα εισόδου και εξόδου των μαθητριών συνωστίζονται αναιδείς νέοι. Γιατί βέβαια δεν έλειπαν και οι λιμοκοντόροι, οι «θαυμαστές» των νεαρών κοριτσιών. «Εις το αντίκρυ πεζοδρόμιον και εις γωνίαν των οδών Πινακωτών και Παρθεναγωγείου, νεαροί φοιτηταί, υπαλληλίσκοι, μαθηταί των Γυμνασίων ανέμενον τας γνωστάς εις αυτούς από το παρελθόν έτος Αρσακειάδας, τας εχαιρέτον, τας επείραζον, ανεκαίνιζον τάς διά τής μακράς θερινής απουσίας χλιανθείσας σχέσεις των, ενώ άλλοι εκάθηντο εκεί απλώς παρατηρούντες τας παχείας γάμπας των κορασίδων και τα ηβάζοντα στήθη των ή και με την ελπίδα να συνδέσωσι σχέσεις μετά τινος εξ αυτών. Άλλοι πάλιν συνοδεύοντες Αρσακειάδας εκ μακρινών συνοικιών μόλις επλησίαζον προς το Αρσάκειον τας απεχαιρέτον και πλησιάζοντες προς τους διαφόρους ομίλους, τας επεδείκνυον με τρόπον εις τους φίλους των διερχομένας. […]».
Το κουλούρι ήταν ένα αγαπημένο έδεσμα των μικρών μαθητριών. Τόσο πολύ μάλιστα, ώστε στη φωτογραφία τού 1886, που τράβηξε ο Γάλλος φωτογράφος J. David, μια μικρή μαθήτρια δεν θέλησε να το αφήσει από τα χέρια της, αλλά το απαθανάτισε και μάλιστα μισοδαγκωμένο. (απο το φωτογραφικό αρχείο της Φ.Ε.)
Έτσι κυλούσε η ζωή στην Αθήνα τις πρωινές ώρες τού 1893 στην είσοδο τού Αρσακείου, το οποίο τότε δεν είχε τη σημερινή του μορφή, αφού υπήρχαν ακόμη τα παλαιά κτήρια που κατεδαφίστηκαν το 1900.
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος ‒ ιστορικό
- Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε. και στο βιβλίο τού Νικολάου Σπανδωνή «Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ τού αθηναϊκού βίου».