«Αι γράφουσαι» και το Αρσάκειο

 

Στα μέσα τού 19ου αιώνα, στην Ελλάδα αλλά και στον ευρύτερο Ελληνισμό, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αισθητή η παρουσία μορφωμένων γυναικών, που ζητούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο έθνος και στην κοινωνία. Οι περισσότερες ήταν δασκάλες αποφασισμένες να αφιερωθούν στην προώθηση τής εκπαίδευσης τού φύλου τους. Άρχισαν να συμμετέχουν ή και να ιδρύουν εκπαιδευτικούς συλλόγους, να διευθύνουν παρθεναγωγεία, να δημοσιεύουν άρθρα και μελέτες παιδαγωγικού περιεχομένου, να δίνουν δημόσιες διαλέξεις και να εκδίδουν τα πρώτα γυναικεία περιοδικά. Το πρώτο γυναικείο περιοδικό στην ελληνική γλώσσα ήταν «Η Κυψέλη» τής Ευφροσύνης Σαμαρτζίδου, που κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1845 και έδωσε προτεραιότητα στο θέμα τής γυναικείας εκπαίδευσης. Ύστερα κυκλοφόρησε στην Αθήνα η «Θάλεια» (1867) και στην Κωνσταντινούπολη η «Ευρυδίκη» (1870-1873), που φιλοξενούσαν ιδέες και σκέψεις των γυναικών τής εποχής.

Roidis

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στον οποίο οφείλεται και ο όρος «Αι γράφουσαι». (Wikipedia)

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις ιστορίες τής νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τις γυναίκες λογοτέχνιδες πριν από τη γενιά τού ’30. Οι γυναίκες αυτές, τις οποίες ο Εμμ. Ροΐδης τις αποκαλούσε ειρωνικά «αι γράφουσαι», δεν αξιώθηκαν ούτε μνείας ούτε καν αρνητικής κριτικής, αφού, σύμφωνα με τις επικρατούσες την εποχή εκείνη απόψεις, μόνο άνδρες θα μπορούσαν να είναι συγγραφείς. Και όμως οι γυναίκες αυτές δεν δίστασαν να απευθυνθούν σε μα κοινωνία που δεν τις αντιμετώπιζε ως ισότιμα μέλη με τους άνδρες και κατάφεραν να τυπώνουν και να κυκλοφορούν τα έργα τους δίνοντας καθημερινό αγώνα για να επικοινωνήσουν τις θέσεις και τις ιδέες τους. Όμως και οι άνδρες λόγιοι τής εποχής αντέδρασαν ποικιλοτρόπως στη λογοτεχνική παραγωγή των «γραφουσών» κυριών.

Η κριτική στάση των ίδιων των γυναικών για την κατάσταση τού φύλου τους στην Ελλάδα ξεκίνησε στα τέλη τού 19ου αι. Μετά από 50 χρόνια εκπαίδευσης στα παρθεναγωγεία, οι μορφωμένες γυναίκες, όσες είχαν το δίπλωμα τού Διδασκαλείου αλλά και αυτές που συνέχισαν τις σπουδές τους στην Ευρώπη, ξεκίνησαν τον αγώνα για το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση και την εργασία. Βέβαια αυτές, ακόμα και μέχρι τον Μεσοπόλεμο, αποτελούσαν μικρή μειοψηφία που σήκωσε στους ώμους της όλο τον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση. Πρώτη απαίτηση των μορφωμένων γυναικών ήταν η πρόσβαση στη γνώση, γιατί αποτελούσε «απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εκπλήρωση τού προορισμού τους». Το αίτημα αυτό θα διεκδικήσουν συστηματικά οι «γράφουσες», ανατρέποντας τη συντηρητική άποψη τής ελληνικής κοινωνίας, η οποία εθελοτυφλούσε και δεν παραδεχόταν ότι υπάρχει το παραμικρό ζήτημα.

 

Η Καλλιρρόη Παρρέν, δημοσιογράφος και εκδότρια τής «Εφημερίδας των Κυριών»

Ηγετική μορφή στον αγώνα αυτό αναδείχθηκε η Αρσακειάς Καλλιρρόη Παρρέν, η οποία συγκέντρωσε γύρω από την «Εφημερίδα των Κυριών», τής οποίας το πρώτο φύλλο εκδόθηκε στις 9 Μαρτίου 1887η όλες τις σκεπτόμενες μορφωμένες κυρίες τής εποχής. Παρά τις αντιδράσεις οι «γράφουσες», μέσα σε τρία χρόνια, πέτυχαν την εισαγωγή τής πρώτης Ελληνίδας φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρχαν όμως ακόμη καταπιεστικές ανισότητες σε βάρος των γυναικών στην εργασία, στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, στα πολιτικά δικαιώματα και στην κοινωνική ζωή. Έτσι, ενώ η Αθήνα ζούσε στον απόηχο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, στη Γαλλία, την Αγγλία και στις ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει οι κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών.

Η μεγάλη διαμάχη για το «γυναικείο ζήτημα» ξέσπασε στις 28 Απριλίου 1896, όταν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ένα άρθρο τού Εμμ. Ροΐδη με τίτλο «Αι γράφουσαι Ελληνίδες». Η εφημερίδα πήρε αποστάσεις από τις απόψεις τού συγγραφέα, προβλέποντας ότι «θα εγείρη αληθή θύελλαν μεταξύ τού γυναικείου κόσμου τού ασχολουμένου με την φιλολογίαν και τα γράμματα». Το κείμενο τού Ροΐδη, καλογραμμένο και γεμάτο ειρωνεία, φαινομενικά αποτελούσε κριτική τού παιδικού βιβλίου τής Αρσινόης Παπαδοπούλου, στην πραγματικότητα όμως ήταν επίθεση στις φεμινίστριες, την Καλλιρρόη Παρρέν και τις συνεργάτιδές της στην «Εφημερίδα των Κυριών».

Ο Ροΐδης με τα γραφόμενά του αμφισβήτησε τη συγγραφική δεινότητα των γυναικών, γιατί πίστευε ότι γράφουν μιμούμενες τους άνδρες, αγνοώντας τη γυναικεία τους ευαισθησία. Αναγνώριζε ως μόνη ικανή συγγραφέα την Αρσινόη Παπαδοπούλου, η οποία εκείνη την εποχή είχε δημοσιεύσει τα διηγήματά της «Αθηναϊκά Ανθύλλια». Θεωρούσε ότι οι γυναίκες διέθεταν «την λεπτότητα, την χάριν, την φιλοκαλίαν, την ευαισθησίαν ή και την πονηρίαν», όμως συμπλήρωνε και προσωπικές του απόψεις λέγοντας: «Ουδ’ αρνούμεθα εις τας γυναίκας και την κρίσιν, πιστεύοντες απεναντίας ότι η μικροτέρα αυτών διάνοια είναι καταλληλοτέρα τής ανδρικής προς εκτίμησιν μικρών ζητημάτων». Παρομοίαζε τις γυναίκες που διεκδικούσαν «πνευματικήν, κοινωνικήν και επαγγελματικήν αφομοίωσιν προς τους άνδρας» με «γιγάντισσας, αθλητρίας ή και γενειοφόρους γυναίκας», που βλέπουμε στα πανηγύρια και δεν αρέσουν σε κανέναν. Υποστήριξε επίσης ότι δεν υφίσταται γυναικείο ζήτημα στην Ελλάδα και κατέκρινε την «Εφημερίδα των Κυριών» διότι στις στήλες της γινόταν «πολύ περισσότερο λόγος περί κοινωνικών ζητημάτων παρά περί εργοχείρων και μαγειρικής.».

Parren apanthsh 

Η απάντηση τής Καλλιρρόης Παρρέν στον Ροΐδη μέσω τής εφημερίδας «Σκριπ», τεύχος 233 , περίοδος Β, έτος Γ.

Δύο ημέρες αργότερα η εφημερίδα «Σκριπ»[1] (φ. 30/4/1896), επειδή θεώρησε ότι το άρθρο τού Ροΐδη «αναστάτωσε τον φιλολογικόν κόσμον», ξεκίνησε να δημοσιεύει σειρά συνεντεύξεων τις οποίες υπέγραφε ένας συντάκτης με το ψευδώνυμο «Μποέμ», πιθανότατα ο Δημήτρης Χατζόπουλος (1872-1936). Η πρώτη που έδωσε συνέντευξη ήταν η Καλλιρρόη Παρρέν, η οποία ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή προς τον Ροΐδη. Απαντώντας στην άποψή του ότι δεν υπάρχει γυναικείο ζήτημα ανέφερε: «Πόσον απατάται. Εγώ ηξεύρω τι γίνεται εν Αθήναις. Πόσοι οικογενειάρχαι έχουν τόσας γεροντοκόρας και δεν ηξεύρουν τι να τις κάμουν, πόσαι κόραι και μητέρες ορφαναί, υπαλλήλων και ανωτέρων αξιωματικών, υποφέρουν σήμερον διότι δεν δύνανται να εργάζωνται. Βεβαιωθήτε ότι το γυναικείον ζήτημα υπάρχει εν Ελλάδι, διότι υπάρχουν γυναίκες. Και τας αξιώσεις των πρέπει να τας σεβασθή ο κόσμος». (εφ. «Σκριπ» 1/5/1896). Άλλωστε η ίδια η Καλλιρρόη Παρρέν δημοσίευσε στις 5/5/1896 στην «Εφημερίδα των Κυριών»: «Ημείς έν επιδιώκομεν: την διά εντίμου και αξιοπρεπούς εργασίας εξασφάλισιν τού άρτου των γυναικών, αίτινες ένεκα τού δυσεπιτεύκτου σήμερον καταστάντος γάμου, δι’ έλλειψιν προικός, κινδυνεύουν να αποθάνουν τής πείνης.».

Ο Δ. Καλαποθάκης, μετέπειτα ιδιοκτήτης τής εφημερίδας «Εμπρός»[2], σε άρθρο του στην «Ακρόπολη» στις 8/5/1896, έκανε κριτική στον Ροΐδη που χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα τη Γαλλία, γράφοντας: «[…] Αλλ’ οι κύριοι Γάλλοι και μετ’ αυτών ο ημέτερος κ. Ροΐδης δεν εννοούσι την φιλολογίαν και την τέχνην ελευθέραν απόλυτον, απέραντον. Σκληρότεροι των αρχαίων Αιγυπτίων θέλουσι την εργασίαν ταύτην κληρονομικήν ουχί μόνο εις τάξεις αλλά και εις φύλα. Επιδιώκουσι τυραννίαν αυθαίρετον ουχί μόνον εν των οίκω αλλά και εν τη διανοία».

Ο Θ. Άννινος σε ρεπορτάζ για ένα γυναικείο συνέδριο στις 10/5/1896 υποστηρίζει ότι «το γυναικείον ζήτημα είναι περισσότερον σπουδαίον αφ’ ό,τι δύναται τις να φαντασθή» και πως στην Ευρώπη «υπάρχει ζήτημα γυναικείον φλέγον […], το οποίον αργά ή γρήγορα θα έχη κάποιαν έκρηξιν και κάποιον αποτέλεσμα».

Στις 12/ 5 /1896 στην ίδια εφημερίδα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, σε επιφυλλίδα με τίτλο «Η γράφουσα Ελληνίς» και με υποσημείωση «Δεν αφιερούται τω κ. Ροΐδη», σατίριζε τις απόψεις τού Ροΐδη. Και βέβαια ο Ξενόπουλος, ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας, ο Ραγκαβής και άλλοι προοδευτικοί λόγιοι ήταν από αυτούς που αντιμετώπισαν με συμπάθεια τα γυναικεία θέματα και συμπαραστάθηκαν στον αγώνα των γυναικών. Αλλά και ο ιδιοκτήτης τής εφημερίδας «Ακρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης με σειρά άρθρων έθεσε με εξαιρετικό τρόπο όλες τις πτυχές τού γυναικείου ζητήματος. Τέλος ο Κωστής Παλαμάς δήλωσε «Η Τέχνη δεν έχει γένος» και έγραψε το γνωστό ποίημα του, το αφιερωμένο στην Καλλιρρόη Παρρέν.

Grafouses 1

Σατιρικό σκίτσο που παρουσιάζει τον αγώνα των γυναικών. (απο την εφημερίδα Σκρίπ, ,2 Μαΐου 1894)

Τόση ήταν η αναστάτωση που προκλήθηκε στους πνευματικούς και τους λογοτεχνικούς κύκλους τής χώρας, ώστε ο Ροΐδης αναγκάστηκε να απαντήσει στην εφημερίδα «Σκριπ» για την εντύπωση που τού προκάλεσε όλη η φασαρία που ακολούθησε μετά τη δημοσίευση τού άρθρου του: «Μεγάλην μόνον απορίαν, αφού από τής πρώτης μέχρι της τελευταίας στιγμής, ουδέν άλλο ήτο το άρθρον εκείνο παρά ύμνος εις την γυναίκα την οποία εκήρυξα ικανήν ν’ ανυψωθή εις το είδος της υπεράνω τού ανδρός, και ότι το είδος τούτο προτιμώ παντός άλλου. Και όχι μόνον την γυναίκα εν γένει, αλλά και ιδιαιτέρως την Ελληνίδα υπερεπήνεσα παραστήσας αυτήν εξισωθείσα προς την Ευρωπαίαν κατά την κομψότητα τής ενδυμασίας και την χάριν τής κοσμικής συμπεριφοράς, πολύ ανωτέραν τού σημερινού Έλληνος κατά την οξύτητα τού πνεύματος, και μόνην ικανήν να μεταδώση εις την ανδρικήν μας φιλολογίαν τα ελλείποντα απ’ αυτής προσόντα χάριτος, λεπτότητος, φιλοκαλίας.».

 skrip grafouses

Η εφημερίδα «Σκριπ», στις στήλες τής οποίας μεταφέρθηκε η διαμάχη των γυναικών με τον Ροΐδη.(Σκριπ, τεύχος 2 Μαΐου1894)

Εξήντα χρόνια μετά την ίδρυση τού Αρσακείου αλλά και των άλλων παρθεναγωγείων είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά στην ελληνική κοινωνία τα αποτελέσματα τής εκπαίδευσης που οι Ελληνίδες πήραν από τα σχολεία τους. Δεν έγιναν μόνο καλές σύζυγοι και μητέρες, δεν έγιναν μόνο ικανές δασκάλες για να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση και στις νεότερες γενιές, αλλά κυρίως έγιναν σκεπτόμενοι άνθρωποι. Έτσι θεώρησαν καθήκον τους να επωμισθούν το βάρος τού αγώνα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών στην παιδεία, την εργασία και την κοινωνία, για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο και δικαιότερο μέλλον στις νέες γενιές. Δεν δίστασαν μάλιστα να διατυπώσουν τις απόψεις τους για το είδος τής εκπαίδευσης που πρέπει να λαμβάνουν οι γυναίκες, ασκώντας κριτική στο ίδιο τους το σχολείο. Μεταξύ αυτών, η Καλλιρρόη Παρρέν, η ψυχή τού γυναικείου κινήματος, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Καλλιόπη Κεχαγιά, η Ειρήνη Νικολαΐδου, η Αρσινόη Παπαδοπούλου και πολλές άλλες ήταν μαθήτριες τού Αρσακείου. Το έργο τους ήταν η φυσική συνέχεια τής παιδείας που έλαβαν από αυτό. Όσο σκληρή κι αν ήταν η κριτική τους, το Σχολείο τούς είχε δώσει τη δυνατότητα να εκφέρουν γνώμη αλλά και να έχουν τη ρώμη για να την υποστηρίζουν.

 

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος ‒ ιστορικός

  • Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, σε εφημερίδες τής εποχής, στο βιβλίο τής Ε. Βαρίκα «Η εξέγερση των Κυριών. Η γέννηση μις φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα» και το βιβλίο τής Ελένης Φουρναράκη «Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί».

 

[1] «Σκριπ» ονομαζόταν ένα σατιρικό περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1893 ως εφημερίδα. Στο

πρωτοσέλιδο είχε γελοιογραφίες. Αργότερα έγινε αντιβενιζελική εφημερίδα ειδήσεων και πολιτικής,

έντονα φιλοβασιλική. Το τελευταίο τεύχος κυκλοφόρησε το 1930.

[2] Ο Δημήτριος Καλαποθάκης τού Οικονόμου ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, ιδρυτής τής εφημερίδας «Εμπρός», την οποία

άρχισε να εκδίδει μετά την αποχώρηση τού Τρικούπη από την πολιτική. Το «Εμπρός» περιελάμβανε μαχητική αρθρογραφία και είχε μεγάλη κυκλοφορία. Ήταν το αντίπαλον δέος τής εφημερίδας «Σκριπ» τού εκδότη Ευάγγελου Κουσουλάκου.