«… αν ξεγίνουνται οι ψυχές»

Γ. Σεφέρη, «Η Σαλαμίνα τής Κύπρος»

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται σίγουρα η μεγαλύτερη συμφορά τού νεότερου Ελληνισμού. Εκατοντάδες Έλληνες από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες πατρικές τους εστίες. Με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, Έλληνες και Αρμένιοι Χριστιανοί, όσοι δεν εξοντώθηκαν, ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα χωρίς τις περιουσίες τους. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πληθυσμών τής Ανατολής, βέβαια, είχε ήδη εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη εξ αιτίας των διωγμών που είχαν εξαπολύσει οι Τούρκοι. Αντίθετα στην Ελλάδα ζούσαν 500.000 Τούρκοι, οι οποίοι δεν είχαν λόγο να επιστρέψουν στην Τουρκία αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να το πράξουν από την ανταλλαγή πληθυσμών. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα, πάντως, έπρεπε να στεγάσει και να περιθάλψει τον πληθυσμό των προσφύγων. Δύσκολοι χρόνοι, ταραγμένοι πολιτικά, φορτισμένοι συναισθηματικά. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για μια ακόμη φορά στάθηκε αρωγός στις δύσκολες ώρες τού Ελληνισμού ανοίγοντας την αγκαλιά της στις νεαρές προσφυγοπούλες, προσφέροντάς τους το δώρο τής παιδείας αλλά και ένα μέσον βιοπορισμού, το επάγγελμα τής δασκάλας.

Όμως όλα τα νομίσματα έχουν 2 όψεις. Η «ανταλλαγή των πληθυσμών» έβαλε τέλος στην «Μεγάλη Ιδέα» που επί 100 χρόνια αποτελούσε στόχο τής εξωτερικής πολιτικής των Ελλήνων. Η συνθήκη τής Λωζάνης όμως έθετε ως κριτήριο τής «ανταλλαγής» το θρήσκευμα. Έτσι, με την αποχώρηση των μουσουλμάνων στο θρήσκευμα, η Ελλάδα έγινε χώρα εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής. Η ελληνική κοινωνία άρχισε να μεταβάλλεται σε πολλούς τομείς. Η άφιξη και η εγκατάσταση των προσφύγων επηρέασε κάθε πτυχή τής οικονομικής τής κοινωνικής, τής πολιτικής και τής πολιτιστικής ζωής. Δημιουργήθηκε πολυπληθής εργατική τάξη στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενισχύθηκε η αστυφιλία, οι συντηρητικές κοινωνίες στις πόλεις, αλλά και στα χωριά, ήρθαν σε επαφή με νέες αξίες και συνήθειες τις οποίες δεν αποδέχθηκαν εύκολα. Η διαφορά στον τρόπο ζωής, ακόμα και στη γλώσσα μερικές φορές έκανε τους ντόπιους να αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους πρόσφυγες. Ακόμη, η ανταλλαγή των πληθυσμών έφερε στην Ελλάδα 300.000 άνδρες με δικαίωμα ψήφου. Όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι θα ήταν οπαδοί τού Βενιζέλου, αφού θεωρούσαν τον βασιλιά κύριο υπεύθυνο για τα δεινά τους. Η φτώχια και η ανέχεια που επικράτησε για αρκετό καιρό οδήγησε τα πολιτικά κόμματα να γίνουν ριζοσπαστικότερα.

Η υποδοχή των προσφύγων δεν σήμαινε απαραιτήτως και το τέλος των δοκιμασιών τους αλλά και των αντιπαραθέσεων. Παράλληλα όμως, χάρη σ’ αυτούς, στον πολιτισμικό τομέα έκαναν την εμφάνισή τους νέα ακούσματα, «τα μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα» όπως έγραψε ο Παλαμάς, νέες πνευματικές αναζητήσεις και νέα λογοτεχνικά ρεύματα. Η επιστημονική, η πνευματική και η καλλιτεχνική ζωή τού τόπου αναζωογονήθηκε με προσωπικότητες όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Γεώργιος Μέγας, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Θανάσης Απάρτης, ο Κάρολος Κουν, ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ), η Έλλη Σουγιουτζόγλου-Σεραϊδάρη (Nelly’s) και τόσοι άλλοι.

Σήμερα 100 χρόνια μετά, οι συνθήκες για την Ελλάδα είναι διαφορετικές. Οι νέες γενιές των Ελλήνων είναι σε μεγάλο βαθμό απόγονοι των προσφύγων. Οι πέρα από το Αιγαίο πατρίδες ζουν στην ψυχή τους, στην ψυχή μας, πέρασαν στο DΝΑ μας. Και όλα αυτά γιατί από την μεγάλη αυτή καταστροφή κατορθώσαμε να σώσουμε, με χιλιάδες δυσκολίες, το πιο πολύτιμο κομμάτι, τους ανθρώπους.

«Και τούτα τα κορμιά,

πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,

έχουν ψυχές.

Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,

δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν

αν ξεγίνουνται οι ψυχές.»

 

 Ο Άγιος Νικόλαος στο Κελεμπέσι (Γκιούλμπαχτσέ). (Video Αντ. Μαρκόπουλου - 2005)

Εκατό χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, με την εμπειρία που αποκτήσαμε, μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα και περηφάνια  ότι  «Δεν ξεγίνουνται οι ψυχές». Συνεχίζουν και ζουν στο χρόνο, καθώς η μία γενιά διαδέχεται την άλλη. Είναι αθάνατες , όπως αποδεικνύεται απο τους δεκάδες εκπαιδευτικούς και τα χιλιάδες παιδιά με μικρασιατικές ρίζες που εργάζονται και φοιτούν μέχρι σήμερα στα σχολεία της ΦΕ. Και ίσως το αφιέρωμά μας αυτό να αποκτουσε μια βαθύτερη σημασία αν γινόταν η αφορμή να γνωρίσουμε τον ακριβή αριθμό τους για να αποδείχθεί έτσι περίτρανα το συμπέρασμά μας.

 

Παναγιώτα Ατσαβέ

φιλόλογος – ιστορικός