Οι γυναίκες και οι ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα

 

Η εξέλιξη τής εκπαίδευσης των κοριτσιών έως το τέλος τού 19ου αιώνα έχει άμεση σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες και αλλαγές. Από την πρώτη δεκαετία τού 20ού αιώνα μαθήτριες εγγράφονται και φοιτούν στα ελληνικά σχολεία και στα γυμνάσια αρρένων. Δεν λείπουν βέβαια τα αρνητικά σχόλια, ιδίως για τη φοίτηση των γυναικών στα πανεπιστήμια, ίσως διότι η απόκτηση πανεπιστημιακού πτυχίου διεύρυνε για τις γυναίκες τον χώρο τής εργασίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, την τελευταία δεκαετία τού 19ου αιώνα, να φοιτούν αρκετές μαθήτριες στις γυμνασιακές τάξεις των παρθεναγωγείων. Όμως όσες ενδιαφέρονταν για ανώτερη εκπαίδευση έβρισκαν διέξοδο μόνο στο εξωτερικό. Από το 1890 οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν με πολλούς αγώνες την πρόσβασή τους στον χώρο τής ανώτατης εκπαίδευσης

Η μόρφωση έδινε καλύτερη πρόσβαση στην εργασία και η εκπαίδευση έδωσε τη δυνατότητα στην Ελληνίδα να αποκτήσει οικονομική ανεξαρτησία και να βελτιώσει την κοινωνική της θέση διεκδικώντας περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Χρόνο με τον χρόνο οι μορφωμένες γυναίκες πλήθαιναν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Έτσι στον εργασιακό χώρο τής εκπαίδευσης συναντούμε δασκάλες, νηπιαγωγούς, δασκάλες εργοχείρων, παιδαγωγούς μετεκπαιδευμένες σε ευρωπαϊκές χώρες, διευθύντριες ιδιωτικών και δημοτικών παρθεναγωγείων. Στον χώρο τής πνευματικής ζωής εμφανίστηκαν «οι γράφουσες», όπως ειρωνικά τις αποκάλεσαν, με δημοσιεύσεις παιδαγωγικών και λογοτεχνικών μελετών και άρθρων, ομιλίες σε πολιτιστικούς και φιλολογικούς συλλόγους. Στον κοινωνικό χώρο δημιουργήθηκαν γυναικείοι σύλλογοι και εκδόθηκαν τα πρώτα γυναικεία περιοδικά.

1916. Arsakiada Polana me diploma

Η Αρσακειάς Παλανά φωτογραφίζεται με το δίπλωμα τής δασκάλας. (Αρχείο ΕΡΤ)

Έως το 1890 ο μοναδικός κλάδος που παρείχε τη δυνατότητα στις γυναίκες για ευρύτερες σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση ήταν το επάγγελμα τής δασκάλας. Σύντομα όμως, στις τελευταίες δεκαετίες τού αιώνα, ο κλάδος είχε υπερκορεστεί, δημιουργώντας οξύ κοινωνικό και εκπαιδευτικό πρόβλημα. Παράλληλα, δεν υπήρχε διέξοδος για όσες έβλεπαν το δίπλωμα των Διδασκαλείων ως εφαλτήριο για ανώτερες σπουδές. Το αίτημα για την πρόσβαση των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση άρχισε να συζητείται ευρέως.

Τα τελευταία δέκα χρόνια τού 19ου αι. η μόνη συστηματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών γινόταν από την «Εφημερίδα των Κυριών», η οποία ζητούσε αλλαγές στον προσανατολισμό τής εκπαίδευσης των κοριτσιών και κυρίως τη διεύρυνση των σπουδών και την είσοδο τής Ελληνίδας στο πανεπιστήμιο, συγκρίνοντας την ελληνική πραγματικότητα με τις πρακτικές άλλων χωρών.

Στον αντίποδα βρίσκονταν οι υποστηρικτές των διακριτών κοινωνικών ρόλων των φύλων με βασικό επιχείρημα τα βιολογικά χαρακτηριστικά για τις πνευματικές ικανότητες των γυναικών. Υποστήριζαν ότι η πνευματική εργασία ήταν βλαπτική για την υγεία των μαθητριών, προβάλλοντας ως επιχείρημα την ιδιαιτερότητα τής «γυναικείας φύσης». Αποδέχονταν κάποια σχετική διεύρυνση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τής γυναίκας, αλλά επεσήμαιναν ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση τής ανεργίας των ανδρών.

To κύριο εμπόδιο για τα κορίτσια ήταν ότι δεν είχαν απολυτήριο γυμνασίου, αφού δεν υπήρχαν γυμνάσια θηλέων. Όμως το καταστατικό τού Πανεπιστημίου δεν απαγόρευε την εγγραφή σε αυτό γυναικών κατόπιν εξετάσεων. Πολλές γυναίκες, λοιπόν, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός και άρχισαν να υποβάλλουν αιτήσεις για να λάβουν μέρος στις εξετάσεις.

EKPA

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών  (Επιστολικόν Δελτάριον, ΕΛΙΑ)

 Το αίτημα για μέση και ανώτατη εκπαίδευση των κοριτσιών, εναρμονισμένη όμως με τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία, συζητείται και φαίνεται να γίνεται αποδεκτό μετά την είσοδο φοιτητριών στο Πανεπιστήμιο το 1890, αφού από την πρώτη δεκαετία τού 20ού αιώνα μαθήτριες εγγράφονται και φοιτούν στα ελληνικά σχολεία και στα γυμνάσια. Τα αρνητικά σχόλια όμως υπερισχύουν, ιδίως για τη φοίτηση των γυναικών στα πανεπιστήμια, γιατί πλέον συνδέεται άμεσα η εκπαίδευση με τον χώρο εργασίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, την τελευταία δεκαετία τού 19ου αιώνα, να φοιτούν αρκετές μαθήτριες στις γυμνασιακές τάξεις των παρθεναγωγείων. Όμως οι ενδιαφερόμενες για ανώτατη εκπαίδευση βρήκαν διέξοδο μόνο στο εξωτερικό. Από το 1890 και εξής οι γυναίκες αξιοποίησαν, με πολλούς αγώνες και συνεχείς διεκδικήσεις, την πρόσβασή τους στον χώρο τής ανώτατης εκπαίδευσης

 Τη δεκαετία τού 1880 η Μαρία Καλαποθάκη, θέλοντας να ακολουθήσει τo επάγγελμα τού πατέρα της Μιχαήλ Καλαποθάκη και να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή, ζήτησε την εγγραφή της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά δεν έγινε δεκτή. Έτσι πήγε στο Παρίσι και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου των Παρισίων, όπου σπούδασε επί 8 χρόνια. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πραγματοποίησε τις σπουδές που επιθυμούσε στην Ευρώπη, αφού φυσικά διέθετε την οικονομική άνεση να το κάνει.

Το 1884 η Σεβαστή Καλλισπέρη, απόφοιτη τής σχολή Χιλλ, υπέβαλε αίτηση να συμμετάσχει στις εξετάσεις τής Φιλοσοφικής Σχολής. Η αίτησή της προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους καθηγητές τού Πανεπιστημίου, γιατί ήταν η πρώτη αίτηση που έφτανε στα χέρα τους. Τελικά τής επέτρεψαν να λάβει μέρος εξετάσεις, γιατί δεν το απαγόρευε το καταστατικό τού Πανεπιστημίου. Η Σεβαστή πέτυχε στις εξετάσεις, αλλά το Υπουργείο Παιδείας δεν επικύρωσε τις υπογραφές των καθηγητών που την εξέτασαν και έτσι δεν επέτρεψε την εγγραφή της λόγω φύλου. Τελικά η Σεβαστή Καλλισπέρη σπούδασε στη Σορβόννη, όπου ήδη φοιτούσε η Μαρία Καλαποθάκη. Φοίτησε ακόμα για έναν χρόνο στις σχολές των Σεβρών και τού Καίμπριτζ. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1892 και διορίστηκε δασκάλα των Γαλλικών αλλά και των Ελληνικών στο Αρσάκειο, όπου εργάστηκε περίπου 8 χρόνια. Το 1895 έγινε η πρώτη γυναίκα Επιθεωρήτρια σχολείων θηλέων.

Μετά την Καλλισπέρη, οι τρεις αδελφές Μπουκουβάλα, οι οποίες είχαν τελειώσει το Αρσάκειο με «άριστα» και είχαν εμπλουτίσει τις γνώσεις τους με ιδιαίτερες σπουδές στο σπίτι τους, υπέβαλαν αίτηση για να φοιτήσουν στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως και αυτές πήραν αρνητική απάντηση. Έφυγαν και οι τρεις για το Παρίσι και ανώτερες σπουδές στη Σορβόννη. Όμως τα οικονομικά τής οικογενείας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση των σπουδών τους. Γι’ αυτό πήγαν στην Αγγλία όπου δίδασκαν Ελληνικά και με τα χρήματα που κέρδιζαν φοιτούσαν σε αγγλικά κολέγια. Μάλιστα μία εξ αυτών, η Πηνελόπη, το 1888 δίδαξε Ελληνικά στη Σοφία τότε μνηστή τού διαδόχου Κωνσταντίνου.

Το 1887 η δεκαοκτάχρονη Αρσακειάδα Ελένη Παντελίδου θέλησε να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτι πρωτοφανές για γυναίκα. Η αίτησή της απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι τα σχολεία θηλέων ήταν πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Λέγεται μάλιστα ότι όταν μπήκε στην αίθουσα χλευάστηκε από τους συμμαθητές της που κτυπούσαν τα πόδια τους και τής πετούσαν σαΐτες. Η Παντελίδου, η οποία ανήκε στο κίνημα των φεμινιστριών τής εποχής, απογοητεύθηκε από την απόρριψη και αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένα σημείωμα στο οποίο έγραφε: «Αυτοκτονώ, διαμαρτυρόμενη διά την αδικίαν. Ο θάνατός μου ας ακουστεί ως κραυγή για εκείνους που θεωρούν τη γυναίκα μεσαιωνική δούλη.». Ο θάνατός της συνέβαλε στο να επανεξεταστεί το θέμα τής φοίτησης γυναικών στο Πανεπιστήμιο.

Η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1890 ήταν η Ιωάννα Στεφανόπολι ή Στεφανοπούλου. Ήταν κόρη τού δημοσιογράφου εκδότης τής γαλλόφωνης εφημερίδας «Messager d’ Athènes» Αντρέα Στεφανόπολι, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κορσική με καταγωγή από τη Λακωνία. H Ιωάννα είχε διδαχθεί τα πρώτα γράμματα στο σπίτι, από τη θεία της κυρία Σμόλτσε. Όταν έγινε 10 ετών φοίτησε στο «Ελληνικό Παρθεναγωγείο» τής Αικατερίνης Λασκαρίδου. Ζήτησε να συνεχίσει τις σπουδές της σε γυμνάσιο θηλέων, που όμως δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Αλλά τής δόθηκε η άδεια να παρακολουθήσει μαθήματα γυμνασίου στο σπίτι με αναγνωρισμένους καθηγητές, οι οποίοι κατέθεσαν σε Ειρηνοδικείο ότι τής είχαν διδάξει τα μαθήματα που έπρεπε και έτσι τής αναγνωρίστηκε το απολυτήριο τού Γυμνασίου. Το 1899 έδωσε εξετάσεις, μαζί με 60 μαθητές, και ήρθε πρώτη. Τον Σεπτέμβριο τού 1890 τρεις γυναίκες ζήτησαν να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο: η Ιωάννα Στεφανόπολι, η Φλωρεντία Φουντουκλή και η Ελένη Ρούσσου. Οι αιτήσεις των δύο τελευταίων απορρίφθηκαν. Η αίτηση τής Στεφανόπολι παραπέμφθηκε στη Νομική Σχολή, που διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει νομικό κόλλημα για την αποδοχή της. Όμως η Θεολογική Σχολή θεώρησε την είσοδο γυναικών στο Πανεπιστήμιο ανοσιούργημα. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στο Υπουργείο που ενέκρινε την εγγραφή της παρά τις διαμαρτυρίες τού πρύτανη «διά την ανάμειξη των φύλων». Έτσι η Στεφανόπολι γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Φοίτησε ως επισκέπτρια μερικούς μήνες και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εργάστηκε στην εφημερίδα τού πατέρα της, μετά τον θάνατο τού οποίου ο Ελ. Βενιζέλος τής ανέθεσε, το 1913, τη διεύθυνση τού Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ).

Το 1892 η Αρσακειάδα Φλωρεντία Φουντουκλή ήταν η πρώτη που πέτυχε να εγγραφεί στο τμήμα Μαθηματικών τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έφεση που επέδειξε ώθησε τους γονείς της να τη στείλουν, το 1885, στο Παρίσι. Έγινε δεκτή στη Σορβόννη όπου ξεκίνησε να σπουδάζει Μαθηµατικά. Διέκοψε όµως τις σπουδές της σε λιγότερο από έναν χρόνο, λόγω τού θανάτου τού πατέρα της. Για καλή της τύχη, το 1886, προκηρύχθηκε διαγωνισµός από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για υποτροφίες σπουδών στη Φιλοσοφία και την Παιδαγωγική στο εξωτερικό. Η Φουντουκλή πρώτευσε στον διαγωνισμό και έφυγε αµέσως για τη Γερµανία. Σπούδασε στην «Augusta Schule» τού Βερολίνου για δυόµιση χρόνια και επέστεψε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο τού 1888. Αυτές οι σπουδές της έπαιξαν, πιθανότατα, καταλυτικό ρόλο στην τελική αποδοχή της στο Πανεπιστήµιο τής Αθήνας.

roka[1]

Σατιρικό σκίτσο τής Θηρεσίας Ροκά, η οποία έλαβε μέρος σε φοιτητικές διαδηλώσεις. Απο την εφημερίδα "Ρωμηός" του Γ. Σουρή, 25 Φλεβάρη 1895 σ. 4

Τον ίδιο χρόνο, το 1892, η Αρσακειάς Θηρεσία Ροκά έδωσε από εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις οποίες πρώτευσε. Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1892 έγινε δεκτή στη Φιλοσοφική Σχολή σε ηλικία 23 ετών. Ως φοιτήτρια υπεράσπιζε με παρρησία και θάρρος τις απόψεις της, αψηφώντας την επικρατούσα την εποχή εκείνη άποψη για τον ρόλο των γυναικών. Ήταν η μοναδική φοιτήτρια που έλαβε μέρος στις κινητοποιήσεις τού 1895, πρωτοστατώντας στις διαμαρτυρίες μαζί με τους συμφοιτητές της. Η στασιάζουσα αυτή φιλόλογος και Αρσακειάς έμελλε να αντιμετωπίσει και μία ακόμα έκπληξη όταν το 1898 διάβασε το καταπληκτικό που δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον τού Σκόκου»: «Η δις Θηρεσία Ροκά διωρίσθη καθηγητής εν τω Αρσακείω Παρθεναγωγείω, διδάσκει δε προσκληθείσα και εις άλλα εκπαιδευτήρια θηλέων μετ’ εκτάκτου ζήλου και επιτυχίας».

Το 1892 οι Αρσακειάδες αδελφές Αλεξάνδρα και Αγγελική Παναγιωτάτου διεκδίκησαν την εγγραφή τους στην Ιατρική Σχολή. Το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό γιατί δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Αποφασισμένες να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, εξέτασαν τη νομοθεσία και αποφάσισαν να δώσουν εξετάσεις στις οποίες, παρά τη δυσκολία των θεμάτων, διέπρεψαν. Έτσι πέτυχαν την εγγραφή τους στην Ιατρική. Οι φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την εισβολή «τού ποδόγυρου» στον περίγυρο τού Ιπποκράτους. Το ανδροκρατούμενο περιβάλλον τής Σχολής αντέδρασε με ποδοκροτήματα, κοροϊδίες και επιφωνήματα «Στην κουζίνα…!», «Στην κουζίνα!». Οι αδελφές Παναγιωτάτου πεισματικά υπέμειναν τα πάντα και πήραν το πτυχίο τους και οι δύο. Πήγαν στην Αλεξάνδρεια για να εργαστούν, όπου δυστυχώς η Αλεξάνδρα πέθανε από επώδυνη ασθένεια. Η Αγγελική διορίστηκε στο Υγειονομείο, μελέτησε τις επιδημίες τής χολέρας και τής πανώλης και τιμήθηκε με το παράσημο τού τάγματος τού Νείλου. Με το πείσμα που τη διέκρινε κατόρθωσε να γίνει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών η πρώτη υφηγήτρια τής Ιατρικής Σχολής το 1908, η πρώτη έκτακτη καθηγήτρια τής Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας το 1938 και η πρώτη καθηγήτρια τής Ιατρικής Σχολής «τιμής ένεκεν» το 1947. Ακόμα ήταν η πρώτη γυναίκα επιστήμων που έγινε αντεπιστέλλον μέλος τής Ακαδημίας Αθηνών το 1950.

Η Αρσακειάς Πολύμνια Παναγιωτίδου, από τα Κόμανα τού Πόντου, το 1895 ήταν η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός. Παρακολούθησε κατ’ οίκον μαθήματα γυμνασίου και γράφτηκε στο Φαρμακευτικό Σχολείο, όπως ονόμαζαν τότε την Φαρμακευτική Σχολή τού Πανεπιστημίου. Το 1898 πήρε το πτυχίο της και ήταν η πρώτη Ελληνίδα που απέκτησε την άδεια φαρμακοποιού. Βρήκε δουλειά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός αλλά παραιτήθηκε όταν έμαθε ότι θα πληρώνεται με τα 2/3 τού μισθού τού προκατόχου της, που ήταν άνδρας φαρμακοποιός. Άνοιξε δικό της φαρμακείο, κάτι εξ ίσου πρωτοποριακό για την εποχή. Δυστυχώς πέθανε νέα από τύφο το 1900.

Η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1903-1907, έπειτα από προσωπικό της αίτημα στον βασιλέα Γεώργιο Α΄.

1886016

Τάξη τού Αρσακείου (από το αρχείο τής ΦΕ).

 Η πίστη και το πείσμα αυτών των γυναικών άνοιξε τον δρόμο και εδραίωσε αργά αλλά σταθερά το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση. Βέβαια η επίσημη κατοχύρωση άργησε να έρθει. Μόλις το 1929 (Νόμος 4397/1929) θεσμοθετήθηκε η ισότιμη πρόσβαση των γυναικών στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και η εκπαίδευση των κοριτσιών έγινε πλέον ισότιμη με αυτή των αγοριών. Και όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που οι γυναίκες αυτές μορφώθηκαν, εργάστηκαν και, όπως ήταν φυσικό, διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους. Τα σχολεία που τις μόρφωσαν, μεταξύ αυτών και το Αρσάκειο με τα σχολεία του σε όλη την Ελλάδα, είναι περήφανα γι’ αυτές. Στα θρανία τού Αρσακείου ξεκίνησε η μεγαλύτερη κοινωνική επανάσταση που άλλαξε τη μορφή τής σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος - ιστορικός

  • Το κείμενο βασίστηκε σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε., την «Εφημερίδα των Κυριών» και το βιβλίο τής Ελένης Βαρίκα «Η εξέγερση των Κυριών».