25η Μαρτίου 1943*
Μετά την άρνησή τής Ελλάδας να αποδεχθεί τις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στον πρωθυπουργό I. Μεταξά, η είσοδός της στον Β΄ μεγάλο πόλεμο ήταν γεγονός. Η επιστράτευση αναστάτωσε την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Η μεθυστική χαρά των πρώτων νικών, η συσκότιση, οι συναγερμοί, τα αυτοσχέδια καταφύγια, οι βομβαρδισμοί στον Πειραιά, τα συσσίτια, η υποδοχή και η νοσηλεία των τραυματιών άλλαξε τη ζωή των Αθηναίων, οι οποίοι από τα μετόπισθεν προσπαθούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά τής Ελλάδος που πολεμούσαν στα βουνά. Η αναγκαστική επίταξη κτηρίων και αυτοκινήτων στέρησε από τις μαθήτριες τού Αρσακείου Ψυχικού και τού Τοσιτσείου Αθηνών τα σχολεία τους, αφού το πρώτο έγινε στρατιωτικό νοσοκομείο και το δεύτερο πυροσβεστικός σταθμός.
Η ζωή όμως έπρεπε να συνεχιστεί. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αναγκάστηκε να ενοικιάσει κτήρια για να στεγάσει τα Σχολεία της. Κάποιες τάξεις στεγάσθηκαν στο Αρσάκειο Μέγαρο και κάποιες άλλες στο Μέγαρο Μελά, στη γωνία Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη, στην οικία Κατσάρα, στη γωνία των οδών Ακαδημίας και Μαυρομιχάλη 1, καθώς και στο κτήριο τής οδού Ρεθύμνης 7. Τα νέα αυτά κτήρια δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα ιδιόκτητα Σχολεία τής ΦΕ, όμως ήταν η μόνη λύση για την προσωρινή στέγαση των μαθητριών, οι οποίες έπρεπε να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους.
Το κτήριο Σλήμαν-Μελά κτίστηκε το 1890 σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ. Ήταν ένα μέγαρο πολλαπλών χρήσεων με οικίες, γραφεία και καταστήματα. Κατά τη διάρκεια τού Πολέμου και τής Κατοχής η ΦΕ ενοικίασε κάποιες αίθουσες τού κτηρίου όπου στέγασε τάξεις των Σχολείων της.
Ο ενθουσιασμός για τη νίκη τού ελληνικού στρατού επί των Ιταλών έδωσε γρήγορα τη θέση του στον θυμό και στην αγωνία για τη γερμανική εισβολή. Η Κατοχή άρχισε για την Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941. Παρά τις παραινέσεις των κατοχικών αρχών για γρήγορη επάνοδο στην καθημερινότητα, σύντομα κατέστη σαφές ότι οι Έλληνες δεν ήταν αποφασισμένοι να αποδεχθούν τη μοίρα τους. Η πείνα που χτύπησε τα αστικά κέντρα, ο αυταρχισμός των κατακτητών και ο θυμός τους για την Αντίσταση δημιούργησαν εκρηκτική κατάσταση, την οποία όλοι αντιλαμβάνονταν αλλά κανένας δεν ήξερε πότε και πού θα ξεσπούσε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943, η κηδεία τού μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά έδωσε στο πλήθος τού λαού που την ακολούθησε την κατάλληλη αφορμή να εκφράσει τον πόθο του για λευτεριά. Οι Γερμανοί κατακτητές ανέχθηκαν αναγκαστικά την άτυπη αυτή διαδήλωση και αμήχανοι άκουγαν το πλήθος να τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο πάνω στο φέρετρο όπου ακουμπούσε η Ελλάδα, όπως είπε και ο Σικελιανός. Θορυβημένοι από το υποβόσκον κύμα αντίστασης, αποφάσισαν να λάβουν αυστηρότερα μέτρα .
Ο Κωνσταντίνος Ρούνιος, ο Διευθυντής τού Αρσακείου Αθηνών που στεγαζόταν τότε στο μέγαρο Μελά, είδε με μεγάλη έκπληξη έναν Γερμανό αξιωματικό τής Αστυνομίας να μπαίνει στο γραφείο του για να τού επιδώσει ένα έγγραφο. Το διάβασε με προσοχή και με φανερή ανησυχία ρώτησε τον αξιωματικό. «Ώστε απαγορεύεται φέτος να γιορτάσουμε την επέτειο τής 25ης Μαρτίου;». Με αυστηρό ύφος ο Γερμανός του απάντησε: «Ναι. Η απόφαση είναι οριστική και φυσικά θα φροντίσουμε να εφαρμοσθεί κατά γράμμα. Όλες τις ώρες μάθημα. Σας καθιστώ υπεύθυνο. Αλλιώς θα επέμβουμε. Βλέπετε δεν μπορείτε να κρυφτείτε. Όλοι μας κυκλοφορούμε στην Πανεπιστημίου.». Τα τελευταία αυτά λόγια και το ύφος τού Γερμανού αξιωματικού ο διευθυντής δεν μπόρεσε να τα ξεχάσει. Εδώ και πολύ καιρό γνώριζε καλά ότι βάδιζε επί ξηρού ακμής. Ήταν σίγουρος ότι οι καθηγητές έκαναν τυπικά τη δουλειά τους, όμως δεν έχαναν την ευκαιρία να μιλήσουν για τον ηρωισμό των Ελλήνων και για την ελευθερία που θα ξαναγύριζε στον τόπο. Παρατηρούσε τις μαθήτριες καθημερινά. Σιγομιλούσαν κατά ομάδες και όταν εκείνος πλησίαζε σταματούσαν απότομα τη συζήτηση. Γνώριζε ότι οι περισσότερες ήταν σε επαφή με απελευθερωτικές οργανώσεις, αλλά προσπαθούσε η παρουσία τους στο Σχολείο να είναι τυπική και απόλυτα εκπαιδευτική, για να μην τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους και η λειτουργία τού Σχολείου. Η πείρα του τού έλεγε ότι η απαγόρευση αυτή θα ήταν δύσκολο να γίνει δεκτή.
Η οδός Πανεπιστημίου κατά τη διάρκεια τής Κατοχής αποτελούσε την καρδιά τής πόλεως. Κατακτητές και κατακτημένοι περνούσαν καθημερινά έξω από το Αρσάκειο Μέγαρο. Σε κάποιες αίθουσες τού κτηρίου, αλλά και σε ενοικιασμένες αίθουσες τού μεγάρου Μελά λειτουργούσαν τάξεις τού Αρσακείου για τις νεαρές Αρσακειάδες, αφού τα επιταγμένα κτήρια των Σχολείων τους είχαν μετατραπεί σε νοσοκομείο και σταθμό Πυροσβεστικής. Οι κατακτητές είχαν αλλάξει και τις σημάνσεις των δρόμων.
Στο επόμενο διάλειμμα ενημέρωσε προσεκτικά τους καθηγητές. Τον κοίταξαν με έκπληξη. Κάποιοι μουρμούρισαν ότι το περίμεναν και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, άρχισαν να σκέφτονται πώς θα αναχαιτίσουν τις αντιδράσεις των μαθητριών τους. «Το ξέρω κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Οι μαθήτριες θα αντιδράσουν με την απαγόρευση. Αλλά τι να κάνουμε. Είναι εντολή». Το επόμενο πρωί ο ίδιος ο Διευθυντής ανακοίνωσε το νέο στις μαθήτριες και με το έμπειρο βλέμμα του μπόρεσε να διακρίνει τη θυμωμένη αντίδρασή τους.
Οι μέρες περνούσαν. Η ζωή στο Σχολείο φαινομενικά δεν είχε αλλάξει. Όμως τα σιγοψιθυρίσματα στους διαδρόμους αυξάνονταν όσο περνούσε ο καιρός. Δεν ήταν δύσκολο για έναν έμπειρο εκπαιδευτικό να καταλάβει ότι οι μαθήτριες τής Γ΄ τάξης ετοίμαζαν κάτι, αλλά δεν τους έπαιρνες κουβέντα. Κάπου-κάπου μερικές μιλούσαν και με καθηγητές σαν να ετοίμαζαν κάτι. Άλλοτε πλησίαζαν τον φυσικό, άλλοτε τη γυμνάστρια. Όταν ο Διευθυντής τούς ρωτούσε αυτοί έβρισκαν πάντα μια λογικοφανή δικαιολογία για να τον καθησυχάσουν. Ο κ. Ρούνιος φρόντιζε να τους υπενθυμίζει την εντολή αλλά και την απειλή των Γερμανών. Με αγωνία περίμενε την ημέρα εκείνη γιατί ο ίδιος έβλεπε καθαρά την υφέρπουσα αντίδραση των μαθητριών.
Ώσπου ξημέρωσε η Παρασκευή 25 Μαρτίου 1943. Παρά την απαγόρευση, εμβρόντητοι οι Γερμανοί είδαν στις εκκλησίες υψωμένη τη γαλανόλευκη. Δεν χρειάζονταν πολλά για να καταλάβουν ότι αυτή θα ήταν μια δύσκολη μέρα γι’ αυτούς. Η Αθήνα πλημμύρισε από προκηρύξεις. Οι τοίχοι γέμισαν από συνθήματα και τοιχοκολλήθηκαν μεγάλες αφίσες με πατριωτικές εικόνες, ακόμη και με γελοιογραφίες τού Χίτλερ και τού Μουσολίνι.
Οι Αρσακειάδες ήρθαν στο Σχολείο όλες ήρεμες και υπάκουες. Μόνο μια αδιόρατη λάμψη στο βλέμμα τους πρόδιδε ότι κάτι περίμεναν. Οι τρεις πρώτες ώρες πέρασαν γρήγορα. Ήρθε η ώρα τού διαλείμματος για όλους, εκτός από τις μαθήτριες τής Γ΄ τάξεως. Αυτές γρήγορα-γρήγορα έκλεισαν τα παράθυρα και με την παρουσία λίγων καθηγητών κλείδωσαν την πόρτα της τάξης και αποφάσισαν να κάνουν τη δική τους γιορτή. Δεν χρειάζονταν πολλά. Ένας ωραίος πατριωτικός λόγος για τη λευτεριά που θέλει αρετή και τόλμη, λίγα ποιήματα και τραγούδια, η ζωγραφισμένη στον πίνακα γαλανόλευκη και οι φωνές των νεαρών Αρσακειάδων που τραγουδούσαν με συγκίνηση τον Εθνικό Ύμνο αρκούσαν για να μεθύσουν τις ψυχές των παρευρισκομένων με το «αθάνατο κρασί τού 21».
Ο Γυμνασιάρχης γρήγορα κατάλαβε την απουσία των μαθητριών τής Γ΄ τάξης και έσπευσε να τις αναζητήσει. Έτρεξε στην τάξη. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα αλλά δεν τα κατάφερε. Άρχισε να την κτυπά δυνατά. Από μέσα άκουγε τις φωνές των μαθητριών «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Κτυπούσε με δύναμη την πόρτα ενώ από μέσα του ευχόταν να μην ακούγονται οι φωνές στον δρόμο και να μην έρθουν οι Γερμανοί για να τους συλλάβουν όλους, μαθήτριες και καθηγητές. Κάποια στιγμή η γιορτή τελείωσε και η πόρτα άνοιξε. Ο Διευθυντής έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, κοίταξε αυστηρά τις μαθήτριες και γύρισε στο γραφείο του, ελπίζοντας το γεγονός αυτό να μην είχε γίνει αντιληπτό από τους κατακτητές.
Δεν γνώριζε βέβαια τότε ο Γυμνασιάρχης ότι οι Γερμανοί την ημέρα εκείνη είχαν τόσα πολλά γεγονότα να αντιμετωπίσουν στο πεδίο του Άρεως, στην πλατεία Συντάγματος και αλλού, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουν να ασχοληθούν με τα σχολεία. Οι μαθήτριες περήφανες για την αντίστασή τους στην εντολή των κατακτητών συνέχισαν το μάθημά τους, ώσπου η ώρα πέρασε. Σχόλασαν και γύρισαν στο σπίτι τους. Μόλις βγήκαν στον δρόμο κατάλαβαν ότι η Αθήνα γιόρταζε την επέτειο τής Επανάστασης τού 1821 με τον δικό της τρόπο που περιέγραψε μοναδικά ο Γιάννης Ρίτσος στη «Μεγάλη Έξοδο».
Το συλλαλητήριο που οργανώθηκε στην Αθήνα μετά την απαγόρευση τού εορτασμού τής 25ης Μαρτίου τού 1943 προκάλεσε τη μήνη των κατακτητών γιατί συγκέντρωσε πολύ κόσμο σε πολλά σημεία τής πόλεως και απέδειξε το υψηλό φρόνημα των κατακτημένων Ελλήνων.
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, ἐπειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει‧ μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι τού ήλιου. Όπου είχε κράτος και εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για τη έξοδο. Και νωρίς βγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ώς κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άνδρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκενίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, έλεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.».
Πόσο αφελείς αποδείχθηκαν αυτοί που θεωρούσαν ότι η απαγόρευση μπορεί να τιθασεύσει τις ψυχές! Και πόσο βέβαιο ήταν ότι ο ενθουσιασμός τής νιότης και η αγάπη για την πατρίδα θα νικούσε το φόβον! Τελικά πόσο δίκαιο είχε ο Παλαμάς όταν έλεγε ότι «Τής καρδιάς το πύρωμα» αποδεικνύει τη «μεγαλοσύνη στα έθνη».
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
Φιλόλογος - Ιστορικός
*Το επεισόδιο μού είχε αφηγηθεί η αείμνηστη Αρσακειάς Δανάη Δεληγιάννη, μαθήτρια τού Αρσακείου από το 1931 μέχρι το 1943.