Οι ελλοχεύοντες κίνδυνοι από το διπλανό οικόπεδο
Με την αγορά της οικίας Βάμβα το 1868, το Αρσάκειο είχε πια στην κυριότητά του ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο που περικλειόταν από τις οδούς Βουλεβάρτου (Πανεπιστημίου), Τυπογραφίας (Αρσάκη), Σταδίου, και Μενάνδρου (Πεσμαζόγλου). Όμως η Αθήνα μεγάλωνε πολύ γρήγορα και το Αρσάκειο Μέγαρο βρισκόταν πια στο κέντρο τής πόλεως και προσπαθούσε με δυσκολία ‒είναι η αλήθεια‒ να προστατέψει τις νεαρές μαθήτριες από τα αναιδή βλέμματα των λιμοκοντόρων, των φοιτητών αλλά και πολλών άλλων.
Τα σχέδια τού Σταμάτη Κλεάνθη για το Αρσάκειο (ΓΑΚ)
Ήδη από την εποχή που εκπονούντο τα αρχιτεκτονικά σχέδια τού Σχολείου η προστασία των «κορασίων» από τους περιοίκους απασχόλησε και τους δύο αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με αυτά. Για να προστατεύσει, λοιπόν, τους κοιτώνες και τις αίθουσες διδασκαλίας από τα γεμάτα περιέργεια βλέμματα των περιοίκων, το Δ.Σ. τής Φ.Ε. αποφάσισε ομόφωνα ότι το κτήριο έπρεπε να κτιστεί σε αυλόγυρο, ώστε να μην υπάρχουν κοιτώνες επί των οδών Μενάνδρου (Πεσμαζόγλου) και Βουλεβάρτων (Πανεπιστημίου). Δυστυχώς όμως, εξαιτίας τής οικίας Βάμβα που περιόριζε τον χώρο, δεν ήταν εύκολο η οικοδομή να απομακρυνθεί από την οδό Μενάνδρου ούτε να μετακινηθεί πιο πίσω για να μη μειωθεί ο κήπος. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ο Σταμάτης Κλεάνθης τοποθέτησε το σε σχήμα Π κτήριο με τα άκρα των πλευρών τού Π να βλέπουν στην Πανεπιστημίου.
Από τη φωτογραφία αυτή τού 1886, όπου διακρίνεται ένας από τους κοιτώνες τού Αρσακείου, φαίνεται καθαρά η τοποθέτηση των παραθύρων πολύ ψηλά για να μη μπορούν οι περίοικοι, ακόμα και αν είναι στο ίδιο ύψος με το δωμάτιο, να βλέπουν τις μαθήτριες. (Αρχείο ΦΕ)
Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου πάλι βρήκε μια άλλη περίεργη λύση. Τοποθέτησε τα παράθυρα των αιθουσών σε ύψος 2 μέτρων από το έδαφος, ώστε να είναι αδύνατον σε όσους έμεναν στην απέναντι πλευρά τής οδού Μενάνδρου να βλέπουν τα νεαρά κορίτσια, αλλά συγχρόνως να είναι και πολύ δύσκολο για όποιον ήθελε να τα ανοίξει ή να τα κλείσει από μέσα. Είναι σαφές πάντως ότι μέλημα όλων την εποχή εκείνη ήταν η προστασία των μαθητριών. Ο Ξενόπουλος στο πρώτο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος «Φοιτηταί και Αρσακειάδες» εξηγεί την αιτία. «Γιατί μη βλέπετε σήμερα. Το κακό τότε είχε παραγίνει. Εκτός από τους νέους που τους έσπρωχνε, όπως δα γίνεται και τώρα, ένα αισθηματάκι, μα και κάθε παλιάνθρωπος τής Αθήνας που λαχτάριζε να ιδεί λίγη γάμπα (κι εκείνο τον καιρό ούτε οι κυρίες δεν φορούσαν κοντά φουστάνια σαν μαθήτριες ούτε στα θέατρα οι επιθεωρήσεις είχαν ξεγυμνωθεί τόσο) φρόντιζε να βρίσκεται μεσημέρι και βράδυ στα περίχωρα τού Αρσακείου.».
Το «Αρσάκειο Μέγαρο» το 1886. Ακόμη και στην εμβληματική αυτή φωτογράφιση παρατηρούμε ότι οι «τυχαία» παρευρισκόμενοι στην Πανεπιστήμιου είναι όλοι άνδρες. (Αρχείο ΦΕ)
Ήδη από το 1857 το Δ.Σ. τής Φ.Ε. είχε στείλει επιστολή στην Αστυνομία ζητώντας της βοήθεια. Έτσι στα Πρακτικά τής 11ης Οκτωβρίου του 1857 διαβάζουμε: «Η Προεδρία παρακαλεί την Διοικητικήν Αστυνομίαν Αθηνών και Πειραιώς όπως λάβη τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα, διότι εις την μικράν πύλην τής εισόδου και εξόδου των μαθητριών συσσωρεύονται κακοήθεις νέοι».
Η Αστυνομία, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, έστελνε αστυφύλακες να κρατούν τουλάχιστον την τάξη. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Και όπως λέει και ο Ξενόπουλος: «Κι η τάξη αυτή ήταν: Βλέπετε από μακριά όσο θέλετε. Σε όλα υπάρχει νόμος, στα μάτια όχι όμως! Μην πειράζετε τα κορίτσια και μην τα παίρνετε από πίσω….».
Και ενώ το Δ.Σ. προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποδείξει την αλήθεια των στίχων τού Παλαμά:
«Ω ναι! Την αγιοσύνη σου καμιά εκκλησιά δεν έχει.
Κανένας κήπος καρπερή, σαν τη δική σου νιότη»
μεγάλος κίνδυνος άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα το 1876, όπως διαβάζουμε στα Πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων τής Φ.Ε.: «Είναι τοις πάσι γνωστόν ότι η Κυβέρνησις αγοράσασα το παρακείμενον τη Εθνική Τυπογραφία γήπεδον αποφάσισε να κτίση επ’ αυτού τα Δικαστήρια. Το Συμβούλιον, βλέπον πρώτον τα παράθυρα μεγάλου κτηρίου απέχοντα μόλις 4 μέτρα εκ τού Παρθεναγωγείου, ήθελον βλέπει εντός αυτού και ήθελον εκτεθεί τα κοράσια εις διηνεκή σκόπευσιν παντοίων υπαλλήλων και φοιτητών των δικαστηρίων και δεύτερον άπειρον πλήθος ποικίλης ποιότητος ήθελον πολιορκεί τα κοράσια εισερχόμενα εις τα σχολεία και εξερχόμενα και προβλέπον το μέγα κακόν το απειλούν την ηθικήν τού Παρθεναγωγείου, ανεφέρθη εις τον Πρόεδρον τού Υπουργικού Συμβουλίου, τον Πρόεδρον τής Βουλής και την μεγαλειοτάτην Βασίλισσαν, την προστάτιν τής Εταιρείας, παρακαλούν να ανεγερθώσι αλλαχού τα δικαστήρια.».
Το 1876 ήταν ένα σχετικά ήρεμο έτος για την Ελλάδα. Πρωθυπουργός τής χώρας ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ένας άνθρωπος που τον χαρακτήριζε μετριοπάθεια, ευθύτητα, ψυχραιμία αλλά και τόλμη και πρόεδρος τής Βουλής ήταν ο Θρασύβουλος Ζαΐμης. Ενώ είχε ξεσπάσει ο πόλεμος Σερβίας και Μαυροβουνίου κατά τής Τουρκίας, δεν φαινόταν να επηρεάζει ακόμη την Ελλάδα. Ο Κ. Καραπάνος διενεργούσε τις πρώτες ανασκαφές στη Δωδώνη, ενώ ο Ερρίκος Σλήμαν μετά τις ανασκαφές στην Τουρκία, ξεκινούσε ανασκαφές στις Μυκήνες, όπου αποκάλυψε τον «τάφο τού Αγαμέμνονα». Λίγοι ίσως διέβλεπαν τον επερχόμενο Ρωσοτουρκικό πόλεμο που θα ξεσπούσε τον επόμενο χρόνο. Η βασίλισσα Αμαλία υποστήριζε πάντα το Αρσάκειο και ήταν περήφανη γι’ αυτό.
Όλους αυτούς κινητοποίησε το Δ.Σ. τής Φ.Ε. για την αποτροπή τής ανέγερσης των Δικαστηρίων. Την εποχή εκείνη πρόεδρος τής Φ.Ε. ήταν ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, γιος τού Αλέξανδρου και βουλευτής με το κόμμα τού Τρικούπη, γενικός γραμματέας ο Χρήστος Νικολαΐδης Φιλαδελφέας, μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης από τη Φιλαδέλφεια τής Μικράς Ασίας, ενώ μεταξύ των μελών τού Δ.Σ. ήταν ο Κωνστ. Κοντογόνη κ.ά. Τελικά, παρά το γεγονός ότι τα θεμέλια για το κτήριο των Δικαστηρίων είχαν ήδη ανασκαφεί, κατάφεραν ώστε «υψώθη φωνή συμπαθής εν τη Βουλή» και έτσι σταμάτησαν οι εργασίες.
Για τον σημερινό Αθηναίο ίσως το γεγονός αυτό να θεωρείται υπερβολικό και γραφικό. Ήταν όμως; Αν ανατρέξουμε στις πηγές τής εποχής θα διαπιστώσουμε ότι πράγματι πολύς κόσμος συνωστιζόταν στα σημεία εισόδου και εξόδου των μαθητριών τού Αρσακείου Στο βιβλίο του «Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ τού αθηναϊκού βίου» ο Νικόλαος Σπανδωνής περιγράφει ως εξής την Αθήνα στα τέλη τού 19ου αι. (1893): «Κατά μήκος τής κυρίας προσόψεως και τού Προτύπου, παλαιού οικοδομήματος, κειμένου εις την γωνίαν των οδών Αρσάκη και Πανεπιστημίου ίσταντο εις παράταξιν οι κουλουρτζήδες με τα πλατέα ξύλινα τεψιά των και τις τριγωνοειδείς βάσεις των, εκθέτοντες τα κουλούρια των και εκθειάζοντες την ποιότητά των. […] Πάντες άνθρωποι τής τελευταίας υποστάθμης, βρωμεροί, ακάθαρτοι, φάτσαι απαίσιαι, με οφθαλμούς βουρκωμένους, πλήρεις ασελγεστάτων πόθων, κατατρώγοντες τα κοράσια με ανεκφράστου πόθου ματιαίς, οικτροί Σειληνοί, δεινόν απώζοντες και δηλητηριάζοντες με τα μάτια των, με τα χέρια των, με αυτή την τραγίσια οσμήν των τα αθώα πλάσματα …». Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να φανταστούμε τι θα γινόταν αν στους «νέους που τους έσπρωχνε ένα αισθηματάκι, μα και σε κάθε παλιάνθρωπο τής Αθήνας που λαχτάριζε να ιδεί λίγη γάμπα», που λέει ο Ξενόπουλος, και τους «κουλουρτζήδες και τους ανθρώπους τελευταίας υποστάθμης, τους βρωμερούς και ακάθαρτους», που λέει ο Ν. Σπανδωνής, προστίθεντο και «παντοίοι υπάλληλοι και φοιτητές των δικαστηρίων [συχνάζοντες στα Δικαστήρια[ και πλήθος ποικίλης ποιότητος» το οποίο «θα έθετε τα κοράσια σε διηνεκή σκόπευσιν». Και το κυριότερο, αυτό δεν θα γινόταν μόνο στις πέριξ οδούς αλλά και στους ορόφους.
Άποψη τού Αρσακείοu από την οδό Σταδίου. Στη γωνία Τυπoγραφίας και Σταδίου βρισκόταν το Τοσίτσειο, δίπλα το Νηπιαγωγείο και στη γωνία με την οδό Μενάνδρου η οικία Βούρου. Αυτή ήταν η εικόνα τού οικοδομκού τετραγώνου τής Φ.Ε. το 1886. (από το Αρχείο τής Φ.Ε.)
Στα ίδια Πρακτικά γίνεται λόγος για τα σχέδια που ο Χ.Ν. Φιλαδελφέας είχε για το διπλανό οικόπεδο. «Γίνεται σκέψις και το παρακείμενον τω Αρσακείω τετράγωνον να περιέλθει, ει δυνατόν, εις την κυριότητα τής Εταιρείας και τούτου κατορθωθέντος δεν θα αποκλείη αύτη τού λοιπού εις εκατοντάδας κορασίων την είσοδον εις τα σχολεία της, και θέλει έχει τον αναγκαίον χώρον, ον στερείται σήμερον διά την γύμνασιν και λοιπών ανέσεων των κορασίων.».
Το Δ.Σ. τής Φ.Ε. γνώριζε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε λόγω τής έλλειψης χώρου και ήθελε να δημιουργήσει χώρους άθλησης. Όμως η ΦΕ δεν αγόρασε ποτέ το γειτονικό οικόπεδο. Η πόλη μεγάλωνε και το 1900 κατεδαφίστηκαν όλα τα κτήρια πλην τού Αρσακείου Μεγάρου και κτίστηκαν καινούργια, τριώροφα. Στο ισόγειο δημιουργήθηκαν καταστήματα και οι σχολικές αίθουσες βρίσκονταν στους επάνω ορόφους. Το νέο κτήριο περιελάμβανε κλειστό γυμναστήριο και αίθουσα εκδηλώσεων. Το κράτος άργησε πολύ να αποκτήσει Δικαστικό Μέγαρο. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία έκτισε νέο σύγχρονο σχολείο στο Ψυχικό. Όταν μάλιστα το 1937 αποχώρησαν και οι τελευταίες μαθήτριες από το Αρσάκειο Μέγαρο στην Πανεπιστημίου και μεταγέρθηκαν στο Τοσίτσειο, στην οδό Αχαρνών, η απογοήτευση των Αθηναίων ήταν μεγάλη. Γιατί τελικά το οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο τής Αθήνας νοικιάστηκε για τη στέγαση τού Ειρηνοδικείου και τού Πρωτοδικείου Αθηνών. Αντί για τα χαμογελαστά πρόσωπα και τις φωνές των κοριτσιών θα σύχναζαν εκεί βλοσυροί δικαστές και αυστηροί αστυνόμοι. Η απότομη αλλαγή δεν ευχαρίστησε τους Αθηναίους. Η εφημερίδα «Τα Αθηναϊκά Νέα», μάλιστα, αναφερόμενη στο θέμα αυτό παραθέτει τους στίχους σατιρικού ποιητή που αποδεικνύουν την κυριαρχούσα απογοήτευση:
«Εκεί μέσα όπου υπήρξαν
κάτι υπάρξεις τόσο αβραί
θα ακουστεί και χωροφύλαξ
με το ʺκάτσε κάτω ρεʺ».
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος ‒ ιστορικός
- Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από τα Πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων τής Φ.Ε., το βιβλίο τού Ν. Σπανδωνή «Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ τού αθηναϊκού βίου», Αθήνα (1893), το μυθιστόρημα τού Γρ. Ξενόπουλου «Φοιτηταί και Αρσακειάδες» και δημοσιεύματα τού αθηναϊκού Τύπου.