Η εορτή των Τριών Ιεραρχών στην Αθήνα τού 1852

 

Το 1852 η Αθήνα ήταν ήδη 18 χρόνια πρωτεύουσα τού ελληνικού κράτους. Το παλάτι τού Όθωνα, κτισμένο σε σχέδια τού Γκέρτνερ, ήδη από το 1847 δέσποζε περήφανο στον λόφο τής Μπουμπουνίστρας. Ο Όθων μετά από την εξέγερση τής 3ης Σεπτεμβρίου είχε αναγκασθεί να παραχωρήσει Σύνταγμα, το κέντρο τής πόλεως είχε μετατοπιστεί σταδιακά προς την πλατεία Συντάγματος, η πόλη ήταν περήφανη για τα νέα κτήρια που υψώνονταν, έστω κι αν τα περισσότερα δεν είχαν ολοκληρωθεί. Το Πανεπιστήμιο, σε σχέδια τού Χριστιανού Χάνσεν, είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά ακόμα δεν είχε μεταστεγαστεί από την οικία τού Κλεάνθη στην Πλάκα. Ο Άγιος Γεώργιος ο Καρύτσης είχε ολοκληρωθεί από το 1847 και το Αρσάκειο σύντομα θα ολοκληρωνόταν μετά τη γενναία δωρεά τού Απόστολου Αρσάκη. Κάποιες τάξεις θα μεταφέρονταν σύντομα στο νέο κτήριο, ενώ οι περισσότερες παρέμεναν ακόμα στην οικία Ηπίτου. Έτσι ο νέος χρόνος βρήκε την πόλη σε ρυθμούς ανάπτυξης και οι Αθηναίοι την έβλεπαν να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.

Οι εκκλησίες στην Αθήνα ήταν πολλές αλλά μικρές. Η μεγαλύτερη από όλες ήταν η Αγία Ειρήνη, η οποία ανοικοδομήθηκε σε σχέδια τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου το 1847-1850 πάνω στα ερείπια προηγούμενου μεσαιωνικού ναού, ο οποίος στις αρχές τού 17ου αιώνα ήταν μετόχι τής Μονής Πεντέλης και είχε καεί τον πρώτο χρόνο τής Επανάστασης. Τα εγκαίνια τού ναού τελέστηκαν το 1850. Ήταν πλέον μια μεγάλη και σημαντική εκκλησία, στην οποία τελούνταν όλες οι επίσημες τελετές τής πρωτεύουσας τού ελληνικού κράτους. Αλλά πριν από την ανακαίνισή του  ο ναός αυτός λειτουργούσε ως Μητρόπολη τής πόλεως των Αθηνών, αφού Μητροπολιτικός ναός τής Αθήνας, αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου, είχε ξεκινήσει να κτίζεται το 1842, αλλά το 1852 δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Στην Αγία Ειρήνη είχαν πραγματοποιηθεί η τελετή ενηλικίωσης τού Όθωνα το 1835, η νεκρώσιμη ακολουθία τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη το 1843, η δοξολογία για το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, καθώς και η δοξολογία για το αυτοκέφαλο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος το 1850.

1847[1]

Σχεδιαστική απεικόνηση τού ναού τής Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου το 1847

Ξημέρωνε η Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 1852, ημέρα εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι τιμώνται όχι μόνο  ως προστάτες των γραμμάτων, αλλά και διότι ήταν αυτοί που συνέδεσαν τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό, τη «θὐραθεν» παιδεία με τα χριστιανικά δόγματα, προτρέποντας τους νέους «… όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήταν κυβερνήτες ούτε νομοθέτες. Σε όλη τους τη ζωή ήταν ποιμένες, παιδαγωγοί και υπέρμαχοι τής αγωγής με όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το χριστιανικό ήθος.

Στις 31 Ιανουαρίου 1852 κόσμος πολύς συγκεντρώθηκε στην εκκλησία τής Αγίας Ειρήνης, αφού και το Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε καθιερώσει, ήδη από το 1842, την ημέρα των Τριών Ιεραρχών να τελείται και μνημόσυνο υπέρ των ευεργετών του. Παρών στον εορτασμό ήταν ο Μητροπολίτης Αθηνών Νεόφυτος Ε΄ Μεταξάς, όλοι οι καθηγητές τού Πανεπιστημίου και πολλά μέλη τής κυβερνήσεως. Ομιλητής είχε οριστεί ο αρχιμανδρίτης Μισαήλ Αποστολίδης, ένας εκ των ιδρυτών τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ο οποίος ήταν τότε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή.

img044   Version 2[1]

Ο Μισαήλ Αποστολίδης

Ο αρχιμανδρίτης ήταν μια μεγάλη μορφή τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Εκπροσωπούσε την Ιερά Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη και συνετέλεσε καθοριστικά στην έκδοση τού Συνοδικού Τόμου τού 1850 με τον οποίο αναγνωρίστηκε το καθεστώς που υπάρχει μέχρι σήμερα στην ελληνική Εκκλησία. Στο εκκλησίασμα περιλαμβάνονταν ακόμη φοιτητές, μαθητές, γονείς, κηδεμόνες, πιστοί από τη γύρω περιοχή, αλλά και κάποιες μαθήτριες τού Αρσακείου Διδασκαλείου κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των καθηγητών για να τιμήσουν...

Τους τρεις Μεγίστους Φωστήρας τής Τρισηλίου Θεότητος
Τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
Τους μελιρρύτους ποταμούς τής σοφίας
Τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τον Μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον,
Συν τω κλεινώ Ιωάννη, τω την γλώτταν Χρυσορρήμονι.
Πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί,
Συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν
Αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσι.

Όταν ο Μισαήλ Αποστολίδης ανέβηκε στον άμβωνα η προσοχή όλων στράφηκε σε αυτόν. Ήταν δύσκολοι καιροί για τον τόπο. Οι Έλληνες, απελευθερωμένοι από τον τουρκικό ζυγό, έπρεπε να διαφυλάξουν την ενότητα τής ύπαρξής τους και τη συνέχειά τους ως έθνους στον χώρο και τον χρόνο. ΟΙ εχθροί καιροφυλακτούσαν και το νέο κράτος δεν είχε τις οικονομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις ούτε και τους συμμάχους για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου. Μέσα σε όλα αυτά τα προβλήματα είχε προστεθεί και η πρόσφατη ανακήρυξη τού αυτοκεφάλου τής ελληνικής Εκκλησίας, κάτι που κατακρίθηκε από πολλούς ως απομάκρυνση από την παράδοση. Η αυτοκέφαλος ελληνική Εκκλησία είχε μόλις 2 χρόνια ζωής και έπρεπε να αποδείξει ότι, παρά τα όσα έλεγαν οι αντίπαλοί της, διατηρούσε την παράδοση και την ορθόδοξη πίστη. Γι’ αυτό και ο λόγος τού πρωτεργάτη τής κίνησης τής αυτοκεφαλίας τής Εκκλησίας αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον.

«Σεβασμιότατε Ιεράρχα! Και ευσεβέστατοι ακροαταί!
Λαμπρά και χαρμόσυνος ανατέλλει εν τω πνευματικώ τής εκκλησίας ορίζοντι η σημερινή ημέρα ως καθιερωμένη εις την ένδοξον μνήμην των τριών μεγάλων αυτής Ιεραρχών. Ευλαβώς τιμώμεν αυτούς πάντες οι πιστοί και μακαρίζομεν, ως φώτα τού κόσμου, ως στύλους τής Εκκλησίας, ως ευεργέτας των ψυχών ημών και αντιλήπτορας, μάλλον δε ως ευεργέτας κοινούς τής ανθρωπότητος, ως άνδρας αγίους, ως διά τού φωτός τής αρετής και τής ορθής αυτών διδασκαλίας φωτίζοντας ημάς εις πάσαν την αλήθειαν. «Υμείς εστέ το φως τού κόσμου».

3ierarxes

Οι 3 Ιεράρχες

Στη συνέχεια τού λόγου του ο Μισαήλ Αποστολίδης είπε ότι το μνημόσυνο αυτό τελείται την ημέρα αυτή «Υπέρ των φιλογενών ανδρών όσοι περί πλείστου τον φωτισμόν τής νεολαίας ποιούμενοι», οι οποίοι συνετέλεσαν στη βελτίωση τής εκπαίδευσης στον τόπο μας. Εμείς σήμερα όχι μόνο πρέπει να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας αλλά και να διαιωνίσουμε το όνομά τους. Παράλληλα, θέλοντας να τονίσει το παράδειγμα αρετής που παρέχει η μνήμη των Τριών Ιεραρχών, τόνισε ότι «ο άσβεστος ζήλος αυτών υπέρ τού φωτισμού των ανθρώπων εις την τού Θεού αλήθειαν, οι ακάματοι αγώνες υπέρ τής στερεώσεως τής ορθοδόξου εκκλησίας, η διηνεκής πάλη των κατά τής πλάνης και τής αιρέσεως» αποσκοπούσε στο να παραδώσουν στις νέες γενιές ακέραια την παρακαταθήκη των Αποστόλων.

Απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα ρώτησε «Τι μας αρέσκει μάλιστα αδελφοί εις τους μεγάλους και περιώνυμους ανθρώπους; Η ακλόνητος σταθερότης μεθ’ ης αντιλαμβάνονται πάντων το μέγεθος και η επιμονή τής θελήσεως αυτών μεθ’ ης σπεύδουσιν διά των δυσχερειών και των κινδύνων», καταλήγοντας ότι αγαπάμε και θαυμάζουμε αυτά τα πρόσωπα διότι γνωρίζουμε τι είναι, ποιοι είναι και ποιο στόχο έχουν. Αντίθετα αισθάνονται όλοι φυσική αντιπάθεια για κάθε τι ψευδές, αλλοπρόσαλλο και ευμετάβολο. Όμως «Το κακόν μεν εκ μυρίων λαθραίων στυγών εκρέει εις τον κόσμον, το δ’ αγαθόν εν μίας μόνης αναβρύει πηγής, εκ τής χριστιανικώς μεμορφωμένης καρδίας». Ο Μισαήλ Αποστολίδης στη συνέχεια τόνισε ότι η «ψυχρότητα» πολλών Χριστιανών για τη θρησκεία οφείλεται στο είδος τής αγωγής που πήραν τα πρώτα χρόνια τής ζωής τους, διότι τότε εγγράφονται οι αρχές στην ψυχή τους, γι’ αυτό ο ρόλος των γονέων, των δασκάλων και των παιδαγωγών είναι πολύ σπουδαίος.

Στο σημείο αυτό πολλοί από το εκκλησίασμα έστρεψαν το βλέμμα τους προς τις νεαρές Αρσακειάδες. Εκείνες βέβαια ούτε που τόλμησαν να σηκώσουν το κεφάλι τους. Μα κατάλαβαν την ικανοποίηση και τη χαρά που είδαν να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των δασκάλων τους.

Μετά το τέλος τής τελετής οι πιστοί απεχώρησαν από τον ναό σκεπτικοί. Άλλοι αναλογίζονταν τις δυσκολίες που έχει ακόμα να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος, άλλοι ευγνωμονούσαν αυτούς που βοήθησαν τον τόπο οικονομικά στα πρώτα του βήματα, οι φοιτητές φαίνονταν προβληματισμένοι γιατί συνειδητοποιούσαν τις ευθύνες τους για το μέλλον τού τόπου και κάποιοι άλλοι έκαναν τον σταυρό τους και παρακαλούσαν τους Τρεις Ιεράρχες να φωτίσουν τα παιδιά τους και τους κυβερνήτες τής χώρας. Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση κάποιοι πρόσεξαν και τις νεαρές Αρσακειάδες, οι οποίες, συνοδευόμενες από τις δασκάλες τους, με γοργό βήμα και σκυμμένο το κεφάλι προχωρούσαν προς την οικία Ηπίτου όπου στεγαζόταν ακόμα το οικοτροφείο τής Φ.Ε. Όχι για πολύ όμως. Στο τέλος τού 1852 το Σχολείο θα μεταφερόταν στο νέο, μεγαλοπρεπές κτήριο τής Πανεπιστημίου. Πολλές σκέφτονταν ότι την επόμενη χρονιά ο εορτασμός των Τριών Ιεραρχών θα γινόταν ίσως στη δική τους εκκλησία, στο Σχολείο τους.

aeolisstreet[1]

Η Αγία Ειρήνη από την οδό Αιόλου το 1852. Στο βάθος η Ακρόπολη

Έτσι γιόρτασαν στην Αθήνα τού 1852 τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, αποδίδοντας σε αυτούς όχι μόνο την πρέπουσα λατρεία αλλά και την ευγνωμοσύνη τους, γιατί οι Μέγιστοι Φωστήρες τής Τρισηλίου Θεότητος, ζώντας την περίοδο που σήμερα αποκαλούμε βυζαντινή, αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο τής ελληνικής αρχαιότητας και τού νεότερου ελληνισμού, προσφέροντας στους Έλληνες την αίσθηση τής συνέχειας που την είχαν τόσο πολύ ανάγκη στα πρώτα βήματα ελεύθερου ελληνικού κράτους.

 

Παναγιώτα Ατσαβέ
φιλόλογος - ιστορικός