Μιχαήλ Τοσίτσας
«ο γαρ πλούτος κατεχόμενος μεν, απόλλυται, σκορπιζόμενος δε, καθ’ ον ο Κὐριος υποτίθησι τρόπον ου μόνον σώζεται, αλλά και πολύχους και μετά ως ευκαρπίας αποδίδοται»
Μέγας Βασίλειος
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας ή Τοσίτζας (στο βιβλίο Ευεργετών τής ΦΕ αναφέρεται ως Δοσίτζας) γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 3 Ιανουαρίου 1787. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος τού Αναστασίου Τοσίτσα που είχε κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα του ονομαζόταν Κάτσιω, το γένος Βάρβαρου, και ήταν και εκείνη από το Μέτσοβο. Το Μέτσοβο την εποχή εκείνη ήταν μία από τις πλουσιότερες πόλεις τής περιοχής. Ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ είχε παραχωρήσει στους Μετσοβίτες προνόμια για πρώτη φορά το 1430 για να φυλάσσουν την Κατάρα. Μόνο όταν ο Αλή Πασά κατήργησε τα προνόμια αυτά, οι Μετσοβίτες άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αίγυπτο και την Ευρώπη.
Ο μικρός Μιχαήλ διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του από ιερείς και δασκάλους τής περιοχής. Στα 10 του χρόνια, το 1797, τον πήρε μαζί του ο πατέρας του στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο εκεί σχολείο μέχρι την ηλικία των 14 χρόνων, το 1801.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Ελαιογραφία αγνώστου ζωγράφου τού 19ου αι. Από το Εθνολογικό και Ιστορικό Μουσείο Αθηνών
Τότε, με δική του πρωτοβουλία και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, εργάστηκε ως μαθητευόμενος κάτω από άθλιες συνθήκες στο εργαστήριο γουναρικών Καραστογιάννη. Μετά από σκληρή εργασία δύο χρόνων κέρδισε 40 γρόσια, τα οποία χρησιμοποίησε ως πρώτο κεφάλαιο για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ανέλαβε ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση. Η οικονομική ύφεση στο εμπόριο, λόγω τού ηπειρωτικού αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί, ώθησε τον δεκαοκτάχρονο Μιχαήλ να επεκταθεί εμπορικά στην Αίγυπτο. Εκεί έστειλε τον αδερφό του Θεόδωρο, ο οποίος πέτυχε να δημιουργήσει μια βιώσιμη επιχείρηση. Το 1812 ο Μιχαήλ έστειλε κοντά στον Θεόδωρο και τους άλλους δύο αδερφούς τους, τον Κωνσταντίνο και τον Νικόλαο. Ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπως και ο Νικόλαος, αφού για ένα σύντομο διάστημα εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια. Πολύ γρήγορα οι επιχειρήσεις τής οικογένειας Τοσίτσα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο με τη λειτουργία καταστημάτων στη Μάλτα και στο Λιβόρνο, τα οποία διηύθυνε ο Νικόλαος και μετά τον αιφνίδιο θάνατό του ο Κωνσταντίνος. Η αδυναμία τού τελευταίου, ο οποίος «...δεν ήξευρε καλώς να γράψη ούτε ελληνιστί και έτι μάλλον δεν ήξευρε ποσώς την ιταλικήν γλώσσαν...», να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες τού υποκαταστήματος στο Λιβόρνο, υποχρέωσαν το Μιχαήλ να καλέσει τον αγαπημένο του ανιψιό Νικόλαο, γιο τής αδερφής του Στάμως Στουρνάρη, να αναλάβει τη διεύθυνση. Τέλος, και ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια.
Η πόλη τής Αλεξάνδρειας όπως ήταν την εποχή τής εγκατάστασης τού Μιχαήλ Τοσίτσα. Χαλκογραφία τού Ουίλλιαμ Μπάρλετ, 1840
Το 1818 ο Μιχαήλ Τοσίτσας παντρεύτηκε την Ελένη και δύο χρόνια μετά τον γάμο τους, το 1820, μετέβησαν στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου όπου και εγκαταστάθηκαν. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η βαμβακοκαλλιέργεια μπορούσε να αποτελέσει μεγάλη πηγή πλούτου. Ασχολήθηκε λοιπόν με αυτή «καταδείξας εις τους εγχωρίους την άφθονον ταύτην πηγήν πλούτου και τής ευδαιμονίας», όπως είπε στον επικήδειο λόγο του ο Κ. Κοντογόνης (εφημ. «Αθηνά»,13 Νοεμβρίου 1856).
Ο Μιχαήλ και η Ελένη Τοσίτσα. Πίνακας αγνώστου ζωγράφου από την Αλεξάνδρεια
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας γνωρίστηκε εκεί με τον αντιβασιλέα Μεχμέτ Αλή, ο οποίος αμέσως τον εμπιστεύθηκε και τον διόρισε διευθυντή όλης τής κτηματικής του περιουσίας. Πολύ γρήγορα η εκτίμηση τού αντιβασιλέα στο πρόσωπο τού Τοσίτσα αυξήθηκε τόσο ώστε τον διόρισε προσωπικό του σύμβουλο, επικεφαλής τής πρώτης κρατικής Τράπεζας, τής Ποταμοπλοϊκής Εταιρείας τού Νείλου και διαχειριστή των κτημάτων του. Ο Τοσίτσας ασχολήθηκε με τη βαμβακοκαλλιέργεια και εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους γαιοκτήμονες τής Αιγύπτου. Οι Έλληνες που ζούσαν και εργάζονταν εκεί τον σέβονταν και απολάμβαναν την προστασία του. Οι επιχειρήσεις τής οικογένειας Τοσίτσα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο.Έτσι ο εμπορικός οίκος «Τοσίτσα» εξελίχθηκε σε κολοσσιαία επιχείρηση και ο ίδιος έγινε ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες τής Αιγύπτου. Επιπλέον, οι στενές φιλικές αλλά και οικονομικές σχέσεις με το χεδίβη Μεχμέτ Αλή διεύρυναν την οικονομική και την κοινωνική του εμβέλεια. Το «Μέγαρο Τοσίτσα» στην Αλεξάνδρεια αποτελούσε την έδρα των επιχειρήσεών του. Ήταν ένα νεοκλασικό μεγαλοπρεπέστατο κτήριο στο κεντρικότερο σημείο τής πόλεως, που όμως κατεδαφίστηκε το 1930. Σε πηγές αναφέρεται ότι ο Τοσίτσας πήγαινε στο γραφείο του ντυμένος άψογα, φορώντας πάντα το κοντό του φέσι, κολλαριστό πουκάμισο με τις μύτες τού γιακά γυρισμένες προς τα έξω. Στον προθάλαμο τού γραφείου του βρίσκονταν δύο γιγαντόσωμοι Αλβανοί φρουροί, ντυμένοι με χρυσοκέντητες στολές, μακριές βράκες και ένα ασημοστολισμένο σπαθί να κρέμεται από τη μέση τους.
Ο χεδίβης τής Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή εκτιμούσε και εμπιστευόταν τον Μιχαήλ Τοσίτσα. Αυτό έδωσε στον Έλληνα έμπορο τη δυνατότητα, πέραν των δικών του επιχειρήσεων, να οργανώσει και την ελληνική κοινότητα τής Αλεξάνδρειας. Στη χαλκογραφία τού David Roberts, τού 1839, απεικονίζεται ο Μεχμέτ Αλή να καπνίζει τον ναργιλέ του καθισμένος και να δέχεται τους ξένους πρέσβεις. Αριστερά οι αξιωματούχοι παρακολουθούν τον διάλογο και δεξιά οι υπηρέτες προσφέρουν γλυκά.
Ο Τοσίτσας δεν ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία ούτε εκδήλωσε εμπράκτως τη συμπάθειά του στο ξέσπασμα τής Επανάστασης. Λόγω αυτής τής στάσης του ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη τού Μεχμέτ Αλή προς αυτόν, όμως επικρίθηκε έντονα από τους ιστορικούς τής περιόδου και όχι μόνο. Αντίθετα ο αδερφός του Θεόδωρος «...είχε κατηχηθή παρά τινος εταιριστού και είχεν αναδειχθή είς των ενθέρμων ζηλωτών...» τού αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
To μέγαρο των αδελφών Τοσίτσα στην Αλεξάνδρεια, το οποίο κατεδαφίστηκε τη δεκαετία τού 1930, αποτελούσε την έδρα των επιχειρήσεων τού Τοσίτσα. Στην πρόσοψή του διακρίνεται η λέξη “Bourse”, διότι εκεί στεγάστηκε επί σειράν ετών το Χρηματιστήριο.
Ο επιχειρηματίας Χρήστος Μπουτάτος αναφέρει σε ένα άρθρο του για τον ευεργέτη ότι το 1821, λίγο μετά την έκρηξη τής ελληνικής επανάστασης, έφτασε στην Αλεξάνδρεια ο Αντώνιος Πελοπίδας, απεσταλμένος τής Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό να δολοφονήσει τον Τοσίτσα. Ο Τσακάλωφ θεωρούσε ασυγχώρητο, στις κρίσιμες για τον αγώνα στιγμές, ένας Έλληνας να είναι συνεργάτης τού Μεχμέτ Αλή, ο οποίος υποστήριζε τους Τούρκους. Ο Πελοπίδας ζήτησε ακρόαση από τον Τοσίτσα αποφασισμένος να τον δολοφονήσει με ένα μαχαίρι που έκρυβε πάνω του. Ο Τοσίτσας τον δέχτηκε και τότε ο Πελοπίδας δοκίμασε μια πολύ μεγάλη έκπληξη. Άκουσε τον Τοσίτσα να του μιλά για τον σκοπό τού ερχομού του στην Αίγυπτο, την οργάνωση και την προστασία των Ελλήνων τής Αιγύπτου. Του εξήγησε πως ο Μεχμέτ Αλή δεν είναι εχθρός τής επανάστασης. Απεναντίας, ήθελε την επιτυχία της, γιατί έτσι η Πύλη θα τον άφηνε ήσυχο να επιβληθεί απόλυτα στην Αίγυπτο. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν πείραξε καθόλου το ελληνικό σχολείο τής Αιγύπτου, αλλά αντιθέτως έδειξε ιδιαίτερη εύνοια, παρέχοντας προνόμια που δεν είχαν άλλοι άποικοι εκεί. Ο απεσταλμένος τής Φιλικής Εταιρείας τα έχασε, σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το κόκκινο ζωνάρι του το μαχαίρι και είπε δακρυσμένος: «Αφέντη, αυτό εδώ το μαχαίρι μού το έδωσαν για να σε σκοτώσω». Ο Τοσίτσας ψύχραιμος του απάντησε «Αδερφέ μου, πράξε ό,τι σου προστάζει η συνείδηση σου». Ο Πελοπίδας πέταξε το μαχαίρι επάνω στο τραπέζι και έφυγε. Ο Τοσίτσας σιωπηλός το πήρε και το τοποθέτησε στο συρτάρι του.
Το 1854-57 ο Μιχαήλ Τοσίτσας προσέφερε τα χρήματα για να κτιστεί το πρώτο σχολείο τής ελληνικής κοινότητας τής Αλεξανδρείας. Ονομάστηκε «Τοσιτσαία Σχολή». Στη φωτογραφία το εσωτερικό αίθριο τής Σχολής, στην οποία σήμερα στεγάζεται το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Τα πράγματα για τον Τοσίτσα έγιναν πολύ δύσκολα όταν το 1824 ο Μεχμέτ Αλή αποφάσισε να βοηθήσει τον Σουλτάνο στην καταστολή τής ελληνικής επανάστασης, στέλνοντας τον Ιμπραήμ πασά με στρατό στην Πελοπόννησο. Τότε ο Τοσίτσας βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: να χαλάσει τις σχέσεις του με τον χεδίβη υποστηρίζοντας την ελευθερία τής πατρίδας του ή να μη βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ελλήνων τής Αιγύπτου, στους οποίους θα ξεσπούσε ο θυμός τού Μεχμέτ Αλή. Επέλεξε να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τον χεδίβη τής Αιγύπτου, αλλά παράλληλα να προσπαθήσει με την περιουσία του να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων και σε ό,τι άλλο μπορούσε. Έτσι διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων, καθώς και για αποστολή πολλών «των εν νεανική ηλικία όντων...» αιχμαλώτων για σπουδές στην Ευρώπη, φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα αποκατάστασή τους.
Εσωτερικό της εισόδου της Τοσιτσαίας Σχολής
Για τη στάση του αυτή επικρίθηκε έντονα από τους ιστορικούς τής περιόδου Ιωάννη Φιλήμονα και Νικόλαο Σπηλιάδη. Όμως δεν είναι απόλυτα αληθές αυτό. Βοήθησε κρυφά, όσο μπορούσε, εξαγοράζοντας τους χιλιάδες δούλους που έστελνε ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Αντίθετα, οι Αναστάσιος Γούδας και Κωνσταντίνος Κοντογόνης τον υπερασπίστηκαν, ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη στάση του ως προϊόν «δεινοτάτης αμηχανίας» ανθρώπου που προτίμησε μια νομιμόφρονα πολιτική απέναντι στον Μεχμέτ Αλή «…ίνα διά τού πλούτου του γίνη βραδύτερον ωφελιμώτερος τη πατρίδι». Ανεξάρτητα από τους λόγους ή τις προθέσεις που τον ώθησαν στην πρόκριση της παραπάνω στάσης, αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ο Μιχαήλ Τοσίτσας προσέφερε πολλά στον ελληνισμό τής Αιγύπτου αλλά και στην πατρίδα του.
Ο ιερός ναός τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου άρχισε να κτίζεται το 1847 σε οικόπεδο που δώρισε στην ελληνική κοινότητα ο Μιχαήλ Τοσίτσας.
Μετά τη δημιουργία τού ελληνικού κράτους ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Γενικός Πρόξενος τής Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια από το 1835 έως το 1853. Συνέβαλε στην ίδρυση τής ελληνικής κοινότητας και, μαζί με τα αδέλφια του, τη βοήθησε να αποκτήσει σημαντικές εκπαιδευτικές και εκκλησιαστικές υποδομές. Έκτισε ένα παρθεναγωγείο, ένα αλληλοδιδακτικό και ένα ελληνικό σχολείο [Τοσιτσαία Σχολή] στην Αλεξάνδρεια, το κόστος των οποίων ξεπέρασε τα 120.000 τάλιρα. Άφησε ακόμα τα αναγκαία κεφάλαια για τη συντήρησή τους και την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού. Αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για την ανέγερση τού μεγαλοπρεπούς ναού τής Ευαγγελίστριας στην Αλεξάνδρεια και συμμετείχε οικονομικά στην κατασκευή του. Ανακαίνισε το ελληνικό νοσοκομείο, το οποίο είχε οικοδομηθεί νωρίτερα με δωρεά τού αδερφού του Θεόδωρου. Για τις ανάγκες τής ελληνικής κοινότητας τής Αλεξάνδρειας αγόρασε έκταση για τη δημιουργία ελληνικού νεκροταφείου. Τα ποσά που διέθεσε ο Τοσίτσας για κοινωφελή έργα υπέρ τής ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια ξεπέρασαν το 1.000.000 δραχμές, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή.
Στη γενέτειρά του, το Μέτσοβο, έστελνε κάθε χρόνο, όσο ζούσε, σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των φτωχών. Μάλιστα κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα πάνω από 100.000 δραχμές για να πληρώνονται από τους τόκους δύο δάσκαλοι για να διδάσκουν τα νέα παιδιά.
Ο Νικόλαος Στουρνάρης, γιος τού Δ. Στουρνάρη και τής Σταματικής (Ταμουσώ) Τοσίτσα, σπούδασε με τη φροντίδα των θείων του και ήταν πολύτιμος συνεργάτης τού θείου του Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο πρόωρος θάνατός του αποτέλεσε μεγάλη απώλεια για τον θείο του αλλά και για την Ελλάδα. Ήταν ένας έξυπνος και δημιουργικός άνθρωπος που μπορούσε να βοηθήσει τον τόπο με τις ιδέες του.
Ο Μιχαήλ και η Ελένη Τοσίτσα δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Μιχαήλ είχε μεγάλη αγάπη στον ανιψιό του Νικόλαο Στουρνάρη, τον ευεργέτη, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με αναπτυξιακά έργα, αλλά πέθανε αιφνιδίως σε ηλικία 46 ετών τον Οκτώβριο τού 1852, πριν προλάβει να υλοποιήσει τα μεγάλα σχέδιά του. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας συγκλονίστηκε από τον θάνατό του, έπαθε εγκεφαλικό και περιέπεσε σε βαθύτατη κατάθλιψη. Με βαρύτατα κλονισμένη την υγεία του, το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 1856, αφήνοντας διαχειρίστρια τής μεγάλης περιουσίας του τη σύζυγό του Ελένη. Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την αρωγή των φτωχών, καθώς και για την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
«Ο θάνατος τού Μιχαήλ Τοσίτσα», πίνακας τού Ζακυνθινού ζωγράφου Διονυσίου Τσόκου. Η Ελένη Τοσίτσα, με τα χέρια σταυρωμένα, στέκεται πάνω από τον νεκρό σύζυγό της. Αριστερά στέκεται ο Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος, δεξιά ο πρωθυπουργός Δημήτρης Βούλγαρης, δίπλα του, πίσω από το κηροπήγιο, ο Γεώργιος Σταύρου. Η μορφή με το χέρι στο πηγούνι είναι ο ίδιος ο Δ. Τσόκος.
Στη Θεσσαλονίκη, που ακόμα τελούσε υπό τον τουρκικό ζυγό, κληροδότησε ένα μεγάλο ποσό για το ελληνικό σχολείο τής «... πόλης ένθα το πρώτον εμπορικόν του στάδιον μετήλθε...». Στην Αθήνα άφησε 10.000 τάλιρα για τον εξωραϊσμό των δρόμων και των πλατειών στο κέντρο τής πόλεως που ορίζονταν από τις οδούς Σταδίου, Αιόλου, και Ερμού και 100.000 γαλλικά φράγκα για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σημαντικά ποσά προσέφερε με τη διαθήκη του στο Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), αλλά και για νοσοκομεία και άλλα εκπαιδευτικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στην κηδεία του χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος τής Ελλάδας και παρέστησαν όλοι οι βουλευτές, οι πρέσβεις και χιλιάδες κόσμος.
Το ταφικό μνημείο τού Μιχαήλ Τοσίτσα σχεδιάστηκε από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου και εκτελέστηκε από τους Τήνιους γλύπτες Γεώργιο και Λάζαρο Φυτάλη. Μια ημικυκλική εξέδρα με έδρανο διακόπτεται στη μέση από μια στήλη πάνω στην οποία βρίσκεται ο αδριάντας τού Τοσίτσα. Η εξέδρα στα 2 άκρα απολήγει σε δύο μορφές σφιγγών, οι οποίες παραπέμπουν στην δράση τού ευεργέτη στην Αίγυπτο. Οι τέσσερεις γυναικείες μορφές που πλαισιώνουν την τεφροδόχο στη βάση τής στήλης συμβολίζουν τις 4 πόλεις στις οποίες δραστηριοποιήθηκε ο Τοσίτσας. Από αριστερά είναι το Μέτσοβο, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη
Το μνημείο του είναι ένα από τα μεγαλύτερα τής Ελλάδας και είναι ακριβώς δίπλα στην εκκλησία τού Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο στην Αθήνα. Είναι έργο των Τηνίων γλυπτών Γεώργιου και Λάζαρου Φυτάλη. Ο αδριάντας τού ευεργέτη είναι σε φυσικό μέγεθος και βρίσκεται τοποθετημένος σε ψηλή βάση. Το κάτω τμήμα τής βάσης κοσμείται από ενα αρχαιοπρεπές ανάγλυφο το οποίο απεικονίζει 4 γυναικείες μορφές προσωποποιήσεις των πόλεων Αθήνας, Αλεξάνδρειας, Μετσόβου και ίσως Θεσσαλονίκης, οι οποίες θρηνούν γύρω από την τεφροδόχο. Τα δύο άκρα τής σύνθεσης απολήγουν σε δύο αγάλματα όμοια με τη Σφίγγα τής Αιγύπτου.
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός