Ιωάννης Μακρυγιάννης
Ένας ακόμα αγωνιστής μέλος τής Φ.Ε.
«Το περιεχόμενο τής γραφής τού Μακρυγιάννη είναι ο ατελείωτος και πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου που, με όλα τα ένστικτα τής φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά. Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε –όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο– πάντα ορθός, ώς το τέλος: άνθρωπος στο ύψος τού ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι.»
Γ. Σεφέρης, «Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης»
Προσωπογραφία τού Ιωάννη Μακρυγιάννη. Λιθογραφία τού Karl Krazeisen πριν από το 1828
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο Αβορίτι τής Δωρίδας τού νομού Φωκίδας. Ήταν παιδί φτωχής οικογένειας τής Ρούμελης Έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός σε συμπλοκή κλεφτών με Τούρκους. Αγωνιστής τού 1821, ήταν στρατιωτικός, δραστήριο πολιτικά πρόσωπο, αυτοδίδακτος και συγγραφέας Απομνημονευμάτων. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης. Κατά τη διάρκεια τού Αγώνα επικράτησε να τον αποκαλούν Μακρυγιάννη λόγω τού ύψους του. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, στη συνέχεια όμως ασχολήθηκε με το εμπόριο και αποκόμισε πολλά κέρδη. Πριν από την επανάσταση είχε πολλά χρήματα και ακίνητα στην Άρτα. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από τότε αφοσιώθηκε στον αγώνα για την ανεξαρτησία και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τη διάρκεια των εμφυλίων τάχθηκε στο πλευρό των κυβερνητικών και εισέβαλε στην Πελοπόννησο να πολεμήσει κατά των στρατιωτικών. Έμεινε εκεί για να οργανώσει την άμυνα εναντίον τού Ιμπραήμ. Υπερασπίστηκε ηρωικά την Ακρόπολη των Αθηνών και τραυματίστηκε τρεις φορές. Η επαναστατική του δράση κλείνει με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις τού Πειραιά το 1827. Είναι γεγονός ότι δεν ήταν ποτέ του στη πρώτη γραμμή τής μάχης και η στάση του στον εμφύλιο έδειχνε περισσότερο φανατισμό παρά συναίσθηση τής τραγικής για τον αγώνα περιόδου. Για τους αντιπάλους του στον Αγώνα, τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, δεν εξέφρασε ποτέ μια λέξη αναγνώρισης.
«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα» Ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη, (1855). Διακρίνεται ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης. Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη –Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Ο Καποδίστριας τον διόρισε «γενικό αρχηγό Σπάρτης». Επειδή δυσανασχέτησε με την απραξία του σε αυτή τη θέση, άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του (1829). «Με τα κολλυβογράμματα που έμαθε σε δύο μήνες άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του –να κτίζει το μνημείο του. Λαϊκός αφηγητής, σπουδαίος, αχάλαστος από κακές αναγνώσεις, με ένστικτο δυνατό, με ματιά που εισδύει στα έγκατα των ανθρωπίνων πράξεων, με πίστη στον Θεό και στην πατρίδα, ιστορεί τους κατατρεγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους, τις μάχες, τις εξάρσεις, τις αδυναμίες, λέει για πρόσωπα, για τους γενναίους και τους ιδιοτελείς», γράφει για τα Απομνημονεύματά του ο Ηλίας Βενέζης.
«Ο Μακρυγιάννης» Ελαιογραφία αγνώστου ζωγράφου. Εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Ο Μακρυγιάννης υποδέχθηκε με θερμά λόγια τον Όθωνα, ο οποίος μάλιστα βάφτισε και ένα από τα παιδιά του. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια τής γης. Μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας έγινε το 1837, θέλοντας να ενισχύσει τον στόχο της. Ως δημοτικός σύμβουλος, το 1837 έπεισε το δημοτικό συμβούλιο τής Αθήνας να υποβάλει στον Όθωνα αναφορά για την παραχώρηση Συντάγματος. Από το παλάτι θεωρήθηκε ο κύριος οργανωτής τής συνωμοτικής κίνησης που οδήγησε στην επανάσταση τής 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τον Μάρτιο τού 1853 δικάστηκε από στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αποφυλακίστηκε αργότερα με τη μεσολάβηση τού Δημητρίου Καλλέργη. Μετά την έξωση τού Όθωνα τού δόθηκε και πάλι ο τίτλος τού αντιστράτηγου (1862).
Ο Μακρυγιάννης σε μεγαλύτερη ηλικία. Έργο του ζωγράφου Αιμιλίου Προσαλέντη.
Άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα, στη συνοικία που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομά του. Ο τρόπος σκέψης του συμπυκνώνεται στην πιο διάσημη φράση του: «Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάχνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος - ιστορικός