Η συνεχής αναζήτηση νέων «καταλληλοτέρων» κτηρίων για τη στέγαση τού Σχολείου της αλλά και ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των μαθητριών οδήγησε το Δ.Σ. τής Φ.Ε. στη διαπίστωση ότι «μία κατοικία τήν ὀποίαν ὁ ἰδιοκτήτης της τήν κατεσκεύασε διά κατοικητήριον τῆς όλιγαρίθμου οἰκογενείας του» δεν μπορεί να καλύψει ανάγκες εκπαιδευτηρίου 290 μαθητριών. Έτσι, επιτροπή αποτελούμενη από τους Μ. Αποστολίδη, Ε. Σίμο, Κ. Δόσιο και Σ. Κλεάνθη άρχισε να αναζητεί κατάλληλο οικόπεδο για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου σχολείου.
Άποψη τής πόλεως των Αθηνών το 1862 περίπου. Σε πρώτο πλάνο ο Μητροπολιτικός Ναός με σκαλωσιές τη χρονιά των εγκαινίων του. Στο βάθος διακρίνεται το κτήριο τού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Λυκαβηττός. (Gabriel Rumine ) Neoclassical Greece Blog.
Το «Μοντέλο τής πόλεως των Αθηνών τού 1842» των Ιωάννη Τραυλού και Νικηφόρου Γερασίμωφ θα μας βοηθήσει, μία ακόμη φορά, στην περιήγησή μας στην Αθήνα των μέσων τού 19ου αιώνα.
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ
Αρχικά ζητήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων να παραχωρήσει ένα οικόπεδο όπως είχε υποσχεθεί. Δυστυχώς όμως δεν διέθετε κατάλληλο. Αλλά το 1842, μετά από μεσολάβηση τής βασίλισσας Αμαλίας, αγοράστηκε από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής που βρίσκεται στο Γαύριο τής Άνδρου, προς 2 δραχμές τον πήχη, ένα οικόπεδο 8.620 τετραγωνικών πήχεων στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου (τότε ονομαζόταν Μεγάλο Βουλεβάρτο) και Πεσμαζόγλου (τότε ονομαζόταν Μενάνδρου) «Ἀντικρύ τοῦ κτηρίου τῆς ΒασιλικῆςΤυπογραφίας». Κατόπιν μεσολαβήσεως του Όθωνα «ἡ συγκατάθεσις τῆς ἀγορᾶς» έγινε «κατά τήν αἴτησιν τῆς Ἑταιρείας». Αργότερα η Ιερά Μονή προσέφερε δωρεάν στη Φ.Ε. το υπόλοιπο τμήμα τού οικοπέδου που τής ανήκε.
Βεβαίως, η θέση όπου θα κτιζόταν το νέο σχολείο βρισκόταν, την εποχή εκείνη, «εκτός τού κέντρου», όπως φαίνεται και από τα λόγια κάποιου μέλους τού Δημοτικού Συμβουλίου: «Μας εζήτησαν να τους βοηθήσουμε για να κάνουν ένα σχολείο, για να μάθουν τα κορίτσια μας γράμματα και αυτοί οι ευλογημένοι πήγαν να το κτίσουν στην εξορία τού Αδάμ». Ο χρόνος όμως απέδειξε ότι η επιλογή τής Εταιρείας ήταν η σωστή.
Έναν χρόνο πριν, το 1841, είχαν μεταφερθεί στο νέο κτήριο τού Πανεπιστημίου οι διοικητικές υπηρεσίες και η γραμματεία. Η παρουσία των φοιτητών δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα στην πόλη των Αθηνών.
Ένας νέος συνοικισμός, γνωστός αρχικά ως «Προάστιο» (αργότερα ονομάστηκε Νεάπολη), δημιουργήθηκε πίσω από το Πανεπιστήμιο, στον χώρο που εκτείνεται από τη σημερινή οδό Ακαδημίας μέχρι τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, και κατοικήθηκε κυρίως από φοιτητές αλλά και οικογενειάρχες που έκτισαν εκεί το σπίτι τους, γιατί τα οικόπεδα είχαν λογικότερες τιμές. Σε αυτό οδηγούσε η οδός Προαστίου (σήμερα Εμμανουήλ Μπενάκη). Η Αθήνα μεγάλωνε συνεχώς και γρήγορα.
«ΤΟ ΜΕΓΑΡΟΝ»
Κύριο μέλημα του Δ.Σ. ήταν το νέο σχολείο να κτιστεί μέσα σε αυλόγυρο και όχι επί των οδών Μενάνδρου (Πεσμαζόγλου), Βουλεβάρτων (Πανεπιστημίου), ώστε να μην υπάρχουν κοιτώνες επί των οδών. Το κτήριο θεμελιώθηκε στις 10 Μαρτίου τού 1847, σε σχέδια, τελικά, τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου.
Τα σχέδια που είχε αρχικά εκπονήσει ο Σταμάτης Κλεάνθης, βάσει των οποίων η κύρια όψη τού σχολείου «ἐστρέφετο πρός μεσημβρίαν ἡ δέ ὂπισθεν πρός ἄρκτον» δεν ενεκρίθησαν από το Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και αυτό προκάλεσε διαμάχη μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων, η οποία κατέληξε στην κυκλοφορία λιβέλων και από τις δύο πλευρές.
«Ιχνογραφία γενική τού οικοπέδου τής ΦΕ και των πέριξ οδών και οικιών». Είναι το σχέδιο για την οικοδόμηση Σχολείου τής Εταιρείας από τον Σταμάτη Κλεάνθη (ΓΑΚ). Το σχέδιο τού Κλεάνθη προέβλεπε ένα κτήριο σε σχήμα Π με τη διαφορά ότι η κορυφή τού Π δεν έβλεπε στη μεγάλη λεωφόρο αλλά σε αυλή στο πίσω μέρος τού οικοπέδου. Με τον τρόπο αυτό προστάτευε τις Αρσακειάδες από τα αναιδή βλέμματα των νεαρών Αθηναίων. (ΓΑΚ)
Η Φ.Ε. για να αποφορτίσει την κατάσταση ζήτησε από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου να επιφέρει αλλαγές στο αρχικό του σχέδιο «κατά τίς παρατηρήσεις τοῦ ἀρχιτέκτονος Στ. Κλεάνθους». Στο σχέδιο αυτό οι κοιτώνες βρίσκονταν επί των οδών και, για να προστατεύονται τα κορίτσια από τα βλέμματα των γύρω, τα παράθυρα βρίσκονταν σε ύψος 2,50μ. από το δάπεδο.
Τα σχέδια που εκπόνησε ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου για την ανέγερση τού Σχολείου τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. (Μουσείο Μπενάκη)
Στη θεμελίωση τού κτηρίου ήταν παρούσα η βασίλισσα Αμαλία, η οποία ήταν επίτιμη Πρόεδρος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, πολλοί επιφανείς σύμβουλοι, όπως ο Δ. Μαυροκορδάτος, ο Ι. Κωλέττης, ο Δ. Ζαΐμης αλλά και πολλοί από τους δοξασμένους στρατηγούς τού 1821.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε βέβαια ότι την εποχή εκείνη η πραγματοποίηση μίας τόσο μεγάλης οικοδομής ήταν κάτι δύσκολο και πολυδάπανο. Όπως λέει και ο Στ. Γαλάτης «Ἃπαντα τά ὑλικά πλήν τῶν λίθων καί τῆς ἀσβέστου ἔπρεπε νά εἰσαχθῶσι ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Το Δ.Σ. παρήγγειλε τήν ξυλικήν, ἀξίας 15.000 δρχ., εἰς τό Γαλάζιον τῆς Ρουμανίας». Τελικά την ξυλεία προσέφεραν οι Ἐλληνες τής Ρουμανίας και μάλιστα την απέστειλαν δύο φορές, γιατί το πλοίο που έκανε τη μεταφορά , την πρώτη φορά βυθίστηκε. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός για την οικοδόμηση του Παρθεναγωγείου, ώστε ακόμα και λίθους από την Ακρόπολη μετέφερε ο στρατός για να ολοκληρωθεί η οικοδομή. Οι λίθοι αυτοί επεστράφησαν στο μνημείο κατά την επισκευή του από τη ΔΕΠΟΣ.
Όμως, παρά τις μεγάλες συνεισφορές των ομογενών σε χρήματα και υλικά οικοδομών, ο προϋπολογισμός γρήγορα ξεπεράστηκε. Το χρέος τής Εταιρείας μεγάλωνε. Δημιουργήθηκε τότε επιτροπή, αποτελούμενη από τον συνταγματάρχη Λ. Λόντο, τον σεβάσμιο δάσκαλο Ν. Βάμβα, τον Γυμνασιάρχη Γ. Γεννάδιο, τον Αρχιμανδρίτη Μισαήλ Αποστολίδη και τον Ανέστη Χατζόπουλο, με στόχο τη συγκέντρωση συνδρομών καθώς και δωρεών. Λόγω ελλείψεως χρημάτων, όμως, τα έργα σταμάτησαν.
Το Δ.Σ. προσπάθησε να αναζητήσει δωρητές και απευθύνθηκε προς όλους τους εύπορους Έλληνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την προσπάθεια πληροφορήθηκε από τους φίλους του Δαμιανό Γεωργίου και Ανέστη Χατζόπουλο ο εγκατεστημένος στη Ρουμανία Ηπειρώτης γιατρός Απόστολος Αρσάκης. Ο ευεργέτης υπήρξε μαθητής τού Νεόφυτου Δούκα και είχε έντονη παρουσία στην πολιτική ζωή τής Ρουμανίας.
Ο Αρσάκης, αφού εξέτασε την επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του, ήρθε σε επαφή με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και στις 24 Δεκεμβρίου 1850 ανακοίνωσε με επιστολή του στο Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και στον Πρόεδρό της Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ότι ανελάμβανε με δωρεά του να εξοφλήσει όλα τα χρέη τής Εταιρείας και ότι θα κατέβαλε όλα τα έξοδα που είχαν γίνει μέχρι τότε για την αγορά οικοπέδου και την οικοδομή, καθώς και το ποσό που θα χρειαζόταν για την ολοκλήρωση του έργου, υπό τον όρο το σχολείο να έχει το όνομά του και να χρησιμοποιείται πάντοτε ως εκπαιδευτήριο. «Ἀλλ’ εἶναι τι, Κύριοι, μεταξύ πάντων, τοῦ οποίου τήν εἰς ἂκρον χαροποιόν ἀγγελίαν δέν δυνάμεθα οὔτε στιγμήν νά ἀναβάλωμεν…. Ἐννοούμε τήν μεγάλην καί γενναίαν δωρεάν τοῦ ἐν Βλαχίᾳ φιλογενεστάτου συμπολίτου μας κυρίου Ἀρσάκη» είπε ο Γραμματέας τής Εταιρείας στο Δ.Σ.
Το Αρσάκειο στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Μενάνδρου (Πεσμαζόγλου). Είναι το πρώτο ιδιόκτητο Σχολείο τής ΦΕ. Κτίστηκε με χρήματα τού Απόστολου Αρσάκη, ο οποίος ήθελε ένα σχολείο «προκαλούν την προσοχήν των ξένων και την ελπίδα των ομογενών». Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από το λεύκωμα τού εορτασμού των 50 χρόνων τής ΦΕ. Γύρω από το κτήριο κατά την ώρα τής φωτογράφισης βρίσκονται ως συνήθως κυρίως άρρενες. Μόνο μία γυναίκα διακρίνεται στο εσωτερικό μπαλκόνι τού κτηρίου. Ίσως να είναι κάποια από το προσωπικό. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε η οικία Βάμβα, που ήταν διώροφη και είχε αγοραστεί από τη ΦΕ, ενώ στην αριστερή πλευρά, στο βάθος τής οδού Μενάνδρου (σήμερα Πεσμαζόγλου), βρισκόταν η οικία Βούρου, η οποία ανήκε στη ΦΕ. (Αρχείο ΦΕ)
Το νέο σχολείο θα έφερε στην προμετωπίδα την επιγραφή «ΑΡΣΑΚΕΙΟΝ». Ο δωρητής ζητούσε ακόμα να φοιτούν ως υπότροφοι στο σχολείο τρία κορίτσια από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Κατόπιν επιθυμίας του Απ. Αρσάκη η εκκλησία του σχολείου αφιερώθηκε στην Αγία Αναστασία τη Ρωμαία, στη μνήμη της συζύγου του Αναστασίας
Τρία χρόνια μετά τη δωρεά τού Αρσάκη η οικοδόμηση τού κτηρίου συμπληρώθηκε υπό την επίβλεψη τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου και έγινε όπως ακριβώς το ήθελε ο ευεργέτης «ὡραῖον καί ἐπαρκές, προκαλοῦν τήν προσοχήν τῶν ξένων καί τήν ἐλπίδα τῶν ὁμογενῶν». (Γκραβούρα αγνώστου . Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΤΗΡΙΟΥ
Μια εναργέστατη περιγραφή τού εσωτερικού τού κτηρίου έκανε η Ελένη Πολυζοπούλου, μία Αρσακειάς των αρχών τού αιώνα, στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο» τού 1967, αναδεικνύοντας την επιβλητικότητα και τη μεγαλοπρέπεια τού ιστορικού αυτού σχολείου, στο οποίο «Τάξις καί φιλοκαλία καί ἂψογος καθαριότης καί εὐπρέπεια ἐπεκράτει ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον». Με τη βοήθεια των λόγων της αλλά και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό θα περιηγηθούμε στο εσωτερικό τού Αρσακείου Μεγάρου.
Ας αρχίσουμε λοιπόν την περιγραφή από την είσοδο.
Το αέτωμα τής εισόδου τού Αρσακείου Μεγάρου και η προτομή τής θεάς Αθηνάς, έργο τού γλύπτη Λεωνίδα Δρόση
Η προτομή τής θεάς Αθηνάς που κοσμεί το πάνω μέρος τού αετώματος τής εισόδου είναι έργο του Λεωνίδα Δρόση και έγινε το 1867-1870 κατά πληροφορίες που μας δίνει ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος. Ως πρότυπο λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκε μία κόρη τής οικογένειας Παχή ή κατ’ άλλους η κ. Πετμεζά.
«Ἁπλοῦν καί ἀπέριττον ἐξωτερικῶς εἰς τό σχῆμα Π κεφαλαίου οἰκοδόμημα, παρουσίαζεν ἐσωτερικήν μεγαλοπρέπειαν. Ὁ εἰσερχόμενος εἰς τόν προθάλαμον ἀντίκρυζεν ἐπί τῶν ἐντοιχισμένων μεγάλων μαρμάρων τά ὀνόματα τῶν εὐεργετῶν καί δωρητῶν, γεγραμμένα μέ χρυσά γράμματα καί ἀμέσως κατόπιν εὑρίσκετο εἰς τήν μεγάλην, τήν ἀπέραντον αἴθουσαν μέ τό ἄπλετον φῶς, τά ἀπαστράπτοντα πεντελικά μάρμαρα τοῦ δαπέδου καί τήν ἐπιβλητικήν προτομήν τοῦ Ἀποστόλου Ἀρσάκη (έργο τού γλύπτη Δ.Π. Κόσσου που φιλοτεχνήθηκε το 1859) εἰς περίβλεπτον θέσιν.
«Αἱ ἑκατέρωθεν τῆς αἰθούσης ταύτης μακρότατοι καί εὐρύχωροι πτέρυγες (τα σκέλη τοῦ Π) περιέκλειον τούς εὐρεῖς ἐπίσης χώρους διδασκαλίας»
«εὐρεῖαι ὠσαύτως μαρμάριναι κλίμακες ὡδήγουν εἰς τόν ἄνω ὂροφον μέ τήν αὐτήν διαρρύθμισιν τοῦ πρώτου.»
«Ἐκεῖ ὑπῆρχον δύο παράλληλοι αἴθουσαι ἐξ ὦν ἡ ἐπί τῆς προσόψεως ἐχρησιμοποιεῖτο διά τάς ἐπισήμους τελετάς, διεκοσμεῖτο δέ μέ τάς μεγάλας καί ὡραιοτάτας εἰκόνας τοῦ Ὂθωνος καί τῆς Ἀμαλίας, ἒργα ὑπέροχα τοῦ πολλοῦ Λύτρα.»
«Αἱ ἑκατέρωθεν τῶν αἰθουσῶν τούτων πτέρυγες περιέκλειον τούς «κοιτῶνας», τά ἡλιόλουστα καί καλῶς ἀεριζόμενα ὑπνωτήρια τῶν συσσίτων»
Κοιτώνες για τις εσωτερικές μαθήτριες στον πρώτο όροφο τού Αρσακείου Μεγάρου. Οι κοιτώνες βρίσκονταν στην αριστερή (ανατολική) πλευρά τού κτηρίου. Απέναντι ακριβώς ήταν τα λουτρά και οι νιπτήρες. Το φως τού ήλιου έμπαiνε από τα ανατολικά παράθυρα που βρίσκονταν όμως σε ύψος 2.50μ. από το έδαφος για να προστατεύονται έτσι τα κορίτσια από τα βλέμματα των κατοίκων των απέναντι κτηρίων. Στο κρεβάτι στο βάθος τής αίθουσας κοιμόταν η επιμελήτρια που ήταν υπεύθυνη για τις εσωτερικές μαθήτριες. Οι μεγάλοι πολυέλαιοι που φώτιζαν την αίθουσα παρατηρούμε ότι είναι καλυμμένοι με θήκη από λευκό κάμποτο. Φαίνεται ότι η φωτογράφιση έγινε άνοιξη ή και αρχές καλοκαιριού. Τα ανοιχτά παράθυρα ήταν ο μόνος τρόπος για να αερίζονται τα σπίτια. Οι δρόμοι όμως τής πόλεως ήταν στρωμένοι με χώμα και ο παραμικρός άνεμος γέμιζε με σκόνη όλα τα σπίτια. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά συνήθιζαν τους θερινούς μήνες να καλύπτουν με λευκές θήκες τους πολυελαίους. οι οποίοι καθαρίζονταν πολύ δύσκολα. (Αρχείο ΦΕ)
«Εἰς τό ἄκρον τῆς μίας τῶν πτερύγων εὑρίσκετο τό μαθητικόν νοσοκομεῖον, ἢτοι θάλαμος ἱκανῶν διαστάσεων μέ ἀριθμόν τινα κλινῶν, ἐπίσης αἴθουσα ἀναρρώσεως μέ πρόχειρον βιβλιοθήκην, μικρόν φαρμακεῖον, μαγειρεῖον καί λοιποί ἀπαραίτητοι χῶροι.» [Το τμήμα αυτό του κτηρίου κατεδαφίστηκε τη δεκαετία τού 1950 για να κτιστεί το Κινηματοθέατρον «Ορφέας»]
Η τραπεζαρία όπου γευμάτιζαν και δειπνούσαν οι εσωτερικές μαθήτριες τού Αρσακείου. Βρισκόταν στο ημιυπόγειο τού κτηρίου στην ανατολική πλευρά. (Αρχείο ΦΕ)
«Τά ἄκρα τῶν πτερύγων συνέδεεν ἐπί τοῦ ἐδάφους ὁ περικαλῆς μαθητικός ναός τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας. Κτίσμα ἀρκετῆς ἐκτάσεως σέ σχῆμα έλλειψοειδές, δάπεδον μαρμάρινον, τέμπλον κάρυνον , μέ ὡραίας ἁγιογραφίας καί στέγην θολωτήν μέ πολυχρώμους ὑάλους ,ἐτιμᾶτο εἰς μνήμην τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας. Σεβάσμιος γέρων Λευίτης προσήρχετο κατά τάς Κυριακάς καί τάς ἑορτάς διά τά ἐκκλησιαστικά καθήκοντα, διακονούμενος ὑπό δύο μικρῶν μαθητριῶν ἐξησκημένων εἰς τήν ὑπηρεσίαν. Ἑτέρα μικρά ἐπίσης ἠσχολεῖτο μέ τήν πώλησιν τῶν κηρίων. Εἰς τό ἄκουσμα τῆς καμπάνας μέ εὐλάβειαν καί θρησκευτικήν συναίσθησιν αἱ νεαραί προσήρχοντο εἰς τόν χῶρον τῆς κοινῆς λατρείας καί κατελάμβανον τάς θέσεις των.»
Δικαίως λοιπόν ο διάσημος Γάλλος ακαδημαϊκός και ελληνιστής Barthelemy de Saint Hilaire έγραψε το 1873 «Μακαρίζω τήν Ἑλλάδα καί τόν πολιτισμόν διά τό Κατάστημά της, οὖ παρόμοιον δέν ὑπάρχει εἰς τά μέρη τῆς Εὐρώπης τά ὀποῖα ἐπεσκέφθην.» Τα εγκαίνια τού Αρσακείου Μεγάρου έγιναν το καλοκαίρι του 1853 με σεμνή τελετή. Τα θυρανοίξια τού ναού τής Αγίας Αναστασίας έγιναν στις 22 Μαΐου 1858. Η καθυστέρηση οφείλεται στο ότι το Δ.Σ. τής Εταιρείας προσπαθούσε να πείσει τον ευεργέτη να παραστεί στην τελετή. Ο Αρσάκης όμως δεν ήρθε στην Αθήνα, ίσως λόγω τής επιδημίας χολέρας που είχε πλήξει την πόλη μετά την κατοχή τού Πειραιά από τα γαλλικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια τού Κριμαϊκού πολέμου (1854-1856).
Αλλά και ο αναγεννητής τών Βυζαντινών Σπουδών Karl Krumbacher, όταν δημοσίευσε τίς εντυπώσεις του από τήν Ελλάδα με τόν τίτλο «Ελληνική Οδοιπορία», έγραψε για το Αρσάκειο. « Το Αρσάκειο φέρει το όνομα τού δωρητή του και περιέχει ένα διδασκαλείο για δασκάλες με το οποίο είναι συνδεδεμένο ένα Παρθεναγωγείο. Το σχολείο έχει πάνω από 1400 μαθήτριες […] Οι αίθουσες διδασκαλίας , σάλες φαγητού και οι αίθουσες ύπνου είναι ασυνήθιστα πολύ ψηλές και ευάερες. Η διοίκηση τού σχολείου ασκείται από μία Ελβετίδα, κατά τα λοιπά το ίδρυμα το έχουν εμπιστευθεί σε μία επιτροπή ευυπολήπτων πολιτών οι οποίοι φρόντιζαν για τή διαχείριση. Ένας από αυτούς με ξενάγησε με μεγάλη προθυμία σε όλο το ίδρυμα και παρακολουθήσαμε επίσης το μάθημα σε αρκετές τάξεις. Έφυγα από το σχολείο με τήν ικανοποίηση που προξενεί η γνωριμία με ένα καλά οργανωμένο έργο που υπηρετεί ανθρώπινα ιδανικά».
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ