«Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» και άλλα εκπαιδευτικά ασμάτια για τα παιδιά
Η διδασκαλία τής Μουσικής στο Αρσάκειο
«Η μουσική είναι ένας ηθικός κανόνας. Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στη σκέψη, απογειώνει τη φαντασία, χαρίζει χαρά στη λύπη και ζωή στα πάντα»
Πλάτων
Η μουσική ήταν από την αρχαιότητα ένα από τα σπουδαιότερα μέσα μόρφωσης τής ανθρώπινης ψυχής. Το τραγούδι δεν επιδρά μόνο στην ψυχή τού ανθρώπου αλλά και στο πνεύμα, γιατί καλλιεργεί τη φαντασία, πλουτίζει τη γλώσσα, βοηθά στην εξέλιξη τής σκέψης και καλλιεργεί το πνεύμα. Λόγω λοιπόν τής μεγάλης παιδαγωγικής της αξίας αποτέλεσε από την αρχαιότητα ιδιαίτερο κλάδο διδασκαλίας στα σχολεία και διδασκόταν σε όλες τις περιόδους τής ιστορίας τής ανθρωπότητας.
Η Μουσική, ή η Ωδική όπως ονομαζόταν το μάθημα, είχε στόχο να αφυπνίσει και να εξελίξει τις μουσικές ικανότητες και δυνατότητες τού παιδιού. Τα τραγούδια που διδάσκονταν στο δημοτικό σχολείο διακρίνονταν σε παιδικά, δημοτικά, εκκλησιαστικά, πατριωτικά και χορευτικά και είχαν ηθικοπλαστικό περιεχόμενο. Μάλιστα το 1827, επί Καποδίστρια, ιδρύθηκε στην Αίγινα Μουσικό Σχολείο, που ονομάστηκε Εκπαιδευτήριο Ειδικών Γνώσεων. Ευτυχής συγκυρία ήταν το γεγονός ότι την εποχή εκείνη διέμενε στην Αίγινα ο δάσκαλος τής βυζαντινής μουσικής Γεώργιος Λέσβιος, ο οποίος φρόντισε για την καλή λειτουργία τού σχολείου. Λίγο αργότερα όμως ο Κυβερνήτης, λόγω ελλείψεως πόρων, αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία τής Μουσικής Σχολής τού Λέσβιου, για να προηγηθεί η ίδρυση σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Μάθημα Μουσικής στο Αρσάκειο το 1912. Ο καθηγητής Ι. Σακελλαρίδης, έχοντας μπροστά του ένα αρμόνιο, δίνει τον τόνο στις μαθήτριες για να αρχίσουν το τραγούδι. Διακρίνεται και η καθηγήτρια Αναστασία Λυμπεροπούλου. (Αρχείο ΦΕ)Πάντως, ο πρώτος δάσκαλος Μουσικής που ήρθε στην Ελλάδα και δίδαξε στα σχολεία που λειτούργησαν στην Αίγινα (Ορφανοτροφείο, Πρότυπο σχολείο και Κεντρικό σχολείο) ήταν ο Αθ. Αβραμιάδης, ο οποίος διορίστηκε από την κυβέρνηση στις 13 Ιανουαρίου 1830. Οι δάσκαλοι που έπρεπε να διδάξουν Μουσική δεν γνώριζαν ούτε τη μέθοδο διδασκαλίας τού μαθήματος ούτε την πορεία του, αλλά ούτε και την τεχνική που έπρεπε να εφαρμόσουν για να γίνει πιο κατανοητό το μάθημα στα παιδιά. Ως μοναδικό βοήθημα τού δασκάλου μπορούμε να αναφέρουμε τον «Οδηγό τής Αλληλοδιδακτικής Μεθόδου» τού Ι. Κοκκώνη, που κυκλοφορήθηκε το 1830 και που περιείχε το μάθημα τού άσματος και τής ψαλτικής ως διδασκόμενο μάθημα. Όμως το μάθημα δεν συμπεριελήφθη στο επίσημο πρόγραμμα τού Υπουργείου.
Με την έλευση τού Όθωνα , η ελληνική εκπαίδευση ως προς την ιδεολογία, τους στόχους, τα εκπαιδευτικά συστήματα, την οργάνωση και τη λειτουργία των σχολείων, τη διοίκηση και γενικότερα τη δομή της επηρεάστηκε καθοριστικά από τους Βαβαρούς, που κυβέρνησαν ή έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην πορεία ανασυγκρότησης τής χώρας μας. Η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό έστρεψε τους Έλληνες σε δυτικά πρότυπα, με αποτέλεσμα να θεωρούν άκομψα και εξοβελιστέα όσα συνήθιζαν να τραγουδούν επί Τουρκοκρατίας. Από την αποστροφή αυτή δεν γλίτωσε ούτε το δημοτικό τραγούδι. Έτσι, παρά το ότι ο Ι. Κοκκώνης αναφερόμενος στο μάθημα τής Μουσικής στον «Οδηγό» του για την εκπαίδευση έγραφε ότι η μουσική «αναπτύσσει εις την καρδίαν το θρησκευτικόν συναίσθημα, εξημερώνει και μαλακώνει τα ήθη και είναι χρήσιμη στη μόρφωση τής καρδίας και εις την ανάπτυξιν τού μυαλού», είναι σαφές ότι δεν αναφερόταν στη δημοτική μουσική, η οποία, όπως λέει και ο Μ. Αδάμης (Ελληνική παράδοση στη Μουσική Εκπαίδευση), θεωρήθηκε ότι ήταν πρωτόγονη και δεν ταίριαζε σε ευρωπαϊκό κράτος. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τη λήξη τής Επανάστασης και πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονταν σε γεγονότα και ήρωες οι οποίοι είχαν συμπάθειες και αντιπάθειες στην κοινωνία. Διδάσκονταν λοιπόν ανάλογα με τις προτιμήσεις τον δασκάλων, γι’ αυτό θεωρήθηκαν ότι ήταν ακατάλληλα για τη διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία και δεν αξιοποιήθηκαν.
Άλλο που δεν ήθελαν οι Βαβαροί, αποφάσισαν να μεταλαμπαδεύσουν τη δική τους μουσική κουλτούρα στην Ελλάδα. Έτσι, ενώ στα πρώτα χρόνια ίδρυσης τού ελληνικού κράτους δινόταν βάρος στη ζωντανή παραδοσιακή μουσική, από το 1833 ο Όθων έφερε στην Ελλάδα τη βασιλική μπάντα, η οποία σιγά-σιγά έμαθε στους Έλληνες τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική, η οποία επέβαλε τα «θούρια» και τα «πολεμιστήρια άσματα», που επικράτησαν των αντίστοιχων δημοτικών τραγουδιών. Επίσης το 1837 έχουμε την εμφάνιση τού ιταλικού δράματος, που με τη σειρά του εκτόπισε το δημοτικό τραγούδι και επηρέασε τα νέα ελληνικά τραγούδια, τα οποία πήραν ως πρότυπο τις μελωδίες από ιταλικές όπερες. Στον στρατό παραμερίστηκαν τα ελληνικά τραγούδια και αντικαταστάθηκαν από ξένα πατριωτικά θούρια, στα οποία προστέθηκαν ελληνικοί στίχοι, και εμβατήρια Ελλήνων συνθετών γραμμένα, όμως, σύμφωνα όμως με τα ξένα πρότυπα.
Στα δημοτικά σχολεία το δημοτικό τραγούδι διδάχτηκε και τραγουδήθηκε σε απλουστευμένη μορφή, ώσπου έχασε τον χαρακτήρα του και στο τέλος παραμερίστηκε. Τότε εισήχθησαν ευρωπαϊκά τραγούδια μεταφρασμένα, όπως τα γνωστά τραγούδια «Τριαντάφυλλο κλειστό είδε ένα παιδάκι» και «Φλαμουριά», που είναι τού Σούμπερτ, ή το «Ο Μάιος μάς έφτασε εμπρός βήμα ταχύ να τον προϋπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή», τα οποία στη συνείδηση των Ελλήνων θεωρούνταν ελληνικά μέχρι τις αρχές τού 20ού αιώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σχολική μουσική με ανακατεμένα ευρωπαϊκά και εθνικά στοιχεία, χωρίς τόνο και ύφος.
Παράλληλα δημιουργήθηκε και μια κατηγορία σχολικών τραγουδιών που αναφέρονταν στον βασιλιά, στη βασίλισσα ή στο βασιλικό ζεύγος. Στο Αρσάκειο μάλιστα, το οποίο τελούσε υπό την αιγίδα τής βασίλισσας Αμαλίας και αργότερα τής βασίλισσας Όλγας, σε πολλές τελετές μνημονεύεται η ύπαρξη χορωδίας που έψαλλε τους βασιλικούς ύμνους.
Μάθημα Μουσικής στο Αρσάκειο . H φωτογραφία αυτή υπάρχει στο λεύκωμα τού 1912. Στο βάθος ο ειδικός πίνακας με το πεντάγραμμο. Ο καθηγητής Ι. Σακελλαρίδης βρίσκεται στο αρμόνιο. Διακρίνονται οι καθηγήτριες Αδέλα Κροντηροπούλου και Αναστασία Λυμπεροπούλου. ( Αρχείο ΦΕ)
Αναμφισβήτητα ο Όθων διέθετε μουσική καλλιέργεια και τον ενδιέφερε πολύ η εκπαίδευση των Ελλήνων στη μουσική. Βλέποντας το κενό που υπήρχε, μετακάλεσε Βαβαρούς μουσικούς δασκάλους, οι οποίοι συνετέλεσαν στη διάδοση ξένων ασμάτων. Μελοποίησαν διάφορα θούρια, τα οποία διδάχθηκαν οι μαθητές των δημοτικών σχολείων, καθώς και αισθηματικά τραγούδια, τα οποία διαδόθηκαν κυρίως στους πλέον μορφωμένους τής εποχής εκείνης. Και λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι το γνωστό τραγούδι «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά / στους κάμπους πέφτει χιόνι / στα έρημα στα σκοτεινά / ο κλέφτης ξεσπαθώνει», το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα ως στρατιωτικό εμβατήριο, δεν είναι ελληνικό. Η μουσική του είναι από κάποιο βαβαρικό εμβατήριο και οι στίχοι τού Αλέξ. Ρίζου Ραγκαβή.
Μπορεί αρχικά να μην είχε ληφθεί μέριμνα για τη δημοτική μουσική, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τη βυζαντινή. Στις 26 Ιανουαρίου (7 Φεβρουαρίου) 1837, με διατάγματα τής στοιχειώδους εκπαίδευσης, λαμβάνεται πρόνοια και για την ανάπτυξη των μουσικών γνώσεων. Για να τελειοποιηθεί η μουσική ψαλτική, η οποία «συνεργεί ουσιωδώς εις τον ηθικόν εξευγενισμόν τού ανθρώπου και στον καλλωπισμό τού βίου», εξαγγέλθηκε η σύσταση «σχολείου ψαλτικής» στην Αθήνα. Στη σχολή μπορούσαν να διδάξουν όσοι είχαν κλίση στην ψαλτική και στη χορωδία.
Η αλήθεια είναι ότι μόνο σε λίγα αστικά δημόσια σχολεία διδάσκονταν η μουσική. Ακόμα όμως και σε αυτά, δεν αποτελούσε οργανωμένο μάθημα, αλλά μια ευκαιριακή δραστηριότητα, με διδασκαλία τραγουδιών τα περισσότερα των οποίων προέρχονταν κατά βάση από την Ευρώπη. Τα παιδιά μάθαιναν ακόμα να ψάλλουν εκκλησιαστικούς ύμνους. Βέβαια και οι δάσκαλοι τότε δεν διέθεταν γνώσεις για συστηματική διδασκαλία τής μουσικής. Οι περισσότεροι γνώριζαν μόνο ελάχιστα πράγματα για την εκκλησιαστική μουσική. Ο συγγραφέας τού «Οδηγού» Γ. Κωνσταντινίδης, ιδρυτικό μέλος και αυτός τής Φ.Ε., αναφερόμενος στη διδασκαλία τής μουσικής στα δημοτικά σχολεία, θεωρούσε, όπως έγραφε, ότι είναι μάταιο να πει κάτι κανείς γι’ αυτή, αφού δεν υπήρχαν δάσκαλοι κατάλληλα ασκημένοι.
Το μάθημα τής Μουσικής μάλλον θα πρέπει να διδάσκονταν πρακτικά. Ο δάσκαλος επέλεγε τους εξυπνότερους και καλλίφωνους μαθητές και τους μάθαινε τραγούδια που είχαν σχέση με την έναρξη και τη λήξη των μαθημάτων, την είσοδο και την έξοδο από το σχολείο, τις δημόσιες εξετάσεις.
Ας πάρουμε μια ιδέα των ασμάτων που τραγουδούσαν τα παιδιά. Μετά την πρωινή προσευχή τα παιδιά έμπαιναν στην αίθουσα διδασκαλίας με τάξη, τραγουδώντας το τραγούδι τής εισόδου:
«Στο σχολείον θα εμβώμεν, έλα, ας αραδιασθώμεν,
Και με τάξιν προπατούντες στα θρανία καθεσθώμεν.
Τα μικρά παιδιά θα μάθουν, ό,τι θα τα ωφελήση.
Ύστερον εις την ζωήν των έχει και να τα τιμήση.
Ύστερον από ολίγον να! το μάθημα θ’ αρχίση,
Τ’ άσματά μας θέλουν παύση και καθ’ εις ας σιωπήση».
Όταν τελείωναν τα μαθήματα οι μαθητές έβγαιναν από το σχολείο τραγουδώντας το τραγούδι τής εξόδου:
«Παύει πλέον η μελέτη κι ο καιρός τής προσευχής,
Ώρα τής εξόδου ήλθε, στώμεν μετά προσοχής.
Δεύτε άγωμεν λοιπόν,
με το βήμα τακτικόν.
Πους δεξιός με δεξιόν,
Κι αριστερός μ’ αριστερόν
Τής παιδείας η σπουδή,
Είναι αληθής τιμή.
Και έχει πλήθος αμοιβών
ενδόξων και παντοτεινών».
Την εκπαίδευση διδασκαλισσών και τη μόρφωση των κοριτσιών ανέλαβε τον 19ο αι. η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Στον πρώτο Αγιασμό που τελέστηκε στο Σχολείο τής Φ.Ε. το 1837 ο Μισαήλ Αποστολίδης είχε αναφερθεί στα μαθήματα που θα διδάσκονταν στο Σχολείο και είχε ρητώς αναφέρει ότι σε αυτά θα προστεθούν η Μουσική και τα Γαλλικά. Ο πρώτος καθηγητής Μουσικής σε Σχολείο τής Φ.Ε. φαίνεται ότι ήταν ο Άσερ, ο οποίος ήταν ο αρχιμουσικός τής Βαβαρικής Φιλαρμονικής και δάσκαλος τού Όθωνα. Μετά από αυτόν δίδαξε μουσική η Στεφανία Δελπίνου. Στα πρακτικά τού Δ.Σ. τής Φ.Ε. διαβάζουμε ότι «ο κύριος Παριζίνης εδίδαξε κλειδοκύμβαλον εις τας μαθητρίας από το 1853 μέχρι το 1860». Εκείνος μάλιστα έγραψε τη μουσική ενός «Ύμνου των Ευεργετών».
Παράσταση από αρχαίο αγγείο. Το εικονιζόμενο μουσικό όργανο είναι η βάρβιτος
Ο Ραφαήλ Παριζίνι ήταν Ιταλός μουσικοδιδάσκαλος, ο οποίος το 1841 ήρθε στην Αθήνα και ίδρυσε μουσική σχολή στην οποία διδασκόταν βάρβιτος (αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο, παραλλαγή λύρας), άσμα και κλειδοκύμβαλο. Μουσική στα Σχολεία δίδαξε επίσης και ο Ελβετός Μάγερ.
O ύμνος στον Απόστολο Αρσάκη σε μουσική τού Καμηλιέρη και στίχους τού Α. Ρ. Ραγκαβή. Ο ύμνος τραγουδήθηκε για πρώτη φορά κατά τον εορτασμό τής 50ετίας τής ΦΕ, το 1886. (απο την Ανέκδοτη Ιστορία του Στέφανου Γαλάτη)
Από το 1865 μέχρι 1887 ο Ιανουάριος Φαβρικέζης δίδαξε στο Αρσάκειο μέχρι τον θάνατό του φωνητική και οργανική μουσική και, τέλος, την εκκλησιαστική μουσική για να ψάλλει χορωδία μαθητριών στην Αγία Αναστασία. Ο Gennaro Fabbrichesi από το Μιλάνο τής Ιταλίας, είχε μετακληθεί από τον Όθωνα για να αναλάβει αρχιμουσικός και να οργανώσει το Εθνικό Ωδείο. Ο Ιταλός αρχιμουσικός παρέμεινε στην Ελλάδα όλη του τη ζωή, παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια η οποία παρέμεινε στην Ελλάδα..
Η καθιέρωση τής διδασκαλίας τής βυζαντινής μουσικής στο Σχολείο τής Φ.Ε. θα πρέπει να πιστωθεί στη βασίλισσα Όλγα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα η Όλγα ήταν 19 ετών και ορθόδοξη. Επειδή ήθελε να εκκλησιάζεται, συνήθιζε τις Κυριακές να πηγαίνει στην Αγία Αναστασία, τον ναό τού Αρσακείου, και μαζί με τις νεαρές μαθήτριες να παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία χωρίς να δίνει λαβές για σχόλια στις εφημερίδες. Τον Σεπτέμβριο του 1868 η βασίλισσα Όλγα, ενώ εκκλησιάζονταν, παρατήρησε ότι οι νεαρές Αρσακειάδες δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν ψάλλοντας, αλλά απλώς την παρακολουθούσαν. Σύστησε τότε στο Δ.Σ. να δημιουργήσει μια χορωδία βυζαντινής μουσικής από μαθήτριες για να ψάλλει κατά τον εκκλησιασμό. Οι σύμβουλοι Λεβίδης, Κοντογόνης και Ρομποτής αναζήτησαν τα κατάλληλα πρόσωπα για την οργάνωση τής χορωδίας. Τη διεύθυνση αρχικά για λίγο χρονικό διάστημα ανέλαβε η Γερμανίδα δις Bauman. Τη διαδέχθηκε ο Ι. Φαβρικέζης σε συνεργασία με τον φιλόλογο και βαθύ γνώστη της Βυζαντινής Μουσικής Θ. Πολυκράτης.
Η πρώτη συλλογή στην Ελλάδα με τα τραγούδια που συνοδεύονταν από ευρωπαϊκή μουσική εκδόθηκε το 1869 από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία με τον τίτλο «Ασμάτια παιδαγωγικά προς χρήσιν των Νηπιαγωγείων και των Δημοτικών Σχολείων». Στο βιβλίο αυτό περιέχονταν τραγούδια για το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο. Δεν αναφέρονται όμως τα ονόματα των δημιουργών. Μάλλον τα τραγούδια αυτού τού βιβλίου ήταν Γαλλικά, στα οποία προσαρμόστηκαν ελληνικοί στίχοι. Αναφέρονται τα περισσότερα στη φύση. Πάντως η γλώσσα των τραγουδιών αυτών ήταν δύσκολη και δυσνόητη. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν στη διδασκαλία τής μουσικής στο δημοτικό σχολείο και όχι στο Νηπιαγωγείο. Το ενδιαφέρον τής Φ.Ε. για το μάθημα τής Μουσικής φαίνεται και από το γεγονός ότι πολλά από τα βιβλία που εκδόθηκαν με έξοδα τής ΦΕ έχουν ως αντικείμενο το μάθημα αυτό. Το 1872 εκδόθηκε το βιβλίο τού Λέοντος Μελά «Άσματα παιδαγωγικά προς χρήσιν των Νηπιαγωγείων». Το 1882 εκδόθηκαν 2 τόμοι με «Άσματα» τού Έννιγκ. Το 1883 εξεδόθη το βιβλίο τού Ηλ. Τανταλίδη «Τα άσματα». Το 1887 εκδόθηκε το βιβλίο τού Νικ. Σακελλαρίδη «Άσματα Εκκλησιαστικά». Όλα αυτά συνετέλεσαν, όπως θα δούμε παρακάτω, στη μετάδοση προς τις νεαρές μαθήτριες, τής αγάπης για τη μουσική.
«Ασμάτια παιδαγωγικά προς χρήσιν των Νηπιαγωγείων και Δημοτικών Σχολείων. Εκδίδονται το δεύτερον επιδιορθωμένα επιμελεία και δαπάνη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας, Αθήναι, Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1872. (απο το Αρχειο της ΦΕ)
Στο Αρσάκειο τής Κέρκυρας και επειδή το νησί είχε μεγάλη μουσική παράδοση η Φ.Ε. εξ αρχής, το 1880, υιοθέτησε ενισχυμένο πρόγραμμα διδασκαλίας τής μουσικής. Το μάθημα τής θεωρία τής μουσικής, τα εκκλησιαστικά άσματα και τα τραγούδια διδάσκονταν σε όλες τις τάξεις, αρχής γενομένης από την Α΄ τάξη. Η «φωνητική μουσική» τα πρώτα χρόνια διδάχθηκε σε όλες τις τάξεις με τη συνδιδακτική μέθοδο, ενώ η «οργανική μουσική» διδάσκονταν, κατ’ εξαίρεση, μόνο στις μαθήτριες που πλήρωναν επιπλέον δίδακτρα.
Το 1880 κυκλοφόρησαν τέσσερα τεύχη με «Νέα παιδαγωγικά άσματα», που είχε εκδώσει η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Από τα 158 παιδαγωγικά άσματα τα 64 ήταν θρησκευτικά, τα 26 φυσιολατρικά, τα 14 φρονηματιστικά, τα 12 ψυχαγωγικά, τα 13 πραγματογνωστικά, τα 14 σχολικά, τα 9 πατριωτικά και τα 6 βασιλικοί ύμνοι. Τα άσματα αυτά διατηρήθηκαν και τραγουδήθηκαν για πολλές δεκαετίες στα δημοτικά σχολεία από χιλιάδες μαθητές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα: «Αρνάκι άσπρο και παχύ, τής μάνας του καμάρι, βοσκούσε εις την εξοχή και το χλωρό χορτάρι […]», «Πετάς περιστεράκι, στον κήπο στην αυλή, δε βλέπεις το γεράκι το άγριο πουλί; […]», «Ήλθε πάλι η πασχαλιά με αγάπη με φιλιά, με αυγό και με αρνί, χαίρονται Χριστιανοί […]» κ.ά.
Άσματα παιδαγωγικά προς χρήσιν των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων. Εκδίδονται το τρίτον επιδιορθωμένα, επιμελεία και δαπάνη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας. Αθήνησι, Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως. Πρόκειται για το ίδιο βιβλίο που επανεκδόθηκε διορθωμένο το ίδιο έτος. (Αρχείο ΦΕ)
Στη δεκαετία τού 1880 κυριάρχησε στον χώρο τής μουσικής ένας μεγάλος μουσικός και παιδαγωγός, ο Ιούλιος Έννινγκ. Τα μουσικά του βιβλία αποτέλεσαν σταθμό στην εκπαίδευση, τόσο στα δημοτικά σχολεία και στις άλλες βαθμίδες εκπαίδευσης όσο και στα Διδασκαλεία. Ο ίδιος επισήμαινε πάντα τη σημασία και τη δύναμη τής μουσικής στα παιδιά, τονίζοντας ότι η διδασκαλία της στα δημοτικά σχολεία πρέπει να είναι υποχρεωτική και να διδάσκεται όπως όλα τα άλλα μαθήματα. Στις συλλογές του μάλιστα, που εκδόθηκαν τη δεκαετία του 1880 με τίτλο «Νέα ασμάτια παιδαγωγικά», περιλαμβάνονται τριακόσια τραγούδια, τα οποία για πολλά χρόνια αποτέλεσαν για τους δασκάλους και τους μαθητές το βασικό εγχειρίδιο στο μάθημα τής μουσικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθιέρωσε το ύφος και το περιεχόμενο των τραγουδιών για τις επόμενες δεκαετίες. Στο μεγαλύτερο μέρος των συλλογών του υπήρχαν ηθικοθρησκευτικά τραγούδια, τραγούδια τής φύσης και διάφοροι ύμνοι για το βασιλικό ζεύγος. Απουσίαζαν όμως τα δημοτικά τραγούδια. Τον Έννινγκ μετακάλεσε και το Αρσάκειο για να διδάξει μουσική σε όλες τις τάξεις τού Εξωτερικού Σχολείου. Το 1881 μάλιστα τύπωσε μαζί με τον Κατακουζηνό βιβλίο με τίτλο «Άσματα προς χρήσιν των μαθητριών».
Προς τα τέλη τού 19ου αιώνα υπήρξε έξαρση πατριωτισμού, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν δημοτικά τραγούδια με πατριωτικό περιεχόμενο και να διδάσκονται στα δημοτικά σχολεία. Η συλλογή τού Ι. Σακελλαρίδη (1882) περιείχε για πρώτη φορά δύο δημοτικά τραγούδια. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία τού 19ου αιώνα τραγουδήθηκαν στα δημοτικά σχολεία κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 20ού αιώνα και υπάρχουν μέχρι τις μέρες μας. Στο Αρσάκειο δίδαξε επίσης μουσική η Αρσακειάς Αδελαΐς Βέσσελ-Κροντηροπούλου ,η οποία ήταν η πρώτη που τραγούδησε και ηχογράφησε σε κύλινδρο τον Εθνικό Ύμνο.
Η Αρσακειάς Αδελαΐς Βέσσελ-Κροντηροπούλου, καθηγήτρια Μουσικής στο Αρσάκειο και η πρώτη που ηχογράφησε σε δίσκο τον Εθνικό Ύμνο. ( ΕΛΙΑ)
Το 1894 το Ωδείο Αθηνών και ο διευθυντής Γ. Νάζος ανέλαβαν δωρεάν την παρακολούθηση τής διδασκαλίας τής Μουσικής στα Αρσάκεια για να προτείνουν τρόπους γενικότερης βελτίωσης. Μεταξύ των καθηγητών Μουσικής τού Αρσακείου ήταν ο Λαυρέντης Καμηλιέρης (1894). Τον διαδέχθηκε ο Διονύσιος Λαυράγκας (1897). Ένας άλλος δάσκαλος Μουσικής τού Αρσακείου ήταν ο Λουδοβίκος Σπινέλης, πολύ γνωστός την εποχή εκείνη γιατί ήταν αρχιμουσικός τού πολεμικού στόλου. Ακόμα δίδαξε ο Ιωάννης Σακελλαρίδης, πατέρας τού Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ο οποίος ήταν ένθερμος μελετητής τής εκκλησιαστικής μουσικής. Διορίστηκε το 1890, υπηρέτησε στα Σχολεία τής Εταιρείας 45 χρόνια και ήταν αυτός που εισήγαγε την τετραφωνία στον ναό τού Αρσακείου το 1879. Περί το 1890 δίδαξε στο Αρσάκειο και η Λίνα Λόττνερ, η οποία αργότερα ίδρυσε δικό της Ωδείο .
Γ.Γ. Χωραφά, αποφοίτου τού Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και τού Ωδείου Αθηνών. Συλλογή σχολικών ασμάτων προς χρήσιν των Διδασκαλείων. Έκδοση Δευτέρα. Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη. Οδός Σταδίου 40 (Μέγαρον Αρσακείου) 1923.
Τον Οκτώβριο τού 1909 λειτουργούσαν 4 τμήματα Μουσικής στα Εξωτερικά Σχολεία με 52 μαθήτριες το καθένα. Επίσης οι 175 μαθήτριες τής Γ΄ τάξης τού Εξωτερικού Διδασκαλείου διδάσκονταν εκκλησιαστική μουσική χωρισμένες σε 2 τμήματα. Για να καλλιεργηθεί το μουσικό αισθητήριο των μαθητριών οργανώνονταν συναυλίες στους χώρους τού Σχολείου. Μουσική δίδαξαν από το1913 έως το 1915 οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Νικόλαος Λάβδας.
Ο Νικόλαος Λάβδας ήταν καθηγητής Μουσικής στα Αρσάκεια Σχολεία, γενικός επιθεωρητής Μουσικής στη μέση εκπαίδευση και ιδρυτικό μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Μουσικών. Ιδρυτής τής Αθηναϊκής Μαντολινάτας, συνέθεσε πολλά έργα και έγραψε βιβλία για την εκπαίδευση. Τιμήθηκε με τον Σταυρό τού Σωτήρος από τον Γεώργιο τον Α΄.(Wikipedia)
Το 1913 άρχισε η διδασκαλία μαντολίνου και κιθάρας. Τον Οκτώβριο τού ίδιου χρόνου παρουσιάστηκε στο Δ.Σ., στην αίθουσα Τελετών, η μαντολινάτα υπό τη διεύθυνση τού Κ. Λάβδα. Το 1917 γίνονταν διαλέξεις και συναυλίες στην αίθουσα Τελετών από τις καθηγήτριες Λόττνερ και Φαραντάτου. Στο Αρσάκειο υπηρέτησε επί σειράν ετών και ο καθηγητής Αργυρόπουλος, ο πρώτος που έγραψε και εξέδωσε βιβλίο Παιδαγωγικής Μουσικής.
Η αίθουσα Μουσικής στο Αρσάκειο Ψυχικού το 1935. Βρισκόταν στον 3ο όροφο τού Σχολείου. Διακρίνεται ο ειδικός πίνακας με το πεντάγραμμο. Στην έδρα διδάσκει ο καθηγητής Αργυρόπουλος. (Αρχείο ΦΕ)
Ο Γεώργιος Σκλάβος από τον Δεκέμβριο τού 1919 μέχρι τον Ιούνιο τού 1928 διηύθυνε με επιτυχία την εκκλησιαστική χορωδία. Τέλος μεγάλη μορφή για την καλλιτεχνική και τη θεατρική δημιουργία στο Αρσάκειο ήταν ο Ορέστης Κοντογιάννης. Καθηγητής Μουσικής, οργάνωσε άριστα τη χορωδία τής Ακαδημίας. Μάλιστα έγραψε και συλλογή τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκε σε πολλά σχολεία. Ο Ορέστης Κοντογιάννης υπήρξε γνωστός μουσικός και ηθοποιός τής εποχής του. Σπούδασε στο Μουσικό Τμήμα (1908-1914), καθώς και στη Δραματική Σχολή τού Ωδείου Αθηνών (1910-1914). Το σχολικό έτος 1910-1911 ο Ορέστης Κοντογιάννης έλαβε τον πρώτο έπαινο στη μονωδία, ενώ το απολυτήριο δίπλωμά του ως σολίστ τού απενεμήθη με βαθμό «Άριστα». Μάλιστα, όπως αναφέρεται, «εδίδαξε λίαν ευδοκίμως εις το Πρακτικόν Διδασκαλείον τής Μονωδίας». Το 1918, όταν ιδρύθηκε το «Θέατρον Ωδείου» «προς εμψύχωσιν τής δραματικής ποιήσεως», ο Ορέστης Κοντογιάννης εργάστηκε σε αυτό ως ηθοποιός, με σκηνοθέτη τον Θωμά Οικονόμου. Κατόπιν εντάχθηκε στο δυναμικό τού «Θεάτρου τού Ελληνικού Ωδείου» υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση τού Σπύρου Μελά. Μάλιστα, ο νέος αυτός θίασος αποτέλεσε τον προπομπό τού Θεάτρου Τέχνης. Η σύνθεση τού θιάσου περιελάμβανε μαθητές τού Ωδείου Αθηνών, καθώς και τους μαθητές τού Ελληνικού Ωδείου. Μεταξύ των μελών τής εφορευτικής επιτροπής τού νέου καλλιτεχνικού οργανισμού τού Θεάτρου Ελληνικού Ωδείου, ο Ορέστης Κοντογιάννης ορίστηκε ως αντιπρόσωπος των εταίρων τού θεάτρου. Ως ηθοποιός είχε λάβει μέρος στις πρώτες Δελφικές Γιορτές .
Ο Ορέστης Κοντογιάννης με Αρσακειάδες μέλη τού χορού σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας στο πρωτότυπο. Οι παραστάσεις αρχαίου δράματος που σκηνοθέτησε ο Κοντογιάννης ήταν εξαιρετικές και συνεργάστηκε με πολλούς φιλολόγους, όπως ήταν ο Γ. Γαρδίκας η Αγ. Νικοκάβουρα κ.ά. (Αρχείο ΦΕ)
Τις γνώσεις και την εμπειρία του χρησιμοποίησε για να διδάξει, συνεργαζόμενος με τον Γ. Γαρδίκα, τον χορό στις θεατρικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας που ανέβαζε στο πρωτότυπο η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Έλαβε ακόμα μέρος στην οργάνωση τής παράστασης για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων τής Φ.Ε.
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός
- Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής ΦΕ, την ανέκδοτη «Ιστορία τής ΦΕ» τού Στέφανου Γαλάτη, Δημαρά Αλ. «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» Τεκμήρια Ιστορίας, τ. Α΄, Β΄, Σιδηρούλας Ζιώγου-Καραστεργίου «Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893)», Αθήνα 1986, το βιβλίο «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Αρσάκεια-Τοσίτσεια Σχολεία 1836-1996. 160 χρόνια παιδείας», «Εκατονταετηρίς τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 1836-1936».