Γενικά
Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1836, για να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην εκπαιδευτική πραγματικότητα τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους, την έλλειψη σχολείων θηλέων. Ο στόχος αυτός φαινόταν όραμα ουτοπικό και προκλητικό μέσα στις συνθήκες τής εποχής, σε ένα κράτος που μόλις είχε συσταθεί και σε μία κοινωνία που αγωνιζόταν για τα στοιχειώδη μετά από έναν αιματηρό απελευθερωτικό αγώνα. Ωστόσο, ακριβώς για τον σκοπό αυτό συστάθηκε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
Εμπνευστές τής ιδέας τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας υπήρξαν τρεις φωτισμένοι «δάσκαλοι»: ο Ιωάννης Κοκκώνης, παιδαγωγός με μεγάλη εκπαιδευτική, διοικητική και οργανωτική εμπειρία, ο Διδάσκαλος τού Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, εκπαιδευτικός και λόγιος, δάσκαλος και συγγραφέας, και ο ιερωμένος Μισαήλ Αποστολίδης, με παράλληλη θεολογική, συγγραφική και εκπαιδευτική δραστηριότητα. Η πρόταση των τριών πρωτοπόρων συνάντησε τη θετική ανταπόκριση των επιφανέστερων ανδρών τής εποχής. Συνολικά εβδομήντα τρεις αγωνιστές τής Επανάστασης, επίσκοποι, πολιτικοί, υπουργικοί σύμβουλοι, δικαστικοί και λόγιοι ίδρυσαν την «εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικήν Εταιρείαν», τής οποίας η δράση επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα.
Η ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας
Το ιστορικό πλαίσιο
Το αναδυόμενο από την τέφρα του ελληνικό κράτος βρισκόταν σε πολύ δυσχερή κατάσταση. Οι πληγές τής δουλείας και τού πολέμου ήταν ακόμα ανοιχτές, τα σύνορα μόλις είχαν προσδιοριστεί, η δολοφονία τού Κυβερνήτη λίγα χρόνια πριν είχε γεμίσει τον τόπο με αβεβαιότητα. Το 1832, με τη Συνθήκη τού Λονδίνου, ο Όθων ανακηρύχθηκε απόλυτος μονάρχης τής Ελλάδας, και το 1833 αφίχθη στην τότε πρωτεύουσα, το Ναύπλιο.
Πρωτεύουσα τού νεοσύστατου κράτους ορίστηκε η ιστορική πόλη των Αθηνών, γιατί όπως έγραψε και ο George Ludwig Maurer, «Ποιος Βασιλιάς θα μπορούσε να διαλέξει άλλη έδρα για την κυβέρνησή του, τη στιγμή που έχει στα χέρια του την πνευματική έδρα τού κόσμου;». Όμως η πόλη που ανελάμβανε την πρωτοκαθεδρία τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε τίποτα δε θύμιζε την παλαιά της δόξα.
Οι Αθηναίοι άκουσαν την είδηση με ενθουσιασμό και έσπευσαν να κάνουν δοξολογία στον ναό τού Αγίου Γεωργίου που στεγαζόταν τότε στο «Θησείο», τον αρχαίο ναό κοντά στην Αγορά. «Καιρός είναι, καιρός είναι ν΄ αναλάμψουν αι Αθήναι» αναφωνεί ο Αλέξ. Σούτσος, απηχώντας τα συναισθήματα πολλών για τη μεγάλη αλλαγή.
Από την 1η Δεκεμβρίου τού 1834 η πόλη των Αθηνών ανακηρύχθηκε «Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα». Όλες οι αρχές και δημόσιες υπηρεσίες μεταφέρθηκαν από το Ναύπλιο και για τη στέγασή τους έγιναν εξώσεις και επιτάξεις, κάτι που προκάλεσε πολλές τριβές. Η άφιξη νέων κατοίκων προκάλεσε, επίσης, στεγαστικό πρόβλημα, όμως η χαρά και ο ενθουσιασμός για την αναβάθμιση τής πόλης ήταν μεγάλος.
Η υποδοχή του Όθωνα στην Αθήνα. Πίνακας του Φον Εςς
Ο Λαμαρτίνος, κατά την επίσκεψή του το 1832, λέει για την πόλη των Αθηνών: «Προχωρήσαμε λίγο και μπήκαμε στην πόλη, δηλαδή σ’ έναν μπερδεμένο λαβύρινθο από στενοσόκακα στρωμένα, με γκρεμισμένους τοίχους, σπασμένα κεραμίδια, πέτρες και μάρμαρα ριγμένα ανάκατα». Όμως, όπως παρατηρεί και ο Στ. Γαλάτης [1], σ’ αυτήν την ερειπωμένη από τις συνεχείς πολιορκίες πόλη, «επί των ερειπίων τής "Εστίας των Φώτων" τού Περικλέους και "τής κατειδώλου πόλεως" τού Αποστόλου Παύλου άρχισε να κτυπά η καρδιά τού νέου ελληνικού κράτους».
Και η νέα αυτή περίοδος για τον τόπο αποτελεί έναρξη όχι μόνο νέου τρόπου ζωής αλλά και νέων αντιλήψεων και θεσμών. Επί Τουρκοκρατίας οι γυναίκες ασχολούντο με τις δουλειές τού σπιτιού. Απέφευγαν να κυκλοφορούν στους δρόμους αφ’ ενός λόγω τού φόβου των Τούρκων αφ’ ετέρου λόγω τής επίδρασης των τουρκικών εθίμων, τα οποία δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να έρχονται σε επικοινωνία με άνδρες.
Τα αυστηρά αυτά έθιμα είχαν ριζώσει τόσο πολύ ώστε ακόμα και τα τελευταία χρόνια τού 19ου αιώνα «αι θυγατέραι των μάλλον κοινωνικώς προηγουμένων οικογενειών εξήρχοντο εις περίπατον τας πρώτας μεταμεσημβρινάς ώρας συνοδευόμεναι υπό των μητέρων ή παιδαγωγών των εις εξωτερικάς τής πόλεως λεωφόρους (Κηφισίας, Πατησίων, Φαλήρου), απαγορευομένου αυστηρώς εις αυτάς όπως χαιρετίσωσι μετά μειδιάματος και τους τυχόν συναντωμένους στενούς αυτών άρρενας συγγενείς»…
Επί Τουρκοκρατίας, εξάλλου, τα σχολεία που υπήρχαν προορίζονταν κυρίως για άρρενες μαθητές. Μόνο οι κόρες των πλουσίων οικογενειών έπαιρναν στοιχειώδη μόρφωση. Οι ελάχιστες προσπάθειες οργάνωσης σχολείων για κορίτσια δεν ήταν αρκετές για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Έτσι όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα το γυναικείο φύλο ήταν εντελώς απαίδευτο. Η ελληνική κυβέρνηση βρήκε τα πάντα σε χαώδη κατάσταση και είχε τόσα πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει, ώστε το θέμα τής εκπαίδευσης των Ελληνίδων σίγουρα δεν βρισκόταν ψηλά στον πίνακα των προτεραιοτήτων της. Έτσι μερίμνησαν γι΄ αυτό αρχικά ξένοι φιλέλληνες και κυρίως Αγγλικανοί ιεραπόστολοι που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Παράλληλα μεγάλη άνθηση παρουσίαζε και ο θεσμός τής «οικοτρόφου παιδαγωγού». Επηρεασμένοι μάλιστα από τα νεοφερμένα ευρωπαϊκά ήθη, τα οποία έφθασαν στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς, αλλά και από τους Έλληνες που επέστρεφαν από τις ελληνικές κοινότητες τού εξωτερικού, προτιμούσαν Αγγλίδες, Γαλλίδες ή Ελβετίδες παιδαγωγούς.
Τότε ήταν που ο Ιωάννης Κοκκώνης, Διευθυντής των Δημοτικών Σχολείων, βλέποντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το κράτος, συνέλαβε την ιδέα τής δημιουργίας μιας εταιρείας τα μέλη τής οποίας, διά των εισφορών τους, θα βοηθούσαν την πατρίδα να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στον χώρο τής παιδείας.
Το ξεκίνημα
Ο Στ. Γαλάτης δίνει μια προσωπική άποψη τής ιδρύσεως τής Φ.Ε. γράφοντας στην Ιστορία του: «Μιαν ωραίαν πρωΐαν τής Ανοίξεως τού έτους 1836, δύο μόλις έτη μετά την εν Αθήναις εγκατάστασιν τής πρωτευούσης, ο Ιωάννης Κοκκώνης ενεπνεύσθη μιαν μεγαλεπήβολον ιδέαν». Την τοποθέτηση τής έμπνευσης τού Κοκκώνη κατά την περίοδο τής άνοιξης δικαιολογεί ο Γαλάτης, ισχυριζόμενος ότι μόνο η ανοιξιάτικη φύση είναι ικανή να εμπνεύσει τέτοιες σπουδαίες και παραγωγικές ιδέες…
Τις σκέψεις του ο Ιωάννης Κοκκώνης τις μοιράστηκε με τον Γεώργιο Γεννάδιο, δάσκαλο τού Γένους, Διευθυντή τού πρώτου σχολείου αρρένων, μια ηγετική εκπαιδευτική μορφή τού ελεύθερου κράτους, και τον Αρχιμανδρίτη, και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Μισαήλ Αποστολίδη, κληρικό με βαθιά ορθόδοξη και ελληνική μόρφωση, ο οποίος παρέμεινε εισηγητής τής «επί των Σχολείων Επιτροπής» μέχρι το 1844. Οι τρεις αυτοί άνδρες γρήγορα μοιράστηκαν τις ιδέες τους με 70 άλλους ενθουσιώδεις Έλληνες, «εν γένει μεγίστης απολαύοντας παρά τη κοινωνία τιμής διά τας προς το έθνος υπηρεσίας των και την πολυμερή κοινωνικήν δράσιν των», και έτσι δημιουργήθηκε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, τής οποίας, όπως αναφέρεται και στον «Διοργανισμό» της, σκοπός ήταν «η πρόοδος των δημοτικών σχολείων και η στοιχειώδης εκπαίδευσις τού λαού», «να ευκολύνη την πρόοδον των δημοτικών σχολείων και την διάδοσιν τής στοιχειώδους παιδείας», «να προμηθεύη τα αναγκαία προς τούτο στοιχειώδη βιβλία», «να ενισχύῃ και να ανταμείβῃ τους συγγραφείς ή μεταφραστάς των τοιούτων βιβλίων», «να διεγείρῃ την άμιλλαν των μαθητών και την φιλοτιμίαν τών δημοδιδασκάλων δι’ ενιαυσίων βραβείων», «να φροντίζῃ περί τής τελειοποιήσεως τής μεθόδου τού διδάσκειν» και «να βοηθή εις τον πολλαπλασιασμόν των δημοτικών σχολείων».
Τα πρώτα μέλη
Μεταξύ των πρώτων εκείνων μελών ήταν και οι: Αναστάσιος. Πολυζωίδης, Αλέξανδρος. Ραγκαβής, Ιωάννης Βούρος, Γεώργιος. Αινιάν, Κωνσταντίνος. Σχινάς, Σταμάτιος. Δάρας, Γεώργιος. Καραμάνος, και Νικόλαος. Κωστής. Ενώ σύντομα μέλη τής Φ.Ε. έγιναν και ο Θεόδωρος. Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος. Πλαπούτας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Νικόλαος Σταματελόπουλος κ.ά.
Εάν αναλογισθεί κανείς ποια ήταν η κατάσταση τής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, καθώς και το ποιοι ήταν οι πόροι τού κατά πάντα εξαντλημένου κράτους που προσπαθούσε να στηριχθεί πάνω στα καπνίζοντα ερείπια, δεν θα εκπλαγεί για τους στόχους που ετέθησαν στο πρώτο κεφάλαιο τού «Διοργανισμού». Η ευρύτητα των στόχων που καλείται να καλύψει η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αποδεικνύει τη γνώση αυτών που συνέταξαν τον «Διοργανισμό» για τα προβλήματα τής εκπαίδευσης.
Η «εκπαίδευση των κορασίων»
Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τον Ιωάννη. Κοκκώνη, τότε Γραμματέα τού Δ.Σ., να πείσει το Δ.Σ. τής Φ.Ε. να εστιάσει τις προσπάθειές του στην «εκπαίδευση των κορασίων»; Όπως γράφει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του, ο Ιωάννης Κοκκώνης ανήκε στη μερίδα των λεγομένων φιλορθοδόξων και αντιμετώπιζε με μεγάλη δυσπιστία τους Διαμαρτυρόμενους και Αγγλικανούς ιεραποστόλους που έσπευσαν να δημιουργήσουν σχολεία κορασίων, μονοπωλώντας ουσιαστικά τη γυναικεία εκπαίδευση, διότι το κράτος δεν είχε τη δυνατότητα να αναλάβει καμία πρωτοβουλία επί τού θέματος. Μάλιστα «η φιλόθρησκος αύτη ανησυχία τού Κοκκώνη εχώρει μέχρις αδίκου πολλάκις υπερβολής».
Όποια και αν είναι η αλήθεια, ο Αναστάσιος Διομήδης Κυριακός, με άρθρο του στο περιοδικό «Εστία» [2] «επί τη πεντηκονταετηρίδι τού Αρσακείου», τοποθετεί στη σωστή της βάση την αξία τής πρωτοβουλίας τού Κοκκώνη, και κατ’ επέκταση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, να οργανώσει την εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα:
«Η ελληνική κυβέρνησις, … οφείλουσα να οργανώση την διοίκησιν τού τόπου, δέν ηδύνατο να μεριμνήσῃ περί πάντων, δεν ηδύνατο να αναλάβη ευθύς και τούτο το βάρος τής γυναικείας εκπαιδεύσεως… Περί τής γυναικείας εκπαιδεύσεως επεχείρησαν κατά πρώτον να μεριμνήσωσι ξένοι φιλέλληνες εγκαταστάντες εν Ελλάδι και δή πρώτος ο αοίδιμος Χιλλ, ιδρύσας το υπό το όνομα αυτού μέχρι σήμερον υπάρχον Παρθεναγωγείον… Αλλά το Παρθεναγωγείον τούτο δεν ηδύνατο να επιληφθή άλλως τής παρ’ ημίν γυναικείας εκπαιδεύσεως ή εν σμικρώ μέτρω. Αλλ’ η Ελλάς είχεν ανάγκην μεγάλου, ελληνικού εθνικού εκπαιδευτηρίου κεκτημένου κύρος, κεκτημένου χαρακτήρα τελείως ελληνικόν και δυναμένου να εργασθή επί ευρυτάτων βάσεων αναλόγως προς τας μεγάλας ανάγκας αίτινες έμελλον να πληρωθώσιν. Η Ελλάς είχεν ανάγκην μεγάλου γυναικείου Διδασκαλείου, το οποίον να δώση τη Ελλάδι και άπαντι τω Ελληνισμώ τής Ανατολής τας αναγκαίας διδασκαλίσσας, αίτινες να αναλάβωσι την δημοτικήν εκπαίδευσιν τής γυναικείας νεολαίας απάσης τής Ελλάδος.» Όποιο και αν ήταν, λοιπόν, το κίνητρο που ώθησε τον Ιωάννη Κοκκώνη να εμπνευσθεί την ίδρυση ενός ελληνικού παρθεναγωγείου, η έμπνευση εκείνη, όπως λέει και ο Γαλάτης, «ήτο η σύλληψις ενός μεγάλου γεννήματος όπερ έκτοτε εμεγάλωσε και εκραταιώθη επί μίαν εκατονταετίαν» ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, επί 180 χρόνια.
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
Φιλόλογος - Ιστορικός
[1] Ο Στέφανος Γαλάτης έγραψε ανέκδοτη Ιστορία τής Φ.Ε. από την ίδρυση της μέχρι τον εορτασμό τής εκατονταετίας.
[2] Εστία, τ.ΚΒ, αρ. 564, 19 Οκτωβρίου 1886, σ. 659-663