Όταν σχόλαγε το Αρσάκειο τον 19ο αιώνα
Τα σκήπτρα στην περιγραφή τού σχολάσματος τού Αρσακείου σίγουρα κατέχει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Στο έργο του άντλησε πολλές φορές έμπνευση από το Αρσάκειο και την παρουσία τόσων κοριτσιών στο κέντρο τής Αθήνας. Ρομαντικές ιστορίες αγάπης, φλερτ και συναντήσεις φοιτητών με Αρσακειάδες είναι άλλωστε και το θέμα τού θεατρικού του έργου «Φοιτητές», το οποίο αποτέλεσε τη μεταφορά στο θέατρο τού μυθιστορήματος «Φοιτητές και Αρσακειάδες», το οποίο είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα. Το θέμα τού μυθιστορήματος είναι οι περιπέτειες που πέρασε ο έρωτας τού νεαρού φοιτητή Νομικής Τάσου με την Αρσακειάδα Φανίτσα. Το πρώτο κεφάλαιο τού βιβλίου έχει τον τίτλο «Το σχόλασμα τού Αρσακείου» και περιγράφει ακριβώς τη στιγμή που οι εξωτερικές Αρσακειάδες βγαίνουν από το Σχολείο τους. Άλλωστε σε μια τέτοια στιγμή γνωρίστηκαν για πρώτη φορά οι δύο ήρωες τού συγγραφέα. Η δράση τού μυθιστορήματος τοποθετείται στο τέλος τού 19ου αι., αφού τα κτήρια που περιγράφει ο Ξενόπουλος είναι τα παλαιά, πριν από την ανοικοδόμηση τού 1900. Ο Ξενόπουλος καθιστά σαφές ότι δεν του αρέσουν τα νέα κτήρια. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος που έβλεπε την ανομοιογένεια των νέων κτηρίων, γι’ αυτό και το Δ.Σ. τής Φ.Ε. ανέθεσε στον Τσίλλερ την εξωτερική ενοποίηση των νέων κτηρίων.
Το παλαιό κτήριο τού Τοσιτσείου στη γωνία Σταδίου και Τυπογραφίας (σήμερα Αρσάκη). Από την πόρτα αυτή έμπαιναν και έβγαιναν οι εξωτερικές Αρσακειάδες. (Φωτογραφικό αρχείο ΦΕ)
«Στην οδό Σταδίου, εκείνη την ώρα, η κίνηση ήταν ζωηρή. Από το δεξί πεζοδρόμι, οι Αθηναίοι στολισμένοι για περίπατο, ανθοστολισμένοι μάλιστα οι περισσότεροι, ανέβαιναν προς την πλατεία τού Συντάγματος. Λιγότεροι κατέβαιναν προς την Ομόνοια. Μα κι απ’ αυτούς και από 'κείνους, μερικοί σταματούσαν, αργοπερπατούσαν ή έκαναν το βήμα τους σχεδόν σημειωτόν, στο μέρος εκείνο τού πεζοδρομίου που το κόβουν οι δρόμοι Παρθεναγωγείου και Γεωργίου Σταύρου… Δεν ήταν μόνον νέοι και παιδιά, φοιτητές και μαθητές. Ήταν και μεγάλοι, μεσόκοποι, γέροι. Και δεν ήταν μόνο από την τάξη των λιμοκοντόρων ‒όπως λεγόταν τότε κάθε άνθρωπος με κολλαρισμένο γιακά‒ ,ήταν κι από την τάξη που φορούσε ζωνάρι και γαρίφαλο στ’ αυτί […] Περίεργο πράγμα! Τι ήθελαν, τι περίμεναν, τι κρυφογύρευαν εκεί τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, ένας-ένας ή δύο-δύο; […] Ήξεραν, αυτοί μονάχοι, πως εκείνη την ώρα, σ’ εκείνο το μέρος τής οδού Σταδίου, θα παρουσιάζονταν κάτι έκτακτο ή θα περνούσε καμία αξιοθέατη πομπή; […] Για την ώρα δεν φαίνονταν να προσέχουν παρά σε μία πόρτα αντικρινή. Αυτή κοίταζαν κάθε τόσο. Ήταν μεγάλη, βαθυπράσινη, παλιά και κλειστή. Κι απέξω περίμεναν κάτι παιδάκια σαν υπηρέτες, κάτι κοριτσάκια σαν δουλίτσες, κάτι γυναικούλες, κάτι μαθητούδια…».
Σε πρώτο πλάνο η οικία Βούρου (απο το Φωτογραφικό Αρχείο της ΦΕ)
«Μήπως;… Μα ναι, αυτό ακριβώς! Σε λίγο η πόρτα εκείνη θα διαπλατυνόταν και στο δρόμο θα ξεχυνόταν πραγματικά η πιο αξιοθέατη παρέλαση: ένα πλήθος τρυφερά, δροσερά, χαριτωμένα κορίτσια, από δώδεκα χρονών ίσα με δεκαοκτώ, ίσα με είκοσι! Ξέρετε εσείς ωραιότερο θέαμα; Γιατί η μεγάλη εκείνη παλιόπορτα δεν ήταν παρά η ʺείσοδοςʺ τού ʺεξωτερικού σχολείου τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείαςʺ, με άλλους λόγους τού Αρσακείου, που εκείνο τον καιρό, πριν γίνει το τεράστιο και ακαλαίσθητο κτίριο που θαυμάζουμε σήμερα, βρισκόταν στην οδό Σταδίου.».
«Αλλά κι απ’ άλλη πόρτα την ίδια ώρα το Αρσάκειο ξέχυνε τα κορίτσια του. Από τη μεγαλοπρεπή εκείνη τής οδού Πανεπιστημίου. Μα δεν μπαινόβγαιναν από κείθε παρά οι ʺεσωτερικέςʺ ή όσες φοιτούσαν στο ʺΕσωτερικόʺ… Και στην οδό Πανεπιστημίου μπορούσε κανείς να δει την ίδια ώρα ανθρώπους να περιμένουν. Επειδή μάλιστα από το μέρος εκείνο ο περίπατος δεν ήταν πυκνός, οι άνθρωποι αυτοί, σταματημένοι κάτω από τα δεντράκια, σχεδόν στην ερημιά, ξεχώριζαν περισσότερο. Αλλά τόσο στην οδό Σταδίου όσο και στην οδό Πανεπιστημίου, εκείνο τον καιρό, μεσημέρι και βράδυ έβλεπε κανείς και ένα σωρό Αστυφύλακες. Επέβλεπαν το σχόλασμα τού Αρσακείου. Γιατί μη βλέπετε σήμερα. Το κακό τότε είχε παραγίνει. Εκτός από τους νέους που τους έσπρωχνε, όπως δα γίνεται και τώρα, ένα αισθηματάκι, μα και κάθε παλιάνθρωπος τής Αθήνας που λαχτάριζε να ιδεί λίγη γάμπα (κι εκείνο τον καιρό ούτε οι κυρίες φορούσαν κοντά φουστάνια σαν μαθήτριες ούτε στα θέατρα οι επιθεωρήσεις είχαν ξεγυμνωθεί τόσο) φρόντιζε να βρίσκεται μεσημέρι και βράδυ στα περίχωρα τού Αρσακείου. Το σκάνδαλο παρατηρήθηκε, οι εφημερίδες φώναξαν Ω, ήθη!, Ω, καιροί! κι η Αστυνομία, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, έστελνε Αστυφύλακες να κρατούν τουλάχιστον την τάξη. Κι η τάξη αυτή ήταν: Βλέπετε από μακριά όσο θέλετε. Σε όλα υπάρχει νόμος, στα μάτια όχι όμως! Μην πειράζετε τα κορίτσια και μην τα παίρνετε από πίσω…».
«Επιτέλους! Η πόρτα κουνιέται, χάσκει, ανοίγει, διαπλατώνεται. Και μια γυναίκα, σαν επιστάτρια, απλώνει τα χέρια να εμποδίσει εκείνους που περίμεναν απέξω και με το άνοιγμα τής πόρτας μαζεύτηκαν ένα κουβάρι και την έφραξαν αυτοί. ʺΚάμετε πίσω λοιπόν! Πώς θα βγουν τα κορίτσια;ʺ Πρώτα-πρώτα πετιούνται δύο μικρά […] Έπειτα βγαίνουν άλλες δύο μεγαλύτερες, άλλες τρεις μικρότερες […]. Τις περισσότερες δεν τις περιμένει ούτε υπηρέτης ούτε μητέρα ούτε γιαγιά. Σχολάζουν μοναχές τους φορτωμένες τα πράγματά τους και σκεπασμένες από πάνω ώς κάτω με τις σκούρες ποδιές και με τα μεγάλα πλατύγυρα καπέλα. Το αριστερό πεζοδρόμι έχει γεμίσει από κορίτσια… Ξεχύνονται, σκορπούν… Ούτε γέλια ούτε ματιές ούτε δυνατές κουβέντες. Το ξέρουν πως τα βλέπουν απ’ ολούθε και φεύγουν ντροπαλά, με χαμηλωμένα μάτια, να φύγουν, να γλυτώσουν… Αν δεν κοιτάζουν όμως κρυφοβλέπουν και τίποτα δεν τους ξεφεύγει…».
Το υπέροχο αυτό κείμενο τού Ξενόπουλου δεν είναι μόνο γλαφυρά γραμμένο αλλά και απόλυτα ορθό από ιστορική άποψη. Το 1878 το Δ.Σ. τής Φ.Ε. αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια τής Αστυνομίας γιατί «κατά τις ώρες εισόδου και εξόδου των μαθητριών συναθροίζοντο εκεί αναιδείς νέοι». Έτσι η Αστυνομία ήταν υποχρεωμένη να φυλάει το Αρσάκειο 3 φορές την ημέρα. Μία το πρωί κατά την άφιξη, δεύτερη το μεσημέρι, όταν αναχωρούσαν οι «εξωτερικές μαθήτριες», και τρίτη το απόγευμα, όταν αναχωρούσαν οι ημισύσσιτες μαθήτριες, αυτές δηλαδή που έτρωγαν στο Σχολείο και παρακολουθούσαν διάφορα επιπρόσθετα μαθήματα άλλες 3 ώρες.
Το τι ακριβώς σήμαινε η «φύλαξη» αυτή, εκτός από την επιτυχημένη περιγραφή τού Ξενόπουλου, μας το φανερώνει και η σατιρική εφημερίδα «Ραμπαγάς» (Α΄ έτος, αρ. 30). Την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 1878 ο δημοσιογράφος μιλάει για τα αστυνομικά μέτρα που επιβλήθηκαν. Οι αστυνομικοί ρωτούσαν τους πολίτες γιατί περνούσαν από εκεί και πού ήθελαν να πάνε. Τους επέτρεπαν τη δίοδο αλλά όχι και τη στάση. Όλη αυτή η διαδικασία ήταν φυσικό να πυροδοτήσει σατιρικά σχόλια.
«Τι στέκεις, αυτού στη γωνιά τής οδού Παρθεναγωγείου; Καμμίαν Αρσακειάδα, διάβολε, θα έχεις στο μάτι.
‒ Τι λες, αδελφέ, θέλω να περάσω να πάω στο σπίτι μου και δεν μπορώ. Πρέπει να έχω εισητήριον από το συμβούλιον τού Αρσακείου.
‒ Πώς εισιτήριον;[1] Μήπως θα μπεις στο Αρσάκειον;
‒ Διαβατήριον πες.»
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ένα σχολείο θηλέων στο κέντρο τής Αθήνας τον 19ο αι. ξεσήκωνε τους νέους, και όχι μόνο, άρρενες τής πόλεως με ή χωρίς διαβατήριο.
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος ‒ ιστορικός
- Το κείμενο βασίστηκε σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε., το μυθιστόρημα τού Γρ. Ξενόπουλου, δημοσιεύματα τού Τύπου και το δημοσίευμα τής εφημερίδας «Ραμπαγάς».
[1] «Εισιτήριον» ονομαζόταν το έγγραφο που έφερε την υπογραφή τής διευθύντριας τού Αρσακείου και με το οποίο έπρεπε να είναι εφοδιασμένες οι μαθήτριες αλλά και όλοι όσοι επιτρεπόταν να εισέλθουν στο κτήριο. Άρα εδώ η λέξη δεν έχει την κοινή αλλά μία ιδιαίτερη σημασία.