Η μεγάλη καταιγίδα του 1852
Η Αθήνα των αρχών τού 19ου αιώνα δεν θύμιζε σε τίποτα τη σημερινή πολύβουη πόλη. Ήταν ένας καταπράσινος παραδεισένιος τόπος με πολλές πηγές και νερά. Το λεκανοπέδιο διέσχιζαν 700 χείμαρροι, ποτάμια και ρυάκια, των οποίων το νερό ανέβαινε ανάλογα με τις βροχοπτώσεις. Ο Ηριδανός, ο Κυκλόβορος , το Λυκόρεμα, ο Βουρλοπόταμος, ο Βοϊδοπνίχτης και ο Αλασσώνας ήταν λίγα από τα ποτάμια τα οποία χύνονταν στον Ιλισό, που με τη σειρά του κατέληγε στον Κηφισό.
Η εννεάκρουνος πηγή τής Καλλιρρόης και ο ποταμός Ιλισσός με φόντο τον ναό τού Ολυμπίου Διός. Έργο τού Edward Dodwell από το “Views of Greece”, London 1821. Η πηγή βρισκόταν κοντά στην εκκλησία τής Αγίας Φωτεινής, στις όχθες τού Ιλισσού στην περιοχή τού Μετς.
Από το Λυκαβηττό ξεκινούσε ο Βοϊδοπνίχτης, που χωριζόταν στα δύο. Ένα μέρος του περνούσε από την οδό Δημοκρίτου και ένα άλλο από την οδό Ακαδημίας με κατεύθυνση προς το Αρσάκειο. Τα νερά του μάλιστα καθυστέρησαν το 1900 την οικοδόμηση τού κτηρίου τού Νέου Αρσακείου (προς την οδό Σταδίου) και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια κατά την αναστύλωση και την επισκευή τού κτηρίου που έγινε από τη ΔΕΠΟΣ το 1994.
Η Σταδίου ήταν από τις πρώτες οδούς που χαράχτηκαν στην Αθήνα. Σύμφωνα με το σχέδιο τής πόλεως των Αθηνών, που είχαν εκπονήσει οι Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρτ Σάουμπερτ, θα ήταν μία από τις μεγαλύτερες οδικές αρτηρίες τής πόλης. Θα άρχιζε από την πλατεία Ομονοίας και θα κατέληγε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο βέβαια τότε δεν είχε τη σημερινή του μορφή. Γι’ αυτό μάλιστα ονομάστηκε και οδός Σταδίου. Το σχέδιο όμως δεν υλοποιήθηκε από την Αντιβασιλεία για πολλούς λόγους. Το 1853 είχε επιλεγή ο χώρος όπου θα οικοδομούνταν τα ανάκτορα, στον λόφο τού Προφήτη Ηλία, άρα ο δρόμος δεν θα περνούσε από τα ανάκτορα. Καθώς δεν υπήρχαν κονδύλια, ο Άρμανσμπεργκ έκρινε ότι δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να συγκρουστεί με τους κτηματίες τής περιοχής. Η οδός Σταδίου λοιπόν περιορίστηκε μεταξύ Ομονοίας και Συντάγματος. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν να αλλάξει το όνομά της (την ονόμασαν «Βουλεβάρτο με τις πιπεριές» για να ξεχωρίζει από το «Βουλεβάρτο με τις γαζίες», δηλ. την Πανεπιστημίου, αργότερα λεωφόρο Τσώρτσιλ) το όνομα που έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα είναι αυτό που είχε δοθεί στο πρώτο εκείνο σχέδιο των Κλεάνθη – Σάουμπερτ.
H πηγή τής Καλλιρρόης και ο Ιλισσός όπως ήταν το 1844. Λιθογραφία από το αρχικό έργο τού Harry John Johns που δημοσιεύθηκε στο “London Illustrated News”.
Στα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του Όθωνα, η οδός Σταδίου δεν ήταν παρά μια βαθιά ρεματιά. Ο Μιχαήλ Μητσάκης («Η ζωή εις την πρωτεύουσαν») γράφει «Καθ’ ην εποχήν αι Αθήναι δεν απετέλουν έτι συνοικισμόν άξιον να ονομασθή πόλις ,καθ’ ην ἡ σήμερον καλλιμέγαρος και θορυβώδης οδός Σταδίου δεν ήτο ή βαθύς κρημνός και θολόν ρέμα.». Ο Μπάμπης Άννινος («Αι Αθήναι τού 1850») γράφει «καθ’ όλον αυτής το μήκος εξετείνετο φάραγξ αρχομένη από τής θέσεως ένθα κείται νυν η πλατεία τής Ομονοίας και απολήγουσα περίπου εις έτερον άκρον παρά την πλατείαν τού Συντάγματος, έχουσα δε βάθη περί το μέσον τριών μέτρων. Η διάβασις από τής μίας πλευράς τής οδού εις την άλλην εγίνετο διά προχείρων γεφυρών, ξυλίνων και σαθρών, τοποθετημένων κατ’ αποστάσεις, ἀλλ’ εν ώρα νυκτός, ένεκα τού ατελεστάτου φωτισμού (διά τινων αραιών φανών ελαίου), δεν ήτο πάντοτε ασφαλής. […] Σημειωτέον ότι ήτο μεν απόκεντρος η οδός αύτη και ολίγας είχεν ιδιωτικάς οικοδομάς αλλ’ εσυχνάζετο αρκετά χάρις εις τα επ’ αυτής δημόσια κτίρια.». Ενώ ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος («Η δούκισσα τής Πλακεντίας») αναφέρει ότι κάποτε η εκκεντρική κοντέσα Θεοτόκη έφιππος πλησίασε στο ρέμα και προκάλεσε τη συνοδία της να υπερπηδήσουν τη χαράδρα κάτι που έκανε εκείνη «κεντρίσασα τον ίππον», ενώ οι συνοδοί αρκέστηκαν να χειροκροτήσουν.
Μία από αυτές τις «σαθρές γέφυρες» βρισκόταν και στο ύψος τού Αρσακείου, το οποίο δεν είχε ακόμα τελειώσει, δεν είχαν γίνει τα επίσημα εγκαίνια, όμως κάποιες τάξεις είχαν μεταφερθεί στο ολοκληρωμένο τμήμα τού κτηρίου. Οι περισσότερες μαθήτριες τού Αρσακείου κατοικούσαν στην περιοχή τής παλαιάς Αθήνας, (Πλάκα – Μοναστηράκι – Ψυρρή) και λιγότερες στη Νεάπολη, τη νέα φοιτητική συνοικία που είχε αρχίσει να δημιουργείται πίσω από το Πανεπιστήμιο. Για να φτάσουν στο σχολείο τους λοιπόν χρησιμοποιούσαν αυτό το γεφυράκι, όπως έκαναν και οι περισσότεροι Αθηναίοι για να πάνε στις δουλειές τους.
H φωτογραφία αυτή, τού 1886, δείχνει το πρώτο κτήριο τού Τοσιτσείου στη γωνία των οδών Τυπογραφίας (Αρσάκη) και Σταδίου. Μας επιτρέπει να έχουμε μια εικόνα τής οδού Σταδίου όπως ήταν την εποχή εκείνη, με χώμα και χωρίς ιδιαίτερη κίνηση.
Μια νύχτα του 1852 ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα στην Αθήνα. Τα αποτελέσματα της νεροποντής ήταν πάντοτε σοβαρά για την πόλη, γιατί οι περισσότεροι δρόμοι της ήταν από χώμα και η λάσπη που δημιουργείτο έκανε αδύνατη την κυκλοφορία. Όμως το βράδυ εκείνο η καταιγίδα ήταν τόσο έντονη που φούσκωσε το ποτάμι και παρέσυρε τη γέφυρα η οποία βρισκόταν στο ύψος του Αρσακείου, με αποτέλεσμα να κοπεί η πόλη στα δύο. Η είδηση διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σπέρνοντας τον φόβο στους κατοίκους τής Αθήνας. «Το γεφύρι έπεσε. Η πόλη κόπηκε στα δύο. Και τα κορίτσια πώς πήγαν στο σχολείο τους;». Ευτυχώς δεν αναφέρονται πουθενά θύματα. Προφανώς τα κορίτσια θα πρέπει να περπάτησαν πολύ δρόμο, υπό δυσχερείς συνθήκες, μέχρι την επόμενη γέφυρα ή θα επέστρεψαν στα σπίτια τους. Οι εφημερίδες όμως τής εποχής ανησύχησαν διότι οι νεαρές Αρσακειάδες κινδύνευσαν και έσπευσαν να ψέξουν τον Δήμαρχο τής Αθήνας Ιωάννη Κονιάρη γιατί δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα.
Το 1915 η οδός Σταδίου έχει μεταμορφωθεί. Λόγω τής ύπαρξης τού κτηρίου τής Βουλής, ο δρόμος πλακοστρώθηκε, η κίνηση μεγάλωσε, κτίστηκαν νέα κτήρια και περνούσαν από εκει όχι μόνο άμαξες αλλά και ιππήλατα λεωφορεία.
Τόσο έντονα έμεινε χαραγμένο στη μνήμη των Αθηναίων το γεγονός, ώστε κάποιοι όψιμοι γλωσσοπλάστες τής εποχής υποστήριξαν ότι το όνομά του ο δρόμος δεν το οφείλει στο Στάδιο, στο οποίο τελικά θα κατέληγε, αλλά στο ότι όταν καταστρέφονταν τα γεφύρια τής οδού Σταδίου η πόλη χωριζόταν στα-δύο. Όσο για την αγαπημένη λεωφόρο των Αθηναίων, θα πρέπει να πούμε ότι η μορφοποίηση και η πλακόστρωσή της άρχισε το 1858, μετά τη θεμελίωση από την Αμαλία τού Μεγάρου τής Παλαιάς Βουλής στο οικόπεδο όπου ήταν η οικία τού Κοντόσταυλου και το οποίο σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
- Το κείμενο βασίζεται σε πληροφορίες από τον τύπο της εποχής και τη "Μηχανή του Χρόνου"
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός