Η εκπαίδευσις των κορασίων στην Ελλάδα τον 18ο-19ο αιώνα

 

«Μη αμελήσητε την παιδείαν των αγαπητών σας τέκνων,

αρρένων τε και θηλέων, μη αγωνίζησθε διά να τους αφήσητε κληρονομίαν χρημάτων,

αλλά δαπανήσητε μετά χαράς τα ευαπόβλητα χρήματα

διά να τους προμηθεύσητε τον αληθή και άσυλον θησαυρόν τής παιδείας»

 

                               Διακήρυξη τής Φιλομούσου Εταιρείας

 

Την Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως το 1453 ακολούθησε η πνευματική αφαίμαξη τής Ελλάδας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό κάθε αξιόλογης πνευματικής δραστηριότητας. Την περίοδο τής οθωμανικής κυριαρχίας τα «κοινά» λεγόμενα σχολεία έδιναν τη δυνατότητα στους μαθητές να μάθουν «κολλυβογράμματα». Ανομοιογενείς συνήθως ηλικιακά ομάδες διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση από έναν δάσκαλο. Τον 16ο αιώνα τα ελάχιστα σχολεία στον ελλαδικό χώρο υπολειτουργούσαν. Τότε όμως η Κωνσταντινούπολη, το πνευματικό κέντρο τού Ελληνισμού, άρχισε να κινητοποιείται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να ιδρύσει σχολεία στις περιοχές τής δικαιοδοσίας του. Η Μεγάλη τού Γένους Σχολή έγινε πανεπιστήμιο και η διδασκαλία των θεολογικών μαθημάτων συμπληρώθηκε με Αρχαία Ελληνικά, Φυσική, Μαθηματικά. Έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε πολλούς νέους να μορφωθούν και να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους. O ευρωπαϊκός Διαφωτισμός επηρέασε τους Έλληνες που σπούδαζαν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επέδρασε καθοριστικά στον νεοελληνικό Διαφωτισμό. Τότε, παρά τις διαφωνίες, αναπτύχθηκε γόνιμος προβληματισμός για τη μόρφωση τού ελληνικού λαού και την ανάγκη να γίνουν οι Έλληνες κοινωνοί των νέων κατακτήσεων τής επιστήμης. Οι Έλληνες διανοούμενοι και η Εκκλησία προσπάθησαν να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες εκπαίδευσης τού λαού. Δυνατότητες για ανώτερη μόρφωση υπήρχαν μόνο στις ελληνικές παροικίες τού εξωτερικού στη Δύση. Οι δάσκαλοι βέβαια δεν είχαν όλοι το ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Όλοι όμως ξεκινούσαν την εκπαίδευση από τη διδασκαλία τού αλφαβήτου, χρησιμοποιώντας ως εγχειρίδια τα εκκλησιαστικά κείμενα, όπως ο Οκτάηχος, το Ψαλτήρι, το Ωρολόγιο, το Ευχολόγιο κ.ά. Στην αρχή ο δάσκαλος δίδασκε κάθε μαθητή ξεχωριστά για 10΄. Αργότερα οι μαθητές καθόταν γύρω από τον δάσκαλο και επαναλάμβαναν το γράμμα, τη λέξη ή τον αριθμό όλοι μαζί ή και με τη σειρά του ο καθένας.

 Konstantinopl

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, το αρχαιότερο σε λειτουργία εκπαιδευτικό ίδρυμα τού Ελληνισμού. Συστήθηκε το 1803. Στην αρχή εγκαταστάθηκε σε άλλα οικήματα. Από το 1849 είναι εγκατεστημένη σε μεγαλοπρεπές κτήριο στο Φανάρι. (Πηγη: Ελληνοιστορείν, Ελληνικο Ημεριλόγιο 2019)

Η γλωσσική διαμάχη ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους υποστηρικτές τής γλώσσας τού λαού (1815-1816) προκάλεσε αντιθέσεις αλλά και έντονη συγγραφική δραστηριότητα, κάτι που οδήγησε στην πνευματική αναγέννηση τού έθνους. Τον 18ο αιώνα η οικονομική και η πνευματική άνθηση τού Ελληνισμού άλλαξε τα δεδομένα στον χώρο τής Παιδείας. Δημιουργήθηκε μια νέα πλούσια τάξη εμπόρων στην Ελλάδα, η οποία χρηματοδότησε προσπάθειες ίδρυσης σχολείων. Πολλά εκπαιδευτήρια άνοιξαν στον ελλαδικό χώρο, όπως η Πατμιάς Σχολή (1717), η Ευαγγελική Σχολή τής Σμύρνης (1723), η Αθωνιάς Ακαδημία στο Άγιον Όρος (1749), η Παλαμαία Σχολή στο Μεσολόγγι (1760), η Σχολή τής Δημητσάνας (1764), η Ακαδημία των Κυδωνιών (1780) και το Γυμνάσιο Χίου (1790). Κατά τη διάρκεια τής Επανάστασης τού 1821 θεωρήθηκε ότι ο «φωτισμός» και η σωστή αγωγή τού λαού θα βοηθούσε όχι μόνο στην απελευθέρωση αλλά και στη συγκρότηση τού έθνους. Μάλιστα προτάθηκε η σύσταση διδασκαλείου στο Άργος για την κατάρτιση δασκάλων στην αλληλοδιδακτική μέθοδο και έγινε προσπάθεια να τυπωθούν βιβλία. Όμως το εγχείρημα αυτό ατόνησε, διότι η δραστηριότητα των Ελλήνων απορροφήθηκε από τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο Αλ. Δημαράς γράφει στο βιβλίο του «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε» (Τεκμήρια Ιστορίας, τόμος Α΄, 1821-1894): «οι Έλληνες οραματίζονται για το ελεύθερο κράτος τους ένα εκπαιδευτικό σύστημα κλιμακωμένο σε τρεις βαθμίδες που θα προσφέρεται δωρεάν (τουλάχιστον στην πρώτη βαθμίδα), σε αγόρια και κορίτσια, κάτω από την επίβλεψη τής Βουλής, με υπεύθυνο στην Κυβέρνηση έναν ειδικά ορισμένο Υπουργό. Το δικαίωμα τής μόρφωσης θα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και η εκπαίδευση θα αποβλέπει στη διαμόρφωση ελευθέρων πολιτών που θα έχουν συνείδηση τόσο των καθηκόντων όσο και των δικαιωμάτων τους».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, θεωρούσε την παιδεία τού έθνους απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της Δημοκρατίας. Για να αντιμετωπίσει το θέμα τής εκπαίδευσης των Ελλήνων έδωσε προτεραιότητα στη διάδοση στοιχειωδών γνώσεων γρήγορα και σε μεγάλο τμήμα τού πληθυσμού. Και πάλι όμως η φροντίδα για εκπαίδευση δεν κάλυπτε και τα δύο φύλα. Όπως γράφτηκε στην «Αιγιναία», φιλολογική, επιστημονική και τεχνολογική εφημερίδα τής Αίγινας, (15-9-1831), η φροντίδα τής πολιτείας δεν θα έπρεπε να καλύπτει μόνο «την κοινήν των αρσενικών προπαιδείαν» αλλά και «των κορασίων την δημοσίαν ανατροφήν και διδασκαλίαν». Έτσι, ενώ στην Ευρώπη είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος, στην Ελλάδα ετέθη σε εφαρμογή λόγω τής ανάγκης για γρήγορη εκπαίδευση μεγάλου μέρους τού πληθυσμού, αλλά και εξ αιτίας τής έλλειψης εκπαιδευμένων δασκάλων. Έτσι με το διάταγμα 427/17 Φεβρ. 1830 αποφασίστηκε η καθιέρωσή της. Αποφασίστηκε ακόμα η μετάφραση τού «Οδηγού» τού Ch. Sarazin από τον Ι. Κοκκώνη για να εισαχθεί στα σχολεία ως υποχρεωτικός κανονισμός λειτουργίας. Ο Καποδίστριας πάντως προσπάθησε να δώσει βαρύτητα στη μόρφωση των κοριτσιών σε μια εποχή κατά την οποία η θέση τής γυναίκας στην κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη. Επί τής εποχής του, για την εκπαίδευση των κοριτσιών λειτούργησε σχολείο θηλέων στη Σύρο, στην Τήνο και στο Ορφανοτροφείο Αιγίνης. Στην Κόρινθο λειτουργούσε μεικτό σχολείο.

Οι Βαβαροί (1834-1837), με τον νόμο τού 1834 για τα δημοτικά σχολεία και τα διατάγματα τού 1836-1837 για τη Μέση Εκπαίδευση και το Πανεπιστήμιο, οργάνωσαν το εκπαιδευτικό σύστημα που κυριάρχησε στην Ελλάδα για ένα σχεδόν αιώνα. Στις 22 Μαρτίου 1833 με διάταγμα τής Αντιβασιλείας ορίστηκε επιτροπή για να διατυπώσει προτάσεις «περί των καταλληλοτέρων μέτρων προς βελτίωσιν τής Δημοσίας Εκπαιδεύσεως […] προς σχηματισμόν Σχολείων τού Λαού (κατά το γερμανικό Volksschulen όπως παρατηρεί ο Δημαράς), Ελληνικών Σχολείων (κατ’ αντιστοιχίαν προς τα Lateinische Schulen), Γυμνασίων (κατά το Gymnasien των Γερμανών) και ενός Πανεπιστημίου». Στην επιτροπή αυτή συμμετείχαν 5 Έλληνες: ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο Ιωάννης Βενθύλος, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Σούτσος και Κωνσταντίνος Σχινάς, επίσης Φαναριώτης. Και οι τέσσερεις ήταν αντικαποδιστριακοί. Ο μόνος οπαδός τού Καποδίστρια που συμμετείχε στην επιτροπή ήταν ο Ιωάννης Κοκκώνης. Το σχέδιο που υπέβαλε η επιτροπή όμως δεν εγκρίθηκε από τον Μάουρερ και τη «Γραμματεία περί των Εκκλησιαστικών και Παιδείας» (το Υπουργείο) και έτσι εγκαταλείφθηκε. Δεύτερη επιτροπή, αποτελούμενη από τους Κωνσταντίνο Σχινά, Γεώργιο Γεννάδιο, Θεόκλητο Φαρμακίδη και Θεόδωρο Μανούση, υπέβαλε νέο σχέδιο το οποίο και πάλι δεν έγινε δεκτό. Όπως γράφει ο Αλ. Ραγκαβής, όταν ο Άρμανσμπεργκ τού ανέθεσε να μεταφράσει το νομοσχέδιο στα Ελληνικά από τα Γερμανικά, διαπίστωσε ότι τα νομοσχέδια αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τις προτάσεις των επιτροπών, αλλά αποτελούσαν «απλήν και κατεσπευσμένην αντιγραφήν των Βαυαρικών κανονισμών μετ’ ελαχίστων μεταρρυθμίσεων».

Ο νόμος τού 1834 περί εκπαιδεύσεως ήταν προσαρμοσμένος στις ευρωπαϊκές τάσεις. Καθιέρωνε την υποχρεωτική παιδεία για 7 χρόνια. Η εκ των πραγμάτων αναγκαία διασπορά των σχολείων ανατέθηκε στους δήμους οι οποίοι θα ίδρυαν δημοτικά σχολεία «ολίγον κατ’ ολίγον». Η μισθοδοσία των δασκάλων θα γινόταν από τους δήμους και θα ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε δήμου αλλά και με τις γνώσεις και την «εμβρίθεια» τού δασκάλου. Ο νόμος έθετε απλώς το ανώτατο και το κατώτατο όριο αμοιβής. Όριζε ακόμα να παραχωρείται «εις έκαστον δημοδιδάσκαλον ανέξοδος κατοικία και δύο στρέμματα καλλιεργησίμου γης προς επικαρπίαν του». Πολλές φορές οι δήμοι προσέφεραν αύξηση 0,4% στους δασκάλους για κάθε παιδί που θα προσέλκυαν στο σχολείο. Στο Σύνταγμα τού 1844 και τού 1864 η κατάσταση δεν άλλαζε. Προβλεπόταν μόνο ότι για τη συντήρηση των σχολείων το κράτος όφειλε να προσφέρει βοήθεια στους δήμους «κατά το μέτρον τής ανάγκης των». Από τις οδηγίες που απηύθυνε η Διοίκηση στους δασκάλους τής χώρας το 1830 διαπιστώνουμε ότι η ζωή τους δεν ήταν εύκολη. «Δεν πρέπει να φαίνεται ο διδάσκαλος ποτέ εις το σχολείον φορών νυκτικόν κάλυμμα τής κεφαλής ή ων γυμνοπόδης ή ἀνομαλλιάρης ή ἐκβραχιονισμένος και χωρίς εξωφόριον, δεν πρέπει ουδέ να φέρη μέσα εις αυτό τον σκύλλον ή τον γάτον ή άλλου είδους ζώα». Αλλά και η ζωή των μαθητών δεν ήταν ευκολότερη. «Οι μαθηταί οφείλουσι […] να μη φοιτώσιν εις καφφενεία ή άλλα τοιούτου είδους δημόσια μέρη». Ο νόμος μάλιστα ανέθετε στους καθηγητές την υποχρέωση να αναφέρουν στον διευθυντή παρόμοιες παραβάσεις.

Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρη τη γη, η πορεία τής εκπαίδευσης των κοριτσιών καθορίστηκε από την επικρατούσα αντίληψη για την κοινωνική θέση τής γυναίκας. Tα 400 χρόνια δουλείας και συνύπαρξης με τους Οθωμανούς, που είχαν προηγηθεί, άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχοσύνθεση και στα ήθη των Ελλήνων. Το ελληνικό κράτος, με ανοιχτές ακόμα τις πληγές του από τον απελευθερωτικό αγώνα, με απροσδιόριστα ακόμα τα σύνορά του και οξυμένα τα πάθη των εμφυλίων πολέμων, έκανε τα πρώτα του βήματα στο τελειότερο πολίτευμα, τη Δημοκρατία, την οποία βέβαια είχαν εμπνευσθεί οι πρόγονοί του, αλλά για πολλούς αιώνες οι Έλληνες δεν την είχαν βιώσει. Όσο για τις γυναίκες, αυτές την περίοδο τής Τουρκοκρατίας ζούσαν κοινωνικά απομονωμένες. Απασχολούνταν κυρίως με τις δουλειές του σπιτιού την υφαντική και το κέντημα. Δεν κυκλοφορούσαν στους δρόμους όχι μόνο λόγω τού φόβου των Τούρκων, αλλά κυρίως λόγω τής επίδρασης των τουρκικών εθίμων, τα οποία δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να συχνάζουν όπου κυκλοφορούσαν άνδρες και να έχουν άποψη για τα κοινά. Μόνο οι κόρες των πλουσίων οικογενειών έπαιρναν στοιχειώδη μόρφωση.O Άγγλος περιηγητής R. Chandler (1765) γράφει ότι οι Έλληνες δεν κρίνουν απαραίτητη τη μόρφωση για τις γυναίκες. Γυναίκες που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή θεωρούνταν εξαιρετικά μορφωμένες. (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Β΄, Αθήνα 1873, σ. 292).

Girls education under Turks 

Η εκπαίδευση των κοριτσιών την περίοδο τής Τουρκοκρατίας, από γκραβούρα τής εποχής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών,1970)

Ο Στέφανος Γαλάτης στο ανέκδοτο έργο του «Ιστορία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, 1836-1936» γράφει τα εξής: «Προ τής αλώσεως, ασχέτως προς τα κρατούντα εν Κωνσταντινουπόλει και ταις μεγάλαις πόλεσι τής Αυτοκρατορίας, αι μικρότεραι πόλεις και τα χωρία, ιδίως τής Χερσονήσου, διετήρουν αυστηρά χριστιανικάς αρχάς και μεγάλην συντηρητικότητα εις τα οικογενειακά έθιμα. Τα έθιμα ταύτα, επί τής εποχής τής δουλείας, λόγω τού περιορισμού τής εν γένει κινήσεως και τού εγκλεισμού τής οικογενειακής ζωής εις τον οίκον, κατέστησαν επί 370 έτη τας κοινωνικάς και οικογενειακάς σχέσεις μέχρι υπερβολής περιορισμένας και επιδεκτικάς παρεξηγήσεων και δεισιδαιμονίας». Ο Γ. Γ. Παπαδόπουλος στις 1/6/1866 στο 389 τεύχος τής «Πανδώρας», σ.112, 17ος τόμος, γράφει: «Μόνον τότε η αναγέννησις τής πατρίδος συμπληρούται όταν η Ελληνίς αποβάλη τον εξ Ανατολής σπίλον», ενώ λίγα χρόνια μετά ο Α. Δ. Αυγερινός, πάλι στην Πανδώρα (φυλλάδιο 491, 1/9/1870, τόμος 21ος) και με τον τίτλο «Εκπαίδευσις εν Ελλάδι», γράφει: «Αι πατροπαράδοτοι προλήψεις παριστώσαι την εκπαίδευσιν τού γυναικείου φύλου ασυμβίβαστον προς την αυστηρότητα των αρχαίων ηθών, αποτρέπουσι τους πλείστους των γονέων τού να απασχολώσι τα κοράσια αυτών, συμμεριζόμενα συνήθως τας οικιακάς και αγροτικάς εργασίας των γονέων προς εκμάθησιν γραμμάτων».

homepageImage el GR[1] 

Η «Πανδώρα» ιδρύθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1849 από τον Ν. Δραγούμη, τον Κωνστ. Παπαρρηγόπουλο, τον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, τον Γ. Σκούφο κ.ά. Ήταν μηνιαίο οικογενειακό περιοδικό, απευθύνονταν στο ευρύ κοινό, αλλά και στους λογίους. Περιελάμβανε πολλά θέματα σχετικά με την γυναικεία εκπαίδευση. (pleias.library.upatras.gr)

Βλέπουμε λοιπόν ότι σημαντικός παράγων στη διαδικασία τής εκπαίδευσης ήταν το φύλο. Τα αυστηρά αυτά έθιμα είχαν ριζώσει τόσο πολύ, ώστε διατηρήθηκαν και μετά την απελευθέρωση ώς τα τελευταία χρόνια τού 19ου αιώνα. Φαίνεται ότι η απόφαση τής «Πελοποννησιακής Γερουσίας», που υποστήριζε πως η εκπαίδευση αποτελεί δικαίωμα «αρρένων τε και θηλέων», στην περίπτωση των «θηλέων» δεν βρήκε ευρεία εφαρμογή. Από τη διαδικασία αυτή τής δυτικοποίησης εξαίρεση αποτέλεσε η κοινωνική θέση τής γυναίκας, η οποία κρινόταν ακόμα με βάση την παράδοση.

Agrot Erg 

Γυναίκες σε αγροτικές εργασίες, γκραβούρα τού 19ου αι. (Ed. Dodwell, Views of Greece)

Υπήρξαν κάποιες προσπάθειες οργάνωσης σχολείων για κορίτσια, όπως η ίδρυση τού παρθεναγωγείου «Παρθενών» στην Αθήνα από τη Φιλόμουσο Εταιρεία, η ίδρυση «Γυναικείας Σχολής» στο Ναύπλιο το 1828 από την Ελένη Δανέζη και η πρωτοβουλία τής Ευανθίας Καΐρη, η οποία εκπαίδευε κορίτσια στην Ερμούπολη τής Σύρου. Αυτές οι πρωτοβουλίες όμως δεν ήταν αρκετές για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Εμπόδιο αποτελούσε η επικρατούσα αντίληψη ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν εντελώς διαφορετικούς ρόλους. Η νοοτροπία αυτή δεν άφηνε περιθώρια για γρήγορες ή θεαματικές εξελίξεις. Έτσι όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα το γυναικείο φύλο ήταν σχεδόν απαίδευτο. Εξαίρεση αποτελούσαν τα κορίτσια στις περιοχές όπου η επιρροή των Φαναριωτών ήταν ισχυρή, όπως στην Κωνσταντινούπολη ή στα νησιά τού Αιγαίου. Εκεί η δυνατότητα εκπαίδευσης των κοριτσιών ήταν σαφώς μεγαλύτερη.

 odos Areos

Η σημερινή οδός Άρεως την περίοδο τής Τουρκοκρατίας, όταν ήταν το διοικητικό κέντρο τής Αθήνας. Στο βάθος το τζαμί τού Τζισταράκη, δεξιά το πρόπυλο τής εισόδου τής Βιβλιοθήκης τού Αδριανού και ο μικρός ναός των Αγίων Ασωμάτων στα σκαλιά, που δεν υπάρχει σήμερα αλλά την περίοδο εκείνη αποτελούσε ιερό προσκύνημα. Μάλιστα επί Τουρκοκρατίας για τους Αθηναίους αποτελούσε απόδειξη τής αθηναϊκής καταγωγής τους αν γνώριζαν τον «Άγιο Ασώματο στα σκαλιά», οπότε και η αναμενόμενη απάντηση ήταν «στην τρύπια κολώνα».(Λιθογραφια του Theodore du Moncel 1843)

Στην αλλαγή τής θέσης τής γυναίκας πρωτοστάτησαν οι Έλληνες των κοινοτήτων τού εξωτερικού, οι οποίοι έφεραν νέες πολιτικές και κοινωνικές ιδέες. Επηρεασμένοι από τις ιδέες των Ευρωπαίων διαφωτιστών και παιδαγωγών, προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τις προκαταλήψεις, επειδή θεωρούσαν ότι αυτή ήταν η μοναδική εγγύηση για ελευθερία και πρόοδο. Έτσι στις πόλεις άρχισε να παρουσιάζει άνθηση ο θεσμός τής «οικοτρόφου παιδαγωγού». Οι γονείς προτιμούσαν Αγγλίδες, Γαλλίδες ή Ελβετίδες παιδαγωγούς, επηρεασμένοι μάλιστα από τα ευρωπαϊκά ήθη, τα οποία έφεραν στην Ελλάδα οι Βαβαροί, αλλά και οι Έλληνες που επέστρεφαν από τις ελληνικές κοινότητες τού εξωτερικού.

Όμως, για τους περισσότερους υποστηρικτές της γυναικείας εκπαίδευσης, η μόρφωση των κοριτσιών έπρεπε να έχει όρια και νόρμες. Φαίνεται ότι ακόμα ίσχυαν όσα έγραφε ο Κωνσταντίνος Κούμας το 1820: «όταν ο άνθρωπος παιδαγωγηθεί καθώς πρέπει, γίνεται και καλός πολίτης». Όμως στο 4ο κεφάλαιο τού βιβλίου του, με τίτλο «Περί τής τού πολίτου αγωγής και των κορασιών», διασαφηνίζει ότι η μαθήτρια πρέπει «να διδαχθή την οικιακήν κυβέρνησιν επειδή μέλλει να γίνει οικοδέσποινα και μήτηρ και όχι ποτέ μέτοχος των δημοσίων πραγμάτων». Και αυτό δυστυχώς δεν αποτελούσε μόνο την προσωπική του άποψη. Η σκοπιμότητα τής εκπαίδευσης των γυναικών περιοριζόταν στη βελτίωση τού ρόλου τής γυναίκας ως θυγατέρας, συζύγου, μητέρας και οικονόμου. Την ίδια εποχή όμως, ο Αδαμάντιος Κοραής επισήμαινε ότι «και άνδρες και γυναίκες επίσης πρέπει να παιδεύωνται την παιδείαν ταύτην χωρίς πρόφασιν καμμίαν» (Αδ. Κοραή, Περί των ελληνικών συμφερόντων, Διάλογος δύο Γραικών, Ύδρα, Ελληνική Τυπογραφία, 1825).

girls dance othonean periode 

Χορός γυναικών στην Αθήνα την εποχή τού Όθωνα, από πίνακα αγνώστου ζωγράφου

Οι ρόλοι των δύο φύλων ήταν απόλυτα προκαθορισμένοι. Ο άνδρας προοριζόταν για την εργασία, τη δημιουργία, την επιστήμη και την πολιτική, γι’ αυτό η μόρφωσή του έπρεπε να είναι προσεγμένη. Αντίθετα η μόρφωση των γυναικών είχε στόχο τη βελτίωση τού ρόλου τους ως θυγατέρων, συζύγων και μητέρων. Σε όλα αυτά μπορούμε να προσθέσουμε τη δογματική αντίληψη περί τής βιολογικής και τής πνευματικής κατωτερότητας των γυναικών η οποία επικρατούσε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα, η οποία ήταν πολύ συντηρητική μετά την αναστάτωση που είχε φέρει η άνοδος και η πτώση τού Ναπολέοντα. Η αλήθεια ίσως να κρύβεται στα λόγια τού Ν. Δραγούμη, ο οποίος παραδέχεται ότι «Οι τοσοῦτον μεριμνώντες υπέρ τής εκπαιδεύσεως των αρρένων, απέκρουον την των θηλέων φοβούμενοι μη μαθόντα γράμματα μεταχειρισθώσι αυτά αντί οργάνων ατόπου ανταποκρίσεως». Σε όλες αυτές τις αντιξοότητες θα πρέπει να προσθέσουμε το γεγονός ότι για να υλοποιηθούν οι προσδοκίες τού έθνους σχετικά με την εκπαίδευση υπήρχε ανάγκη χρημάτων και διοικητικής οργάνωσης. Η ελληνική κυβέρνηση είχε τόσα πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει, ώστε τής ήταν αδύνατον να δραστηριοποιηθεί στο θέμα τής μόρφωσης των θηλέων, παρά το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός εκ των πραγμάτων είχε καταστεί εθνικά αναγκαίος.

Το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο εισηγήθηκε το 1833 επιτροπή, αποτελούμενη από τους Κ. Σχοινά, Ι. Κοκκώνη και Αλ. Σούτσο (ΝΔ 6/18. 2. 1834, ΝΔ 31/1/1836), θεμελίωσε το σύστημα των τριών βαθμίδων στην εκπαίδευση και προέβλεπε 7 τάξεις στο δημοτικό και 3 τάξεις στο Ελληνικό Σχολείο (σχολαρχείο), Από τη Β΄ τάξη τού σχολαρχείου μπορούσε να φοιτήσει κάποιος 2 χρόνια στο διδασκαλείο, ενώ μετά το τέλος και των 3 τάξεων είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει τετραετές γυμνάσιο και μετά πανεπιστήμιο.

 

   ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 1834

   ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (7 ΤΑΞΕΙΣ)

Α τάξη       Β τάξη     Γ τάξη     Δ τάξη     Ε τάξη      Στ΄ τάξη   Ζ’ τάξη

                                                                                           ↓

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ-ΣΧΟΛΑΡΧΕΙΟ (3 ΤΑΞΕΙΣ)

Α τάξη                       Β τάξη                     Γ τάξη

       ↓                                 ↓

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ (2 ΤΑΞΕΙΣ)              ΓΥΜΝΑΣΙΟ (4 ΤΑΞΕΙΣ)

                                                                                                                                ↓

ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ (4 ΕΤΗ)

 

Όλα τα παραπάνω στην πραγματικότητα ίσχυαν για την εκπαίδευση των αρρένων. Για τα κορίτσια θεωρητικά ίσχυε το ίδιο σύστημα, όμως επειδή η συνδιδασκαλία ήταν απαγορευμένη λόγω των ηθών της εποχής, η σύσταση δημοσίων σχολείων θηλέων παραπεμπόταν στις ελληνικές καλένδες εξ αιτίας τής ελλείψεως χρημάτων.

lui dypre

H πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου. Σχέδιο τού Γάλλου ζωγράφου, φιλέλληνα και αρχαιολάτρη Λουί Ντυπρέ, o οποίος έζησε στην Αθήνα επί Τουρκοκρατίας αρκετό καιρό και αποτύπωσε πολλές σκηνές από τον καθημερινό βίο των Αθηναίων. Τα έργα και οι αναμνήσεις του περιλαμβάνονται στο έργο του «Ταξίδι από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη».

Η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε με επιφύλαξη το θέμα τής φοίτησης των κοριτσιών στα παρθεναγωγεία. Στην ουσία δυσκολευόταν να δώσει απάντηση σε δύο βασικά ερωτήματα: α) είναι καλύτερο να μορφώνονται τα κορίτσια στο σπίτι ή χρειάζεται να φοιτούν στο σχολείο; β) η ανώτερη εκπαίδευση θα βοηθούσε τη γυναίκα στο έργο της ή θα την απομάκρυνε από τα πραγματικά της καθήκοντα; Η απάντηση που ο καθένας έδινε στα ερωτήματα αυτά έδειχνε τη νοοτροπία του και τη στάση του απέναντι στην πρόοδο.

Ephimerida kybernhsevw 

Η Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως το 1834 στα Ελληνικά και τα Γερμανικά. Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση τού Όθωνα στην Ελλάδα τα Διατάγματα καθώς και η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως γινόταν σε 2 γλώσσες, Ελληνικά και Γερμανικά, ώστε να μπορούν να γίνουν κατανοητά από Έλληνες και Βαβαρούς. (ΓΑΚ)

Η οργάνωση τής εκπαίδευσης των κορασίων βασίστηκε σε δυτικά πρότυπα, αφού αρχικά χρησιμοποιήθηκαν δάσκαλοι που είχαν μορφωθεί στη Δύση και ήταν επηρεασμένοι από τις προοδευτικές αρχές Ευρωπαίων παιδαγωγών. Το ΒΔ τής 6/18 Φεβρουαρίου 1834 για την οργάνωση των δημοτικών σχολείων, αναφερόμενο στην αγωγή των κοριτσιών, όριζε ότι: «Τα σχολεία των κορασίων, όπου τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να είναι χωριστά των παίδων, να προΐστανται δε αυτών διδασκάλισσαι. Εις κορασίων σχολεία δε θέλει γίγνεσθαι γύμνασις εις γυναικεία εργόχειρα». Εδώ η φράση κλειδί είναι το «όπου αυτό είναι δυνατόν». Οι δήμοι δηλαδή θα έπρεπε να βρουν χωριστό κτήριο, να πληρώνουν μία δασκάλα (αρχικά δεν υπήρχαν και πολλές) και χρήματα για να συντηρήσουν ένα σχολείο θηλέων. Οι πόροι τού κράτους με δυσκολία επαρκούσαν για τις πρώτες και απόλυτα επείγουσες ανάγκες. Όσο για την περίπτωση τής συμφοίτησης σε μικτό σχολείο, κοριτσιών και αγοριών, αυτή ήταν απαγορευτική λόγω των ηθών τής εποχής. Ερωτήματα όπως το τι έπρεπε να διδάσκονται οι γυναίκες και σε τι η εκπαίδευσή τους θα έπρεπε να διαφέρει από αυτή των ανδρών συνεχώς επανερχόταν στο προσκήνιο. Και θα έπρεπε να φτάσουμε στο 1886 για να διατυπωθεί με σαφήνεια, σε περιοδικό τής εποχής, ότι όχι μόνο «δεν είναι περιττόν η γυνή να μανθάνη γράμματα αλλά τουναντίον είναι αναγκαιότατον και ευτυχώς σήμερον η ανάγκη και η χρησιμότης τής εκπαιδεύσεως τού γυναικείου φύλου δεν τίθεται υπό σπουδαίαν αμφισβήτησιν» (Διομ. Κυριακός, «Επί τη Πεντηκονταετηρίδι τού Ἀρσακείου», Εστία, τ. ΚΒ΄, αρ. 564,19 Οκτωβ.1886, σ. 660)

Hill Fanny 

Η Francis Hill με μαθήτριες τής σχολής της στην Αθήνα. Σύζυγος τού Αμερικανού ιεραποστόλου John Hill, ίδρυσε στην Αθήνα το 1831 σχολείο για μαθήτριες, το οποίο γνώρισε μεγάλη ακμή. (Η εκπαίδευση και η αγωγή των κοριτσιών . Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γ.Γ.Ν.Γ 1987)

Εν τω μεταξύ, στις αρχές τού 19ου αιώνα είχαν ιδρυθεί στις ΗΠΑ δύο ιεραποστολικές εταιρείες, των πρεσβυτεριανών (Presviterians) και των επισκοπιανών (Episcopals) με σκοπό τη διάδοση τού Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο. Οι εταιρείες είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στον τομέα τής εκπαίδευσης των θηλέων. Οι ιεραπόστολοι έσπευσαν να καλύψουν την αδυναμία τού κράτους, με αποτέλεσμα να μονοπωλούν τη μόρφωση των Ελληνίδων. Η άφιξη στην Ελλάδα των J. Brewer, J. King, J. Robertson, R. Anderson, Fr. Hildner και J. Hill και η δραστηριοποίησή τους στον χώρο τής εκπαίδευσης των κορασίων ήταν κάτι που ανησύχησε ιδιαιτέρως τον Ιωάννη Κοκκώνη, ο όποιος ήταν τότε διευθυντής των δημοτικών σχολείων. Ο προβληματισμός του μάλιστα κορυφώθηκε το 1834, όταν ο Hill ανακοίνωσε στον Όθωνα την απόφασή του να εκπαιδεύει στο σχολείο του δασκάλες. Τού πρότεινε μάλιστα να στείλει η κυβέρνηση στο σχολείο του υπότροφες μαθήτριες με σκοπό να προετοιμαστούν για το επάγγελμα τής δασκάλας. Για τον βαθύτατα θρησκευόμενο Ιωάννη Κοκκώνη η ενέργεια αυτή εμπεριείχε τον κίνδυνο τού προσηλυτισμού των νεαρών κοριτσιών, κάτι που τού προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Τότε ήταν η εποχή που ο Κοκκώνης συνέλαβε την ιδέα τής ίδρυσης μίας εταιρείας, τα μέλη τής οποίας διά των εισφορών τους θα βοηθούσαν το κράτος να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα τής παιδείας.

diatagma idrysews[1] 

Το διάταγμα ιδρύσεως τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, γραμμένο στα Ελληνικά και τα Γερμανικά, όπως εκδίδονταν τότε όλα τα επίσημα κρατικά έγγραφα και η Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως. Αξιοπρόσεκτη είναι η έκτυπη σφραγίδα τού Όθωνα. (ΓΑΚ)

Ο Κοκκώνης αποφάσισε να μοιραστεί τις σκέψεις του, για την αναγκαιότητα τής ιδρύσεως μιας ελληνικής ιδιωτικής εταιρείας για την ενίσχυση τής εκπαίδευσης, με τον Γεώργιο Γεννάδιο, διευθυντή τού πρώτου σχολείου αρρένων, και τον Μισαήλ Αποστολίδη, κληρικό με βαθιά ορθόδοξη ελληνική μόρφωση και αργότερα Μητροπολίτη Αθηνών. Οι τρεις αυτοί άνδρες, μαζί με άλλους 70 ενθουσιώδεις πατριώτες, δημιούργησαν το 1836 τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Το Διάταγμα τής ιδρύσεώς της φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα τού Όθωνα. Σκοπός της, όπως αναφέρεται στον πρώτο Διοργανισμό της, ήταν η πρόοδος των δημοτικών σχολείων και τής στοιχειώδους εκπαιδεύσεως τού λαού, η προμήθεια των αναγκαίων προς τούτο βιβλίων, η διέγερση τής άμιλλας των μαθητών διά τής θεσπίσεως βραβείων, η τελειοποίηση των διδακτικών μεθόδων και η βοήθεια στον πολλαπλασιασμό των δημοτικών σχολείων.

Von Hess..... 

Ελληνίδες κατά την υποδοχή τού Όθωνα στην Αθήνα. Λεπτομέρεια από τον πίνακα τού Von Hess. Η υποδοχή τού Όθωνα στην Αθήνα έγινε στο Θησείο, όπου είχαν συγκεντρωθεί ενθουσιασμένοι όλοι οι κάτοικοι τής πόλεως, άντρες και γυναίκες. Ο Von Hess απέδωσε τον ενθουσιασμό αρκετά δυτικότροπα.

Πενήντα χρόνια αργότερα, κατά τον εορτασμό τής πεντηκονταετηρίδος τής Φ.Ε., ο Διομήδης Κυριακός σε άρθρο του στην εφημερίδα «Εστία», που δημοσιεύτηκε το 1886, θέτει το θέμα στη σωστή του βάση: «Αλλ’ η Ελλάς είχεν ανάγκην μεγάλου, ελληνικού εθνικού εκπαιδευτηρίου κεκτημένου κύρος, κεκτημένου χαρακτήρα, τελείως ελληνικού και δυναμένου να εργασθή επί ευρυτάτων βάσεων αναλόγως προς τας μεγάλας ἀνάγκας αἳτινες ἒμελλον νά πληρωθῶσιν. Ἡ Ἑλλάς εἶχεν ἀνάγκην μεγάλου γυναικείου Διδασκαλείου, το οποίον να δώση τη Ελλάδι και άπαντι τω Ελληνισμώ τής Ανατολής τας αναγκαίας διδασκαλίσσας, αίτινες να αναλάβωσι την δημοτικήν εκπαίδευσιν τής γυναικείας νεολαίας απάσης τής Ελλάδος». Όσο για το ποιο ήταν το πραγματικό κίνητρο τού Ι. Κοκκώνη όταν πρότεινε την αποκλειστική δραστηριοποίηση τής Φ.Ε. στον τομέα τής γυναικείας εκπαίδευσης, θα πρέπει να παραδεχθούμε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ότι δεν έχει αξία να το αναζητήσουμε. Σημασία έχει ότι η πρότασή του έγινε αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, καρποφόρησε και μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησε την μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα.

 

  • Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε,. την ανέκδοτη «Ιστορία τής ΦΕ» τού Στέφανου Γαλάτη, Δημαρά Αλ. «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» Τεκμήρια Ιστορίας, τ. Α΄, Β΄, Σιδηρούλας Ζιώγου-Καραστεργίου «Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893)», Αθήνα 1986, το άρθρο τής Ελισάβετ Δούκα-Καραγιαννοπούλου «Θηλέων Αγωγή» στη Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος τρίτος, «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, Αρσάκεια – Τοσίτσεια Σχολεία, 1836-1996. 160 χρόνια παιδείας», «Εκατονταετηρίς τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, 1836-1936».

Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ

φιλόλογος – ιστορικός