Το έθιμο του Κλήδoνα το 1859 στο Αρσάκειο

 

«Και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους,
τ’ Αϊ-Γιάννη θα ’τανε, θαρρώ»

«Οδός Αριστοτέλους» Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Γιάννης Σπανός

Μία από τις μεγαλύτερες καλοκαιρινές γιορτές τής ελληνικής παράδοσης είναι και η εορτή τού Αϊ-Γιάννη τού Κλήδονα στις 24 Ιουνίου. Το έθιμο έχει πανάρχαιες ρίζες και ήταν γνωστό και στα βυζαντινά χρόνια. Για τη μορφή, τη σημασία και την εξέλιξη τού εθίμου στους βυζαντινούς χρόνους έγραψε ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ο οποίος ήταν ορθόδοξος τιτουλάριος Πατριάρχης Αντιοχείας την εποχή που οι Σταυροφόροι είχαν εγκαθιδρύσει λατινικά Πατριαρχεία. Το 681 η εν Τρούλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε το έθιμο τού Κλήδονα και το απαγόρευσε ως ειδωλολατρικό. Από τότε χρονολογούνται και οι απαξιωτικές φράσεις «αυτά τα λεν στον κλήδονα», «τέτοια να τα λες στον κλήδονα». Σύμφωνα με το έθιμο την παραμονή και ανήμερα τής γέννησης τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου, σε αυλές και σε πλατείες ανάβουν φωτιές τις οποίες νέοι και νέες πηδούν τρεις φορές σταυρωτά. Έτσι ο Αϊ-Γιάννης γίνεται ο Λαμπαδιάρης ή Λαμπαδιστής ή Λαμπροφόρος. Είναι ακόμα Κλήδονας (ο κληδόνιος Δίας και ο Ερμής έδιναν τους οιωνούς στους ανθρώπους) ή Φανιστής ή Λιοτρόπης ή Ριζικάρης (φέρνει τύχη) ή Ριγανάς (την ημέρα εκείνη νωρίς το πρωί μάζευαν ρίγανη). Η γιορτή συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσιο.

Ουσιαστικά ο «Kλήδονας» σχετίζεται με μια λαϊκή μαντική διαδικασία: λέγεται ότι αποκαλύπτει στις άγαμες κοπέλες την ταυτότητα τού μελλοντικού τους συζύγου. Σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή τού Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια τού χωριού και μία από αυτές πήγαινε στο πηγάδι να φέρει το «αμίλητο νερό». Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν. Στο σπίτι το νερό έμπαινε σε πήλινο δοχείο, στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε ένα προσωπικό της αντικείμενο, τα λεγόμενα «ριζικάρια», και στη συνέχεια σκέπαζαν το δοχείο με κόκκινο ύφασμα και το έδεναν, ενώ παράλληλα προσεύχονται στον Αϊ-Γιάννη. Ύστερα τοποθετούσαν το δοχείο σε ανοιχτό χώρο, όπου έμενε όλη νύχτα. Πίστευαν ότι τη νύχτα εκείνη τα κορίτσια θα δουν στα όνειρά τους τον μελλοντικό τους σύζυγο. Συμπλήρωμα τής γιορτής ήταν ο Κλήδονας, αν και έχει επικρατήσει ολόκληρο το έθιμο με τις φωτιές να ονομάζεται έθιμο τού «Κλήδονα». Την παραμονή τής γιορτής στις πλατείες των χωριών άναβαν μια μεγάλη φωτιά πάνω από την οποία πηδούσαν όλοι οι κάτοικοι τού χωριού. Σύμφωνα με την παράδοση, η φωτιά, επέφερε την κάθαρση και οι άνθρωποι απαλλάσσονταν από το κακό. Κατά την περίοδο τής Τουρκοκρατίας το έθιμο επανήλθε και μάλιστα το περιέγραψαν αρκετοί ξένοι κυρίως περιηγητές, όπως οι Van Egmont (1729), Pierre August de Guys (1748), Chandler (1764), Saint Sauveur (1789), Beaujour (1797), Wittman (1800) και άλλοι.

Η αναβίωση του εθίμου και η Ελβετή διευθύντρια

Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντιμετωπίστηκε στην Αθήνα τού 1895 η αναβίωση του εθίμου στην πόλη και ειδικά στο Αρσάκειο. Οδηγός μας θα είναι δημοσίευμα στην εφημερίδα «Αθηνά» τού Σαββάτου 11 Ιουλίου 1859 (έτος ΚΗ΄, αριθ. 2785), το οποίο επικρίνει δριμύτατα την αναβίωση τού εθίμου στην αυλή τού Αρσακείου παρουσία τής Ελβετίδας διευθυντρίας Λουίζας Μυσσάρδ-Κουρβουαζιέ. Διαβάζοντάς το, 67 χρόνια μετά την απελευθέρωση τού ελληνικού κράτους, ξεδιπλώνεται στα μάτια μας η απέχθεια μερίδας ανθρώπων προς τα έθιμα που είχαν επιβιώσει κατά τη διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, επειδή τα θεωρούσαν «αναιδή» και «αήθη». Ένα χαριτωμένο έθιμο, με αρχαίες καταβολές, το οποίο επιβίωσε ακριβώς λόγω τής μαζικής κοινωνικής αποδοχής, θεωρήθηκε από τον συντάκτη τού άρθρου «απαίσιον πράγμα, είναι πλειότερον παρά ταπείνωσις ταπεινώσεως!». Συντάκτης τού άρθρου ήταν ο Γ. Καρύκης, ο οποίος από ό,τι φαίνεται από την απάντηση τής Φ.Ε. ήταν δυσαρεστημένος με το Αρσάκειο, διότι είχαν απολυθεί από αυτό δύο οικείοι του. Γι' αυτό δεν έχανε ευκαιρία να κατηγορεί το σχολείο διά τού Τύπου. Συγκεκριμένα μάλιστα, στο τέλος τού άρθρου του ο δημοσιογράφος τεχνηέντως αναφέρει τα ονόματα ιδιωτικών σχολείων τής εποχής, όπως τού Γρ. Γ. Παπαδόπουλου, τού Δανιήλ και τής Ασπασίας Σουρμελή, προτρέποντας εμμέσως τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους σε αυτά.

arsakeiades 1886 small

Αρσακειάδες το 1886, περίπου 30 χρόνια αργότερα

ιευθύντρια να πηδά τις φωτιές!"

«Ήτο προχθές η παραμονή τού Αγίου Ιωάννου· επήλθεν η εσπέρα· η σελήνη, φοβηθείσα τα πυκνωμένα νέφη, λιποτακτεί, δεν ετόλμησε να φωτίση την πόλιν μας· το σκότος εκάλυψεν επ’ ολίγον τα εμπρός μας αντικείμενα, αλλ’ αίφνης το ανατολομεσημβρινόν μέρος εις την Πλάκα, φως λαμπρότατον φυγαδεύει την σκοτίαν· έλαμψαν οι βάσεις τής Ακροπόλεως, αίφνης άλλη τις πυρά από το θέατρον. Ερωτώμεν την αιτίαν, ‟είναι σήμερα, λέγουν με αφέλειαν, τού κληδώνου, ε! και οι μάγκες ανάπτουν φωτιές και πηδούν” αλλ’ υπολείπετο να διαλάμψη πυρά ογκωδεστέρα, πρωτεύουσα των άλλων, να διαχύση από τού κέντρου τής πόλεώς μας το φως της, να χαιρετήση την αναφανείσαν σελήνην, και γίνη μάλλον των άλλων κατάδηλος. Το δυστυχές Παρθεναγωγείον κατεδικάσθη να κύψη τον αυχένα, να ρίψη την αιδώ, να γείνη τής πυράς η εστία!!! Αλοίμονον! Δεν κακίζωμεν ποσώς τα κοράσια, διότι ως εσμέν πεπληροφορημένοι τα πλείστα αυτών σεβασθέντα την συνείδησίν των, δεν κατεδέχθησαν να λάβωσι μέρος τοιούτου ανοικείου διασκεδάσματος· δεν αποδίδομεν ουδόλως μομφήν τινα εις κοράσια αθώα, απατηθέντα εξ ανωτέρου παραδείγματος, ή εις τινας υπηρετρίας τού καταστήματος αν επήδησαν και αυταί, ουδόλως πταίουσιν, αφού επετράπη τοιαύτη διασκέδασις. Αλλά να βλέπη τις μίαν διευθύντριαν παρισταμένην και αντιπροσωπούσαν την ευγενή πρόοδον τού γυναικείου φύλου κατά τας δημοσίας εξετάσεις… αυτήν την τοσούτον μεγαλοπρεπώς οφρυάζουσαν και μη καταδεχομένην ούτε νεύμα χαιρετισμού να δώση εις ευγενείς, σεβαστάς Κυρίας ανδρών αγωνιστών, μεγίστης παρά πάσιν απολαυόντων υπολήψεως (αληθεστάτη αλήθεια!) μη δήθεν εκπέση τής υψηλής αυτής αξίας, μίαν διευθύντριαν, λέγομεν προωρισμένην ως εκ των καθηκόντων της να κυβερνά την τύχην τού καταστήματος, να παραστή και ζωπυρή την πολύτιμον αιδημοσύνην των αθώων νεανίδων, να εκταπεινώνονται τοσούτον ενώπιον όλων των κορασίων των υπηρετριών και υπηρετών ώστε επί παρουσία όλων, ίνα εκφρασθώμεν κοινώς, να παίρνη φύσημα, να πηδά τις φωτιές, να παίζη τον Κλύδωνα !!! και τοιούτω τρόπω να καθίσταται ο ενδόμυχος γέλως και το αντικείμενον τής διασκεδάσεως πάντων! Να πηδά τις φωτιές διευθύντρια! Κυρία! εντός Παρθενώνος! Αν ήτο τουλάχιστον δωδεκαετής την ηλικίαν, συγγνωστέα, αλλ’ εις τοιαύτην ηλικίαν, εις τοιούτον βαθμόν να πηδά τον Κλήδωνα, και συνεξομοιούται με τους έξωθεν εκείνους, οίτινες ταλαίπωροι δεν είχον την τύχην ν’ αποκτήσωσι παιδιόθεν αγωγήν ευδαίμονα! Να γίνηται το ακατάληπτον εκείνο θέαμα εις τας πέριξ οικίας των κυρίων Ταμπακοπούλου και Προβελεγγίου, να εφελκύη περί την Σχολήν διαβατών άπειρον πλήθος να προκαλή τοιούτω τρόπω τας ειρωνείας και τού εμπαιγμού τους λόγους, ω!! είναι απαίσιον πράγμα, είναι πλειότερον παρά ταπείνωσις ταπεινώσεως!!»

ethimo toy klidona2 570 800x5331

Φωτογραφία από σύγχρονη αναβίωση του εθίμου του Κλήδονα

Κατά τον γράφοντα, όσοι Αθηναίοι έμαθαν το γεγονός γέμισαν θλίψη και τραβούσαν τα μαλλιά τους από την απελπισία. Σημειώνει δε ότι οι γονείς εμπιστεύονταν τα πολύτιμα τέκνα τους στο Σχολείο για να διδαχθούν την αρετή "και όχι για να μάθουν να πηδάν τον Κλήδονα". Σχολιάζει ότι δεν φαντάστηκε κανένας ποτέ ότι «η διευθύντρια τού Αρσακείου Παρθεναγωγείου θα πηδά τις φλόγες, θα παίζη τον Κλύδωνα, διότι ουδείς μέχρι τούδε διευθυντής παιδευτηρίου έδωκε τοιούτον παράδειγμα !... Ας μας είπη τουλάχιστον η Κυρία διευθύντρια εις ποίον Σχολείον παρθένων όχι τής Ευρώπης, αλλά τής υφηλίου ολοκλήρου, παίζουν αι διευθύντριαι τοιαύτα παιχνίδια, και τότε κηρυττόμεθα πάραυτα παράφρονες, μωροί. Συμβουλεύομεν λοιπόν αυτήν, αν κήδηται τού καταστήματος, αν δεν επιθυμεί να το ίδη εντός ολίγου απαρτιζόμενον από δύο ή τρία μόνον κοράσια, αν αγαπά τον έπαινόν της, να παύση από τας τοιαύτας παρεκτροπάς, αι οποίαι και το κατάστημα βλάπτουν και αυτήν δεν ωφελούν.»

Το Δ.Σ. τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας απασχολήθηκε με το θέμα στη συνεδρίαση τής 28ης Ιουλίου 1895. Ο Κ.Ν. Δραγούμης, σύμβουλος τής Φ.Ε., εξέφρασε την άποψη ότι «εάν τις έπταισε κατά τούτο βεβαίως δεν ήταν η Διευθύντρια, αλλ’ αυτός όστις επρότεινεν εις εκείνην να δώση την άδειαν». Πρόσθεσε δε ότι «εβεβαιώθη διά τής Α. Οικονόμου παρά των επιμελητριών και των κορασίων ότι ανέκαθεν υπάρχει το έθος κατά την ημέραν ταύτην να ανάπτεται πυρά». Συμπλήρωσε δε ότι η διευθύντρια με επιστολή της ζητούσε από το Δ.Σ. «να αναιρεθώσι τα περιεχόμενα αυτού (τού δημοσιεύματος) υπό τού Δ.Σ.». Το Συμβούλιο ανέθεσε στον Γραμματέα να συντάξει έγγραφο για να συζητηθεί στο επόμενο συμβούλιο. Έτσι στο Δ.Σ. τής 10ης Αυγούστου 1859 διαβάστηκε το εξής έγγραφο: «Εφημερίδες τινες τής πρωτευούσης εδημοσίευσαν διατριβάς περιεχούσας κατηγορίας κατά τής Διευθυντρίας τού Αρσακείου Παρθεναγωγείου και την μεν μίαν εξ αυτών [των εφημερίδων], την τύπον έχουσαν αναφοράς, προ πολλού κατήγγειλεν το Συμβούλιον τής Φ.Ε. εις την εισαγγελίαν των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών τας δε άλλας, ως γιγνώσκον τις ο συντάκτης αυτών και πόθεν κινούμενος έγραψεν, ενόμισεν περιττόν να αντικρούση.». Αναφέρει παρακάτω ότι το μένος τού συντάκτη οφείλεται στο ότι δύο συγγενείς του είχαν απολυθεί από το Σχολείο. «Επειδή όμως η σιωπή αυτού παρεξηγήθη, απεφάσισε να αναγγείλη εις το Κοινόν ότι ο γράψας καταφέρεται κατά τής Διευθύνσεως τού Αρσακείου Παρθεναγωγείου, διότι δύω αυτού συγγενείς υπηρετούσαι πριν εν αυτώ εβιάσθησαν να αποχωρήσωσι» και καταλήγει: «Το Δ.Σ. τής εταιρείας αδιαλείπτως φροντίζον περί τής ηθικής και διανοητικής μορφώσεως των εν τω καταστήματι είχε και έχει αείποτε άγρυπνον το όμμα επ’ αυτό, λαμβάνον τα προς επιτυχίαν τού σκοπού καταλληλότερα μέτρα.». Φαίνεται ότι η Λουίζα Κουρβουαζιέ δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση τής Εταιρείας στις εφημερίδες και ζήτησε να την αποκαταστήσουν. Το Διοικητικό Συμβούλιο το αρνήθηκε και η δυσαρέσκειά της μεγάλωσε.

"Αμίλητη και αυστηρή"

Είναι γεγονός ότι η Ελβετίδα διευθύντρια ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Η επικοινωνία της με τις μαθήτριες, τους γονείς, τους υφισταμένους και τους συνεργάτες της ήταν δύσκολη, λόγω τού πείσματος και τής αίσθησης ανωτερότητας που τη χαρακτήριζαν. Συνηθισμένη στην αυστηρότητα των ευρωπαϊκών σχολείων, κατά τη διάρκεια των δημοσίων εξετάσεων ήταν αμίλητη και αυστηρή. Επειδή ήταν ξένη, τής ήταν δύσκολο να υιοθετήσει τις συναισθηματικές και τις κοινωνικές αξίες και αρχές τής ελληνικής κοινωνίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας είχε απασχοληθεί πολλές φορές με τη συμπεριφορά τής διευθύντριας προς τους γονείς. Συγκεκριμένα στα Πρακτικά τού Διοικητικού Συμβουλίου τής 4ης Σεπτεμβρίου 1859 διαβάζουμε: «απεφασίσθη δε να γίνη νέον έγγραφον προς αυτήν, εν ω να καταδεικνύη εντός τα άρθρα εκείνα τού κανονισμού, τα οποία δεν εξετελέσθησαν έως σήμερα ακριβώς, και να προτραπή να φέρεται μετά πραότητος ου μόνον προς τας Μαθητρίας κατά το Ζ΄ Αρθρ. 50 τού κανονισμού, αλλά και προς τους έξωθεν ερχομένους, ίνα επισκεφθώσι τους συγγενείς και προστατευομένους αυτών». Το θέμα όμως δεν ήταν η διευθύντρια. Για πολύ σοβαρότερους λόγους αντί για 5 χρόνια παρέμεινε στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία μόνο δύο. Η αξία τού κειμένου σήμερα είναι ότι αντικατοπτρίζει τα ήθη τής εποχής εκείνης. Η αντίδραση τού γράφοντος στο γεγονός, πέραν από τα οποιαδήποτε προσωπικά κίνητρα, αποτελεί ένδειξη τής νοοτροπίας τής εποχής.

Ανοίκειο διασκέδασμα!

Το «διασκέδασμα», κατά τον συντάκτη Γ. Καρύκη, βέβαια είναι ανοίκειο, γιατί κατά τη διάρκεια τής υπερπήδησης τής φωτιάς τα φορέματα των κοριτσιών σηκώνονται και μπορεί να φανούν οι γάμπες τους, κάτι ανεπίτρεπτο την εποχή εκείνη. Σήμερα είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί το διασκεδαστικό έθιμο τού Κλήδονα θα μπορούσε να οδηγήσει σε «αναζωπύρωση τής πολύτιμης αιδημοσύνης των νεανίδων». Αλλά πάλι ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον συντηρητικό 19ο αιώνα και για έναν τόπο όπου, ειδικά για το ήθος των κοριτσιών, το «φαίνεσθαι» υπερείχε πάντοτε τού «είναι». Κατά τον γράφοντα, το έθιμο τού Κλήδονα τηρείτο μόνο από «ταλαιπώρους τινάς οίτινες δεν είχον την τύχην ν’ αποκτήσωσι παιδιόθεν αγωγήν ευδαίμονα». Η «ευδαίμων αγωγή», λοιπόν, γι’ αυτόν αντιμαχόταν την ελληνική παράδοση. Το ελληνικό κράτος, μετά από 400 χρόνια δουλείας, απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και προσπάθησε να διαγράψει όλα όσα τού θύμιζαν το πρόσφατο παρελθόν του. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και πολλές εκδηλώσεις αλλά και καθημερινές συνήθειες, οι οποίες είχαν τις ρίζες τους στην ελληνική παράδοση (ενδυμασία, έθιμα κ.λπ.). Φαίνεται ότι ο συντάκτης τού άρθρου ήταν οπαδός αυτής τής άποψης. Υποστήριζε λοιπόν ότι έτσι χανόταν ο σεβασμός των μαθητριών, πληγωνόταν η υπόληψη τού Σχολείου και χαλάρωνε ο ζήλος των Αρσακειάδων. Δεν διευκρινίζεται, βέβαια, αν η αιτία που «κάθε φιλόπατρις καρδία θα θλιβεί» ήταν το ότι η διευθύντρια υπερπηδούσε μαζί με τις μαθήτριες τις φωτιές τού Κλήδονα ή ότι η διευθύντρια δεν είχε καταλάβει τις κοινωνικές αντιλήψεις τού τόπου στον οποίο υπηρετούσε.

 

Παναγιώτα Αναστ.Ατσαβέ
φιλόλογος - Ιστορικός

*Στο δημοσίευμα τής εφημερίδας ακολουθούμε την ορθογραφία τού εντύπου.