Δημήτρης Γληνός

 

O Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 22 Αυγούστου 1882. Ήταν ο πρωτότοκος από τα δώδεκα παιδιά τής οικογένειας.

Με την οικονομική βοήθεια τού γιατρού Δημητρίου Χρόνη ενεγράφη το 1899 στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, από την οποία αποφοίτησε με «Άριστα». Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα και σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο ίδιος περιγράφει τα φοιτητικά του χρόνια με γλαφυρά λόγια: «Σπούδασα φιλολογία γεμάτος από θολά και αόριστα όνειρα, από ορμές για δράση πνευματική, πότε νοιώθοντας να φουσκώνουνε τα στήθια μου από ποιητική διάθεση και πότε νοιώθοντας τον νου μου να λαχταράει για την κατάκτηση τής αλήθειας... Έτρεχα σαν ένα νέο αλογάκι μέσα σ’ ένα λιβάδι, πότε ανεβαίνοντας τις ηλιόλουστες βουνοπλαγιές τής τέχνης, πότε χοροπηδώντας στον κάμπο τον οργωμένο τής επιστήμης...».

Τότε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κυριαρχούσαν οι οπαδοί τής αρχαΐζουσας (Μιστριώτης, Κόντος). Ο Μιστριώτης επηρέασε αρχικά τον Γληνό, που το 1901 συμμετείχε στα «Ευαγγελικά» εναντίον των δημοτικιστών. Την ίδια περίοδο έγραψε το πρώτο του άρθρο για τις ξένες λέξεις στην ελληνική γλώσσα. Στο Πανεπιστήμιο γνώρισε τους Αλέξανδρο Δελμούζο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη και Π. Ταγκόπουλο και έγινε δημοτικιστής. Γι’ αυτό αργότερα έγραψε: «Όλη μου η ζωή είναι μια πορεία προς τα αριστερά. Από το Mιστριώτη στον Λένιν».

Οι φιλικές συναναστροφές του οδήγησαν, λοιπόν, τον Γληνό στον δημοτικισμό. O K. Γούναρης τον συνέστησε στην ομάδα «Εστία» τού περιοδικού «Νουμάς», το οποίο εξέδιδε ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Δ. Tαγκόπουλος. Την περίοδο αυτή μεγάλοι λογοτέχνες, όπως ο Xατζόπουλος, ο Kαρκαβίτσας, ο Nιρβάνας, ο Ξενόπουλος, ο Bλαχογιάννης, ο Γρυπάρης, ο Mελάς, ο Παπαντωνίου και πολλοί άλλοι, έγραφαν και προπαγάνδιζαν υπέρ τής Δημοτικής. Ο δημοτικισμός μετασχηματιζόταν σταδιακά από κίνημα λογοτεχνικό σε εκπαιδευτικό.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Γληνός αναγκάστηκε, λόγω οικονομικών δυσκολιών, να εργασθεί ως δάσκαλος στη Λήμνο (1903-1904) και στον Κασαμπά (1905).

Το 1904 έγινε μέλος τού συλλόγου των δημοτικιστών «H εθνική μας γλώσσα». Το 1905 πήρε το πτυχίο του με «άριστα» και ανέλαβε τη διεύθυνση τής Αναξαγορείου Σχολής στα Βουρλά τής Σμύρνης. Το διάστημα 1906-1907 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, μεταφράσεις και φιλολογικά άρθρα, με το όνομα Mήτρος Γληνός. Το 1906 προσελήφθη στο νεοσύστατο Ελληνογερμανικό Λύκειο, όπου δίδαξε ώς το 1908. Εκεί είχε μαθητή τον Γιάννη Kορδάτο, ο οποίος αναφερόμενος στον Γληνό έγραψε: «O κ. Διευθυντής είχε δίκαιο. O Γληνός ήταν κάτι παραπάνω από γόης στη διδασκαλία του. Δεν θυμάμαι κανέναν άλλο καθηγητή να μου κάνει τέτοια εντύπωση. Kρεμνιούμαστε όλοι μας απ’ το στόμα του και δεν καταλαβαίναμε πώς περνούσε η ώρα ή πιο σωστά θα θέλαμε η μία ώρα τού μαθήματος να γίνει δύο και τρεις. Όχι μόνο δεν κούραζε αλλά και έκανε τη γραμματική και το συνταχτικό ευχάριστο μάθημα, ήταν παιχνίδι όπως τα δίδασκε. Έπειτα, και στο μάθημα των εκθέσεων πρόσεχε πολύ. Μάς έβαλε να διαβάζουμε νεοελληνικά κείμενα και χωρίς να φαίνεται πως είναι δημοτικιστής… Μιλούσε πολλές φορές για το Πανεπιστήμιο τής Αθήνας, για τον Χατζιδάκι, τον Κόντο, για τον Ψυχάρη και άλλες μορφές τής τέχνης και τής ελληνικής λογοτεχνίας».

syllogos1912 

Ο Σύλλογος Διδασκόντων τού εξωτερικού Αρσακείου το 1912. Μεταξύ αυτών διακρίνεται ο Δημήτρης Γληνός.(Αρχείο ΦΕ)

Το 1908 παντρεύτηκε την Άννα Χρόνη, κόρη τού εύπορου γιατρού που τον είχε βοηθήσει οικονομικά στις σπουδές του. Τον Αύγουστο τού 1909 αναχώρησε με τη σύζυγο του για την Ιένα τής Γερμανίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Εκεί ο Γληνός άρχισε να μελετά για τον μαρξισμό. Μετά την Iένα πήγε στη Λειψία με σκοπό να εκπονήσει διδακτορική διατριβή με τον Wundt και με θέμα «Τα αισθήματα τής ακοής και η ένταση τής προσοχής». Όμως, λόγω οικονομικών προβλημάτων επέστρεψε το 1911 στην Αθήνα. Τότε, για λόγους βιοπορισμού, διορίστηκε αρχικά δάσκαλος στο γυμνάσιο τής Πλάκας και στη συνέχεια καθηγητής στο Αρσάκειο. Ο γοητευτικός τρόπος διδασκαλίας του συγκλόνισε και τις Αρσακειάδες, οι οποίες μιλούσαν πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Από να φωτογραφικό λεύκωμα τού 1912, που έχει διασωθεί ώς τις μέρες μας, έχουμε 2 φωτογραφίες του. Η μία με τις μαθήτριές του και η άλλη με τον Σύλλογο διδασκόντων.

 glinos3

Φωτογραφία τού 1912. Ο Δημήτρης Γληνός με μαθήτριές του στο Αρσάκειο (Αρχείο ΦΕ)

Οι σοσιαλιστικές ιδέες διαδίδονταν στην ελληνική κοινωνία και έπαιρναν πολιτική μορφή. Το 1908 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Κοινωνιολογική Εταιρεία» από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Το 1910 ιδρύθηκε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, με βασικό αίτημα την εισαγωγή τής δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τον Γληνό, ο οποίος με την επιστροφή του στην Ελλάδα είχε αρχίσει να αρθρογραφεί στο «Δελτίο» τού Ομίλου.

Το 1911, με το άρθρο 107 τού Συντάγματος, επίσημη γλώσσα τού κράτους ορίσθηκε εκείνη στην οποία συντάσσονταν «το πολίτευμα και τα κείμενα τής ελληνικής νομοθεσίας», δηλαδή η καθαρεύουσα. Το 1912 ο υπουργός Παιδείας I. Tσιριμώκος ζήτησε από τον Γληνό να του εκθέσει τις απόψεις του σχετικά το εκπαιδευτικό σύστημα και τον διόρισε διευθυντή τού Διδασκαλείου Mέσης Eκπαίδευσης. O Γληνός δημιούργησε δύο παιδαγωγικά φροντιστήρια, στα οποία προσπαθούσε να εισαγάγει νέες μεθόδους διδασκαλίας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν από το κίνημα τής προοδευτικής αγωγής και το Σχολείο Εργασίας. O K. Bάρναλης, ως μαθητής του, περιγράφει την πνευματική του φυσιογνωμία: «Αξέχαστα χρόνια! H πλειότητα των μετεκπαιδευμένων είμαστε νέοι, ζωηροί, γεμάτοι, πιστοί στον δημοτικισμό, στην ελευθερία τού πνεύματος, στην πρόοδο τού έθνους. Aυτόν τον αέρα τής δημιουργικής πίστης και τής γόνιμης δράσης μάς τον εμφυσούσε ο Γληνός. Μόνη η αυτοκυριαρχημένη παρουσία του, η γαλήνη του ασκούσανε μιαν ακαταμάχητη γοητεία σ’ όλους... Γιατί ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα υπέροχος δάσκαλος και δημιουργός, ήτανε και άφθαστος ομιλητής... O Γληνός είχε καθαρές ιδέες κι ήξερε να τις αναπτύσσει παστρικά και με τέχνη. O λόγος του γοήτευε με την αντικειμενικότητα των αληθειών του, με τη μαστοριά τού ύφους του και με τη θέρμη τής πίστης του...».

Το 1913, ύστερα από πρόσκληση τού υπουργού Παιδείας I. Tσιριμώκου (κυβέρνηση Βενιζέλου), ο Γληνός συνέταξε την εισηγητική του έκθεση και το κείμενο των νομοσχεδίων που έμειναν στην Ιστορία τής Εκπαίδευσης ως «Νομοσχέδια τού 1913».

Τον Σεπτέμβριο τού 1916 επιστρατεύθηκε για έναν μήνα και τον Οκτώβριο παραιτήθηκε από τη διεύθυνση τού Διδασκαλείου. Οι βασιλικοί θεώρησαν την παραίτηση του ως προσχώρηση στην Εθνική Άμυνα. Έτσι, τον Νοέμβριο τού 1916 φυλακίστηκε, αλλά τον Ιανουάριο τού 1917 αποφυλακίστηκε και, με πρόσκληση τού Βενιζέλου, έφυγε οικογενειακώς για Θεσσαλονίκη. H επαναστατική κυβέρνηση τον διόρισε πρόεδρο τού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.

Αρχές Ιουνίου τού 1917 ο γαλλικός στόλος ανέτρεψε τον βασιλιά Κωνσταντίνο. O Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός, ο Αβέρωφ υπουργός Παιδείας, ο Γληνός γενικός γραμματέας τού Υπουργείου Παιδείας και οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης διορίστηκαν ανώτεροι Επόπτες Παιδείας. Τα τρία χρόνια τής κυβέρνησης Βενιζέλου (1917-1920) ο Γληνός αγωνίστηκε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Την περίοδο αυτή γράφτηκαν το αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» και το αλφαβητάριο «O Ήλιος», τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε ως «Ανατολή νέου κόσμου... κρήμνισμα ειδώλων, μεταβολή συστημάτων... Τα αναγνωστικά αυτά όχι μόνο είναι γραμμένα στη δημοτική, αλλά μπάζουν νέο πνεύμα στο σχολείο, φέρνουν τα παιδιά κοντά στη φύση και τη ζωή, στη χαρά και τη δράση, τα μαθαίνουν να αυτενεργούν, να καλλιεργούν το κοινωνικό συναίσθημα».

Το 1922, επί δικτατορίας τού Θ. Πάγκαλου, επανήλθε στο Υπουργείο Παιδείας αλλά απολύθηκε το 1926. Ξεκίνησε να εκδίδει το περιοδικό «Αναγέννηση», στο οποίο δημοσιεύτηκε η «Ασκητική» τού Ν. Καζαντζάκη. Από το 1930 άρχισε να ασχολείται ενεργά με την πολιτική και αντιμετώπισε ταλαιπωρίες ακόμη και εξορίες. Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 1943 στην Αθήνα.

Το Διεθνές Γραφείο εκπαίδευσης τής Ουνέσκο συμπεριέλαβε τον Δ. Γληνό στους 100 πιο σημαντικούς διανοούμενους πολιτικούς δημοσιολόγους που με τη δράση τους συνέβαλαν στη βελτίωση τής εκπαίδευσης .

 

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος – ιστορικός