Η διαμάχη τού Στ. Κλεάνθη και τού Λυσ. Καυταντζόγλου
για τα σχέδια τού Αρσακείου Μεγάρου
Από το 1839 το Δ.Σ. τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας θεώρησε «αναγκαιώτατον και κατεπείγον προς τελειοποίησιν τού σχολείου τής Εταιρείας, την οικοδομήν καταστήματος.». Ανετέθη δε από τότε στον Σταμάτη Κλεάνθη να συντάξει σχέδιο με τις κύριες προδιαγραφές που θα έπρεπε να ακολουθεί το σχολικό κτήριο. Έπρεπε να είναι μονώροφο με υπόγεια, με οικοτροφείο για τη φιλοξενία 50 μαθητριών, με τις απαραίτητες τάξεις, τους κοιτώνες και τις κατοικίες των διδασκαλισσών.
Ο Σταμάτης Κλεάνθης, ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής του, γεννήθηκε στο Βελβενδό Κοζάνης το 1802. Εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο και αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τού Δραγατσανίου. Μετά την αποτυχία τού κινήματος τού Υψηλάντη δραπέτευσε και πήγε στο Βερολίνο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Το 1828 επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τον Γερμανό αρχιτέκτονα Σάουμπερτ. Ο Καποδίστριας τούς ανέθεσε την ευθύνη για τον σχεδιασμό πολλών δημόσιων κτηρίων. Έργα του είναι η Αγγλικανική Εκκλησία στην οδό Φιλελλήνων, το μέγαρο τής Δούκισσας τής Πλακεντίας (σήμερα Βυζαντινό Μουσείο), ο Πύργος τής Δούκισσας τής Πλακεντίας στην Πεντέλη, η οικία του στην Πλάκα όπου στεγάστηκε και το πρώτο Πανεπιστήμιο.
Τα σχέδια τού Σταμάτη Κλεάνθη για την οικοδόμηση τού πρώτου ιδιόκτητου Σχολείου τής ΦΕ. Το κτήριο είναι σε σχήμα Π, όμως η κεφαλή του δεν βλέπει στην «οδό Μεγάλη», όπως αποκαλεί την Πανεπιστημίου, αλλά σε αυλή στο πίσω μέρος τού οικοπέδου. Εκεί έβλεπαν οι κοιτώνες ενώ προς τον δρόμο βρίσκονταν οι αίθουσες διδασκαλίας. (ΓΑΚ)
Στη συνεδρίαση τής 2ας Νοεμβρίου 1841 ανακοινώθηκε η εύρεση καταλλήλου οικοπέδου, που ανήκε στην ιερά μονή Ζωοδόχου Πηγής τής Άνδρου, «κείμενον εις την οδόν Σταδίου, αντικρύ τής Βασιλικής Τυπογραφίας» και είχε έκταση 9.000 τ. πήχεων και ελήφθη η απόφαση να αγορασθεί προς 2 δρχ. τον πήχη. Τότε συστήθηκε επιτροπή από τους Αποστολίδη, Σίμο, Δόσιο και Κλεάνθη, η οποία ανέλαβε την εκπόνηση σχεδίου και τον προϋπολογισμό των σχετικών εξόδων. Στο τέλος τού μήνα συνεκλήθη έκτακτη συνέλευση των μελών για την έγκριση τού σχεδίου. Τότε ανακοινώθηκε και η δωρεά τής ιεράς μονής Ζωοδόχου Πηγής, η οποία προσέφερε δωρεάν το υπόλοιπο τού οικοπέδου που της ανήκε (1.225 τ.π.). Στη συνέχεια εκπονήθηκε το σχέδιο «καθ’ όλας αυτού τας επόψεις». Το εκπαιδευτήριο θα είχε έκταση 1.225 τ.π. και θα περιελάμβανε οικοτροφείο για 100 κοπέλες, τις αίθουσες διδασκαλίας, μικρό ναό, αλληλοδιδακτικό και νηπιακό σχολείο. Η δαπάνη αναμενόταν να φθάσει τις 100.000 δρχ. Αν σε αυτές προστεθούν και οι απαραίτητοι βοηθητικοί χώροι (μαγειρείο, πλυσταριό κ.ά.) θα ανερχόταν σε 120.000 δρχ.
Εξ αυτών η Εταιρεία διέθετε μόνο 20.000. Υπολόγιζε όμως ότι με τη βοήθεια των ευεργετών, τού Δήμου Αθηναίων, τής βασίλισσας Αμαλίας, τού κλήρου και των μελών τής Εταιρείας τα χρήματα θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Από τη Ρουμανία (το Γαλάζιο) είχε ήδη παραγγελθεί ξυλεία η οποία θα μεταφερόταν με έξοδα τού κράτους, κάτι που μείωνε τον προϋπολογισμό κατά 15.000 δρχ.
Το άνω και το πρόσθιο δώμα από τα σχέδια τού Σταμάτη Κλεάνθη για την οικοδόμηση τού πρώτου ιδιόκτητου Σχολείου τής ΦΕ. (ΓΑΚ)
Στη συνέχεια συζητήθηκε το ίδιο το σχέδιο. Έγιναν διάφορες προτάσεις, π.χ. να μειωθούν οι κλίνες σε 60, το αλληλοδιδακτικό σχολείο και το νηπιαγωγείο να στεγασθούν σε πιο κεντρικό σημείο τής πόλης. Όμως όλες απορρίφθηκαν και το σχέδιο «βρέθηκε καλόν και αρμόδιον ως εἶναι». Ομόφωνη ήταν η απόφαση ότι το κτήριο έπρεπε να κτιστεί σε αυλόγυρο, ώστε να μην υπάρχουν κοιτώνες επί των οδών Μενάνδρου (σήμερα Πεσμαζόγλου) και Βουλεβάρτων (σήμερα Πανεπιστημίου). Δυστυχώς όμως, λόγω τής οικίας Βάμβα που περιόριζε τον χώρο, δεν ήταν εύκολο η οικοδομή να απομακρυνθεί από την οδό Μενάνδρου ούτε να οπισθοχωρήσει για να μη μειωθεί ο κήπος. Έτσι το Δ.Σ. ενέκρινε το σχέδιο τού Κλεάνθη και με πρόταση τού Ιω. Φιλήμωνα οι εργασίες ανοικοδόμησης έπρεπε να αρχίσουν γρήγορα και η οικοδομή να προχωρήσει ανάλογα με τους πόρους που θα συγκέντρωνε η Εταιρεία.
Μετά την έγκριση τού σχεδίου, ο Κλεάνθης ζήτησε τη γνώμη των αρχιτεκτόνων Μανιτάκη, Βαλιάνου, Κομνηνού, Σάουμπερτ, Χάνσεν αλλά και άλλων που είχαν γνώσεις σχετικές με τα εκπαιδευτήρια. Έλαβε υπ’ όψιν του τις υποδείξεις τους και τύπωσε το σχέδιό του σε πολλά αντίτυπα, τα οποία διένειμε η ΦΕ εντός και εκτός Ελλάδος με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την ανοικοδόμηση τού κτηρίου.
Τα σχέδια τού Κλεάνθη για την οικοδόμηση τού νέου Σχολείου (ΓΑΚ)
Βρισκόμαστε στο 1844, το Σχολείο τής Εταιρείας στεγάζεται προσωρινά στην οικία Ηπίτου. Είναι η εποχή που φθάνει στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη ο αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος γεννήθηκε το 1811 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν γόνος τής μεγάλης οικογενείας Σπανδωνή. Με την έκρηξη τής Επανάστασης η οικογένειά του κατέφυγε στη Δύση. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Ρώμη και διακρίθηκε σε πολλούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ήταν άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις και μεγάλη επιμονή. Έργα του είναι το κτήριο τού Πολυτεχνείου και τού Οφθαλμιατρείου, ο ναός τής Αγίας Ειρήνης, ο καθολικός ναός τού Αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου και το Αρσάκειο. Ο Καυταντζόγλου είχε έρθει να αναλάβει τη διεύθυνση τού «Σχολείου των Τεχνών», το οποίο αποτέλεσε το πρώτο στάδιο τού σημερινού Πολυτεχνείου.
Σχέδια τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου για το νέο ιδιόκτητο Σχολείο τής ΦΕ, τα οποία τροποποιήθηκαν μέχρι να φτάσουν στην τελική τους μορφή. (ΓΑΚ)
Ένας φίλος είχε ήδη δείξει στον Καυταντόγλου το σχέδιο τού Κλεάνθη και τού είχε ζητήσει να κάνει τις παρατηρήσεις του. Οι διαφωνίες τού Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα ήταν πολλές και φυσικά δεν θα μπορούσαν να διορθωθούν μετά το πέρας τής οικοδομής. Για να μην προσβάλει τον Κλεάνθη δεν δημοσίευσε την έκθεσή του αλλά ζήτησε να την προωθήσουν σ’ αυτόν ιδιαιτέρως. Μόλις όμως ήρθε στην Αθήνα τον κάλεσε η επιτροπή επί τής οικοδομής τής Φ.Ε. και τού ζήτησε να γνωμοδοτήσει. Ο Καυταντζόγλου απέφυγε να το κάνει απόντος τού Κλεάνθη. Προγραμματίσθηκαν δύο συναντήσεις οι οποίες δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα, ενώ ο Ε. Σίμος, φίλος και των δύο αρχιτεκτόνων, προσπαθούσε να συμβιβάσει την κατάσταση. Όμως αυτή η διαμάχη των δύο αρχιτεκτόνων απασχόλησε για πολύ καιρό τον αθηναϊκό Τύπο.
Ο Κλεάνθης, το 1845, μετά την άφιξη τού Καυταντζόγλου, επανέφερε το θέμα τής οικοδομής παρά την απόφαση τού 1841. Τότε ο «αγχινούστατος αρχιτέκτων κύριος Ζέζος», όπως αναφέρεται στα πρακτικά τού Δ.Σ. (συνεδρίαση 4ης Νοεμβρίου 1845), ζήτησε να λάβει κι εκείνος μέρος στον διαγωνισμό για το σχέδιο τού σχολείου. Το Δ.Σ. προσκάλεσε τους 3 αρχιτέκτονες να υποβάλουν καινούργια σχέδια, τα οποία έπρεπε να εγκριθούν από τους Ε. Μανιτάκη και Δ. Σταυρίδη, μηχανικούς τού Στρατού. Αυτοί έκαναν πολλές συγκεκριμένες παρατηρήσεις οι οποίες όμως μόνο στα σχέδια τού Καυταντζόγλου μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, ενώ στις άλλες δύο περιπτώσεις θα έπρεπε να ανατραπεί το αρχικό σχέδιο. Έτσι προκρίθηκε η λύση τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου, παρά το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός για την ολοκλήρωση τού έργου ήταν μεγαλύτερος.
Σχέδιο τού Λύσανδρου Καυταντζόγλου για την οικοδόμηση τού πρώτου ιδιόκτητου σχολείου τής ΦΕ με διευκρινιστικές παραπομπές. ( Αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
Ο Κλεάνθης τότε παρέδωσε στον Πρόεδρο τής Φ.Ε. έκθεση με τον τίτλο «Έκθεσις περί τού εν Αθήναις ανεγερθησομένου καταστήματος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας», την οποία τού ζήτησε να διαβάσει στη συνέλευση. Ο Πρόεδρος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Ανδρέας Μεταξάς το αρνήθηκε και τότε ο Κλεάνθης τη δημοσίευσε σε ειδικό φυλλάδιο. Στην έκθεση αυτή απάντησε ο Καυταντζόγλου με νέο φυλλάδιο με τον τίτλο «Απάντησις εις την υπό τού κ. Κλεάνθους έκθεσιν περί τού εν Αθήναις ανεγερθησομένου καταστήματος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας». Η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη σε σχετικό άρθρο της στο βιβλίο «Αι Αθήναι ως εκπαιδευτική πόλις από τον 19ο προς τον 20ό αιώνα, Τα Διδακτήρια τής ΦΕ» (σ. 62-75) παρατηρεί ότι τα συμπεράσματα από την ανάγνωση των δύο αυτών εκθέσεων είναι ενδεικτικά τής επικρατήσασας κατάστασης. Ο Κλεάνθης γράφει στην έκθεσή του: «Δι’ έν παιδαγωγικόν κατάστημα απαιτούνται εν γένει τα ακόλουθα προσόντα. Πρώτον απλή και εναρμόνιος εσωτερική διαίρεσις τού καταστήματος ώστε ο παιδαγωγός όπου και αν ευρίσκεται, είτε εντός είτε εκτός των θαλάμων, πρέπει να γνωρίζη ότι είναι αφεύκτως υπ’ όψιν τής τε Επιμελητρίας και των συμμαθητών του. Όθεν πρέπει να λαμβάνηται η μεγαλυτέρα πρόνοια διά να μην υπάρχωσιν εντός τού καταστήματος μέρη απόκρυφα και παράμερα, τα οποία αποκαθίστανται συνήθως τα καταφύγια τής κακοήθειας και τής αμέλειας… Δεύτερον. Φως αρκετόν εν γένει εις όλα τα μέρη τής οικοδομῆς… Τρίτον. Ελευθέρα κυκλοφορία τού αέρος διά να καθαρίζη την εσωτερικήν τού καταστήματος ατμόσφαιραν… Τέταρτον. Τοποθέτησις των αναγκαιοτέρων θαλάμων προς το υγειέστερον μέρος τού καταστήματος… Πέμπτον. Η απαιτουμένη χωρητικότης εκάστου θαλάμου ως προς τον σκοπόν διά τον οποίον εἶναι προσδιωρισμένος.», Με βάση αυτά τα κριτήρια ο Κλεάνθης ασκεί κριτική στα σχέδια τού Καυταντζόγλου, καταλογίζοντάς του κυρίως ότι το κτήριο δεν φωτίζεται επαρκώς. Συγκεκριμένα θεωρεί ότι το σχέδιο έχει πολλές περίπλοκες σκοτεινές γωνίες, ότι η τοποθέτηση των παραθύρων στον όροφο σε ύψος 3,50 μέτρων από το δάπεδο τα καθιστά φεγγίτες και επειδή δύσκολα ανοιγοκλείνουν δυσκολεύουν τον εξαερισμό, ο προσανατολισμός των κοιτώνων και των αιθουσών διδασκαλίας είναι προς βορράν ἐνώ μόνο το εστιατόριο, ο ναός και η αίθουσα μελέτης είναι μεσημβρινά.
Ο Καυταντζόγλου, με έντονο ύφος, αναφερόμενος στις διαστάσεις τού προδόμου παρατηρεί: «Αδύνατον να περπατήσωσιν 100 υπότροφοι εκτός των άλλων έξωθεν προσερχομένων εις ακρόασιν μαθητριών, αλλά ούτε να σταθώσιν, ειμή αν ήναι καταδικασμέναι να μείνωσιν ακίνηται ως αι ταριχευμέναι μούμιαι τής Αἰγύπτου», ενώ για το θέμα τού προσανατολισμού λέει: «ο εν τω εμώ Παρθενώνι Μουσηγέτης Φοίβος δεν θέλει αρνηθή τας ακτίνας προς τας μουσοτρόφους παίδας τής Ελλάδος.». Υπάρχουν βεβαίως και σημεία στα οποία ο Καυταντζόγλου κάνει εύστοχες παρατηρήσεις, όπως ότι οι χώροι υγιεινής θα πρέπει να βρίσκονται εντός τού κτηρίου.
Ο Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862), από το Βελβενδό τής Κοζάνης, ήταν ιερολοχίτης και έλαβε μέρος στη μάχη τού Δραγατσανίου. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Βερολίνο. Εκπόνησε πολεοδομικό σχέδιο τής Αθήνας και τα σχεδία πολλών κτηρίων τής πόλης. (Wikipedia)
Ο Κ. Μπίρης, στο βιβλίο του «Αι Αθήναι από τού 19ου εις τον 20όν αιώνα» (1996), παρατηρεί ότι μεταξύ των δύο φυλλαδίων υπάρχει μεγάλη διαφορά ύφους. Ο Κλεάνθης εκθέτει τις απόψεις του με ύφος «σεμνό και γαλήνιο», ενώ ο Καυταντζόγλου, σε διπλάσιο σε έκταση φυλλάδιο, όχι μόνο αναφέρει όλες τις διακρίσεις και τους τίτλους του, αλλά απαντά με πολύ στόμφο και ύφος ειρωνικό, δεικτικό και πολλές φορές ανάγωγο, κάτι που ενόχλησε πολλούς και την εποχή που γράφτηκε αλλά και πολύ αργότερα. Είναι γεγονός ότι ο Καυταντζόγλου ήταν ιδιαίτερα μαχητικός και σε ορισμένες περιστάσεις προκλητικός στις απόψεις του, ακόμα και απέναντι σε άλλους συναδέλφους του, κυρίως αν προσπαθούσαν να αναλάβουν κάποιο έργο που ήθελε να αναλάβει ο ίδιος. Οι λίβελοι που δημοσίευε κατά καιρούς μάς δίνουν μια εικόνα από τα πρώτα βήματα πολύ γνωστών νέων αρχιτεκτόνων τής εποχής. «Ούδ’ εδιδάχθητε ουδ’ εμάθετε έτι το σέβεσθ’ αιδώ συνεργόν αρετάς» τού γράφει στην εφημερίδα «Εθνική» τον Ιούνιο τού 1865 ο Κων. Φρεαρίτης.
Φαίνεται όμως ότι ο Καυταντζόγλου δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει την περίπτωση τού Αρσακείου. Μόλις είχε έρθει στην Αθήνα και είναι σίγουρο ότι ένα τέτοιο έργο θα τον καταξίωνε επαγγελματικά και θα τον βοηθούσε να αποκτήσει φήμη και πελατεία. Γι’ αυτό και η επίθεσή του στον Κλεάνθη ήταν σκληρή και δεν περιοριζόταν μόνο στο να κρίνει το συγκεκριμένο σχέδιό του, αλλά επεξέτεινε την αρνητική κριτική του και σε άλλα αρχιτεκτονικά του έργα.
Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1811-1885), από τη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Διακρίθηκε και βραβεύτηκε στη Γαλλία και την Ιταλία και έγινε μέλος πολλών Ακαδημιών. Το 1844 η ελληνική κυβέρνηση τον κάλεσε για να εκπονήσει το σχέδιο τού Σχολείου των Τεχνών (Πολυτεχνείου). (Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα. Wikipedia)
Δυσάρεστο όμως ήταν το κλίμα και στο Δ.Σ. τής Φ.Ε. Τον Ιανουάριο τού 1846 γράφει ο Σίμος στην εφημερίδα «Ελπίς»: «Λυπούμεθα βλέποντες ότι συμπάθειες και αντιπάθειες και πολιτικά πάθη κατέστησαν το περί τής οικοδομής τού καταστήματος τής ΦΕ ζήτημα αντικείμενον συγκρούσεων ανοικείων, γελοίων μικροφιλοτιμιών», ενώ ο Ι. Κοκκώνης, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Κλεάνθη επί Καποδίστρια για τα σχέδια τού Εϋνάρδειου Σχολείου στην Αίγινα, δήλωσε στη συνεδρίαση τού 1845 (4 Νοεμβρίου): «Αφού ἡ Συνέλευσις άλλοτε είχεν εγκρίνει ένα σχέδιον τού Κλεάνθους, διατί τώρα να προτιμηθή άλλο χωρίς πάλιν να αποφασισθή παρά τής Συνελεύσεως». Είναι σαφές ότι το Δ.Σ. τής Φ.Ε. έφερε την ευθύνη για σειρά αδέξιων χειρισμών που είχαν ως αποτέλεσμα όλη αυτή τη διαμάχη. Τελικά το Δ.Σ. αποφάσισε να εγκρίνει τα σχέδια τού Λ. Καυταντζόγλου, υποχρεώνοντάς τον όμως να επιφέρει αρκετές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο σύμφωνα με τις παρατηρήσεις τού αρχιτέκτονα Στ. Κλεάνθη.
Μετά από αυτά ο Κλεάνθης απεσύρθη και δεν ξαναέκανε λόγο για το θέμα. Παρέμεινε όμως μέχρι τον θάνατό του ενεργό μέλος τής Φ.Ε. Ενδεικτικό πάντως των αισθημάτων του για το Σχολείο είναι το γεγονός ότι με την ιδιόχειρη μυστική διαθήκη του, που γράφτηκε στις 13 Ιουλίου 1861, άφησε μετά τον θάνατο τής συζύγου του Ευφροσύνης τα ιδιόκτητα λατομεία του στην Τήνο «εις το εν Αθήναις Πανεπιστήμιον και εις την Φιλεκπαιδευτικήν Εταιρείαν εξ ημισείας, όπως το ήμισυ εκ των εισοδημάτων αυτών δαπανάται εις εκπαίδευσιν νέων και νεανίδων, δεκτών γενομένων διά συναγωνισμού, το δε έτερον ήμισυ εις τας ανάγκας των ειρημένων καταστημάτων».
- Οι πληροφορίες προέρχονται από το Αρχείο τής Φ.Ε., τα έγγραφα των 2 αρχιτεκτόνων, το άρθρο της Μάρως Καρδαμίτση - Αδάμη στο Λεύκωμα "Αι Αθήναι ως εκπαιδευτική πόλις και το βιβλίο του Κ. Μπίρη "Αι Αθήναι από του 19ου αιώνος εις τον εικοστόν αιώνα" (1996).
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
φιλόλογος - ιστορικός