Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα
Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος που δίδαξε στο Αρσάκειο
Η κόρη τού τολμηρού Σπετσιώτη θαλασσοπόρου Γιάννη Μπούκουρη, η Ελένη, γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Φαίνεται ότι όλη η οικογένεια είχε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, γιατί ο καπετάν Μπούκουρης ήταν αυτός που δημιούργησε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα στη γνωστή ώς τις μέρες μας πλατεία Θεάτρου. Η Ελένη έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Ναύπλιο. Αργότερα φοίτησε ως εσωτερική μαθήτρια στη σχολή Χιλλ. Γνώριζε άριστα Ιταλικά, Αγγλικά, αρχαία Ελληνικά, ενώ αγαπούσε πάντα τα Αρβανίτικα που μιλούσαν στην οικογένεια και στο νησί. Από παιδί είχε κλίση στη ζωγραφική και, πράγμα σπάνιο για τον συντηρητισμό τού 19ου αιώνα, ο πατέρας της και όλο το οικογενειακό της περιβάλλον την ενθάρρυναν να καλλιεργήσει την κλίση της. Έτσι ο πολυταξιδεμένος Σπετσιώτης Ιωάννης Μπούκουρης κάλεσε τον καθηγητή τού Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι να τής παραδίδει μαθήματα. Η Αθηνά Ταρσούλη που έγραψε για τη ζωή τής Ελληνίδας ζωγράφου σημειώνει: «Η μεθοδική διδασκαλία τού Τσέκκολι την υπέταξε στην πειθαρχία τού ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να τής περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της».
Το ανήσυχο πνεύμα τής Ελένης όμως δεν αρκέστηκε στα μαθήματα αυτά. Πήρε την απόφαση να μεταβεί για σπουδές στην Ιταλία. Υπήρχε όμως μια δυσκολία που έπρεπε να υπερπηδήσει: η φοίτηση των γυναικών στις Ακαδημίες Τέχνης ήταν απαγορευμένη. «Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα τού πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα». Έτσι με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης και φορώντας ανδρικό κοστούμι παρακολούθησε για 4 χρόνια μαθήματα ζωγραφικής στην Ιταλία. Στο βιβλίο της για τη μεγάλη ζωγράφο «Ελένη ή ο Κανένας» η Ρέα Γαλανάκη γράφει: «Η Ελένη μπήκε στα ανδρικά ρούχα όπως οι Έλληνες στον Δούρειο Ίππο για να εκπορθήσουν την Τροία. Η Ελένη παύει να είναι η Ελένη Μπούκουρη. Είναι το φοβερό «Κανένας». Είναι η Οδύσσεια μίας γυναίκας.».
Αυτοπροσωπογραφία της Ελένης Μπούκουρη Αλταμούρα. (πηγη Wikipedia)
Στη Ρώμη σπούδασε ζωγραφική στη σχολή των Ναζαριστών, οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι κυρίως από τον Ραφαήλ και ζωγράφιζαν ιστορικά και μυθολογικά θέματα. Το 1850-1851, με συστατική τους επιστολή, συνέχισε τις σπουδές της στη Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Εκεί γνώρισε και ερωτεύθηκε τον Ιταλό ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Απέκτησε μαζί του 3 παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Ασπάσθηκε τον καθολικισμό και παντρεύτηκε τον Αλταμούρα το 1857. Ο γάμος της δεν κράτησε πολύ. Ο σύζυγός της γρήγορα την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του και φίλη τής Ελένης, την Αγγλίδα Τζέιν Χέι, παίρνοντας μαζί και τον Αλέξανδρο. Ο Αλταμούρα έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι η Ελένη «έπασχε από τη νοσταλγία τής πατρίδας, διάβαζε Όμηρο και Πίνδαρο, όπως εμείς διαβάζουμε εφημερίδα για να κοιμηθούμε, δύσπιστη στις γνωριμίες, μελαγχολική, όχι φτιαγμένη για κανονική ζωή, δυστυχισμένη όταν έπρεπε να φορέσει γυναικεία ρούχα». Η Ελένη, προδομένη και πληγωμένη, επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και εγκαταστάθηκε στην Πλάκα. Είχε λείψει από την πατρίδα της 8 χρόνια: τα 4 χρόνια των σπουδών της «μεταμφιεσμένη» και άλλα 4 κατά τα οποία ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές τής Ιταλίας κρατώντας σημειώσεις και σχέδια. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, με την επιγραφή «Studi fatti a Perugia e ad Assisi». Εκεί συνυπήρχαν αντιγραφές από τα έργα τού Giotto, τού Perugino, τού Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια.
Σχέδιο τής Ελένης Μπούκουρη-Αλταμούρα
Ήταν πια αναγνωρισμένη ζωγράφος και γρήγορα εντάχθηκε στους κύκλους των επιφανών Αθηναίων. Το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος τής επιτροπής των «Ολυμπίων» και μέλος τής εξεταστικής επιτροπής τού Καλλιτεχνικού τμήματος τού Πολυτεχνείου, μαζί με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη και Ερνέστο Τσίλλερ. Από το 1863 άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε πλούσιες Αθηναίες αλλά και στη βασίλισσα Όλγα. Με τη βοήθεια τού παλατιού διορίστηκε στο Αρσάκειο, όπου ανέλαβε να οργανώσει και να ανανεώσει το μάθημα τής Ζωγραφικής. Υπέβαλε μάλιστα στο Δ.Σ. και έκθεση-μελέτη για τη βελτίωση τής διδασκαλίας τού μαθήματος.
Προσωπογραφία της Ελένης Αλταμούρα , σχέδιο του συζύγου της Ξαβιέρου Αλταμούρα
Όμως σιγά-σιγά άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια δυστυχίας. Το 1872 αρρώστησε η κόρη τής Σοφία από φυματίωση. Η Ελένη, που είχε ήδη βάναυσα αποχωριστεί το ένα της παιδί, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες, ώστε η νεαρή Σοφία να έχει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης λόγω τού κλίματος τού νησιού. Όμως η Σοφία πέθανε το 1874. Μετά τον θάνατό της η Ελένη ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια και τις περιποιήσεις φίλων και συγγενών ξαναβρήκε το ενδιαφέρον της για τη ζωή. Διάβαζε, ενημερωνόταν για όλα. Μάλιστα το 1874 ήρθε να τη γνωρίσει και ο μικρός της γιος Αλέξανδρος, που είχε μεγαλώσει με τον πατέρα του. Όμως η ήρεμη ζωή δεν κράτησε πολύ.
Αυτοπρογωπογραφία τού Ιωάννη Αλταμούρα (πηγή Wikipedia)
Ο άλλος της γιος Ιωάννης Αλταμούρας σπούδασε στην Κοπεγχάγη κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν με υποτροφία τής Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1876 επέστρεψε στην Ελλάδα, στη μητέρα του, και συνέχισε να ζωγραφίζει. Μέχρι σήμερα θεωρείται ένας από τους καλύτερους Έλληνες θαλασσογράφους. Όμως το 1878 ήρθε το τρίτο και μεγαλύτερο χτύπημα για την Ελένη. Ο Ιωάννης Αλταμούρας πέθανε και αυτός από φυματίωση.
Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, έργο τού Ιωάννη Αλταμούρα (πηγή Wikipedia)
Σε ηλικία 60 ετών η Ελένη, συντετριμμένη, απομονώθηκε στις Σπέτσες. Απελπισμένη έκαψε τα περισσότερα και καλύτερα έργα της στην αυλή τού σπιτιού της. Κλείστηκε στον εαυτό της και αδιαφορούσε παντελώς για τα κουτσομπολιά τής κλειστής κοινωνίας των Σπετσών που τη θεωρούσαν τρελή.
Το αρχοντικό τής οικογενείας Μπούκουρη στις Σπέτσες
Μοναδική φορά που δέχτηκε να φύγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια τής «Εφημερίδας των Κυριών» Καλλιρρόη Παρρέν την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη. Την έπεισε μάλιστα να έρθει μαζί της, για λίγες μέρες, στην Αθήνα. Η οξυδερκέστατη Παρρέν, αγωνίστρια και η ίδια για τα δικαιώματα των γυναικών στην εκπαίδευση, θέλησε να γνωρίσει τη γυναίκα που πενήντα περίπου χρόνια πριν διεκδίκησε το δικαίωμά της στη μόρφωση και την καλλιτεχνική δημιουργία, ανατρέποντας το κατεστημένο στην Ελλάδα και την Ιταλία. Για την πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφο η μαυροφορεμένη και μεγάλη πλέον ζωγράφος ήταν ένα αίνιγμα. «Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως», έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν στην εφημερίδα της. Η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της περιγράφει τη συνάντηση των δύο γυναικών ως εξής: «Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς τής απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποίαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Τής αρνήθηκα ξανά. Δύο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι τού δημάρχου κι εξαδέλφου μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης τής κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικό από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο. Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δύο ημέρες, πριν με συναντήσει. […]. Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία τής εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει και είχα ασκήσει την τέχνη τής ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο τής έκθεσης, ενδεχομένως και από την τέχνη τής ζωγραφικής […]». Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Τής έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα τής Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι […]».
«Απελπισία», έργο τής Ελένης Μπούκουρη που υπέβαλε με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρης στη Σχολή της στην Ιταλία.(πηγή Wikipedia)
Η Ελένη Αλταμούρα πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο τής Αγίας Άννας στις Σπέτσες. Αργότερα τα οστά της –όπως και εκείνα των παιδιών της–, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Στη μαρμάρινη σαρκοφάγο (έργο τού Ιάκωβου Μαλακατέ, ο οποίος είχε αναλάβει κάποιες μαρμαρογλυπτικές εργασίες και στο πατρικό της σπίτι στην Πλάκα) αναγράφεται το έτος 1824 ως έτος γέννησης.
Η Καλλιρρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για τη ζωή της. Το έργο της όμως παραμένει άγνωστο εκτός από λίγους πίνακες και σχέδια. Ένα από αυτά είναι το έργο «Απελπισία», το οποίο η ζωγράφος υπέβαλε στον διαγωνισμό τής Σχολής όπου φοιτούσε με την υπογραφή Χρυσίνης Μπούκουρης. Μάλιστα στην Ιταλία τής προσέφεραν πολλά χρήματα ως αμοιβή για την αγορά του, εκείνη όμως προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Στο έργο αυτό ο συμβολισμός τής απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασική αντίληψη. Την ίδια εποχή ζωγράφισε την αυτοπροσωπογραφία της, όπου εικονίζεται με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφρασή της και η λιτότητα στο σχέδιο.
Το βιβλίο τής Ρέας Γαλανάκη για τη ζωή τής Ελένης Μπούκουρη-Αλταμούρα
Η Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα υπήρξε, ίσως, η πρώτη γυναίκα τής νεότερης Ελλάδας που ξεπέρασε με τόλμη τις δυσκολίες σε ένα ανδροκρατούμενο κατεστημένο. Βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη τής δημιουργίας, τόλμησε να αγωνιστεί και το πλήρωσε.
Ο τάφος τής Ελένης Μπούκουρη-Αλταμούρα και των 2 παιδιών της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών
Η τραγική ζωή της έγινε το θέμα τού μυθιστορήματος «Ελένη ή ο κανένας» τής Ρέας Γαλανάκη (εκδόσεις Άγρα, 1998) και τού θεατρικού έργου «Ελένη Αλταμούρα» τού Κώστα Ασημακόπουλου (εκδόσεις Δωδώνη, 2005).
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
Φιλόλογος – ιστορικός