Εκτύπωση
Κατηγορία: Μικρασιατικά
Εμφανίσεις: 900

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο «Μικρασιατικός Ελληνισμός και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία 1836-1900» (τόμος Α΄) τής φιλολόγου Μαρίας Ν. Βαϊάννη, έκδοση τής Ενώσεως Σμυρναίων Αθηνών. 
Ευχαριστούμε τη συγγραφέα κ. Μ. Βαϊάννη και τον Πρόεδρο τής Ενώσεως Σμυρναίων Αθηνών Γεώργιο Αρχοντάκη, διότι μας παραχώρησαν την άδεια να αναρτήσουμε στο αφιέρωμά μας κεφάλαια από τον Α΄ και Β΄ τόμο τού βιβλίου. 

 

Μαθήτριες μικρασιατικής καταγωγής τα Σχολεία τής ΦΕ μέχρι το 1900

 

Στην ενότητα που προηγήθηκε, επιδιώχθηκε να καταδειχθεί, από τα υπάρχοντα στο Αρχείο τής ΦΕ στοιχεία, η αξιολογότατη και πολυεπίπεδη συμβολή τού Μικρασιατικού Ελληνισμού στην προσπάθεια που κατέ­βαλε η Εταιρεία να θεμελιώσει στην Ελλάδα τη γυναικεία εκπαίδευση.

Η προσπάθεια αυτή σε σύντομο χρονικό διάστημα απέδωσε πλούσι­ους καρπούς, με πρώτο ενδεικτικό αποτέλεσμα την αύξηση τού αριθμού των μαθητριών από την κυρίως Ελλάδα και από τοω χώρο τού αλύτρω­του Ελληνισμού. Οι μαθήτριες αυτές στην πλειονότητά τους αποσκοπούσαν στην απόκτηση πτυχίου και στην άσκηση τού επαγγέλματος τής δασκάλας· άλλωστε την εποχή εκείνη η ζήτηση διδασκαλισσών ήταν μεγά­λη σε όλο τον χώρο τού Ελληνισμού, ελεύθερου και μη.

Υπογραμμίζει χαρακτηριστικά η Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου: «Στα 1840, τρία χρόνια μετά την ίδρυση τού σχολείου, ο αριθμός των μαθη­τριών είχε φτάσει τις 64. Η αύξηση συνεχίζεται και κατά τα επόμενα χρό­νια με ανάλογους ρυθμούς. Από το 1847 έως το 1858, ο αριθμός των μα­θητριών, τόσο στο αλληλοδιδακτικό όσο και στο ανώτερο τμήμα, είχε σχεδόν τριπλασιαστεί. Στις αρχές τού σχολικού έτους 1847-48 μάλιστα, το Διοικητικό Συμβούλιο τύς Εταιρείας αναγκάστηκε να δηλώσει στις εφη­μερίδες ότι δεν μπορεί να δεχτεί άλλες μαθήτριες “δι’ έλλειψιν τόπου”». Και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «ο μεγαλύτερος αριθμός από τις από­φοιτες τού Παρθεναγωγείου τής ΦΕ γίνονται δασκάλες» και ακόμη ότι «την εποχή αυτή παρατηρείται μεγάλη έλλειψη από δασκάλες, και η ζήτη­ση δεν περιορίζεται μόνο στο ελεύθερο κράτος, αλλά επεκτείνεται και στον υπόδουλο Ελληνισμό».

Κατά συνέπεια, είναι φυσικό να εντοπίζονται και μικρασιατικής κα­ταγωγής μαθήτριες στο Διδασκαλείο τής Φ.Ε., όπου οι εκπαιδευόμενες ήταν κατά κανόνα εσωτερικές, κυρίως υπότροφοι τής Εταιρείας, τής ελληνικής κυβερνήσεως ή και άλλων φορέων (δήμων, κοινοτήτων, συλλό­γων), χωρίς να αποκλείονται και εκείνες οι οποίες φοιτούσαν καταβάλλο­ντας μηνιαία δίδακτρα (σύσσιτοι).

Οι πηγές που μας πληροφορούν για την ύπαρξη μικρασιατικής κα­ταγωγής μαθητριών είναι τα Πρακτικά των συνεδριάσεων των Διοικη­τικών Συμβουλίων τής ΦΕ, όπου συζητούνταν οι αιτήσεις για χορήγηση υποτροφίας ή μείωσης διδάκτρων· σπανιότερα οι Εκθέσεις Πεπραγμένων των Γενικών Συνελεύσεων καθώς επίσης και τα υπάρχοντα Μαθητολόγια τού 19ου αι. των ετών 1870-1900 και τα Πρακτικά συνεδριάσεων των επί πτυχίω εξετάσεων των μαθητριών Εσωτερικού και Εξωτερικού Διδασκα­λείου τής ΦΕ, όπου, εκτός των άλλων στοιχείων, αναγράφεται και ο τό­πος καταγωγής κάθε μαθήτριας. Επομένως, η μνεία των μικρασιατικής καταγωγής μαθητριών στηρίζεται στα υπάρχοντα (ελλιπή) στοιχεία και δεν μπορεί να διεκδικήσει το χαρακτήρα τής πληρότητας.

Παρά ταύτα, η αναφορά στις υπάρχουσες πηγές σε μικρασιατικής καταγωγής μαθήτριες είναι αρκετή για να συμπεράνει κανείς την απήχηση τού έργου τής Φιλεκπαιδευτικής στις συνειδήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων, τους ισχυρούς δεσμούς αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς επίσης και την επιθυμία τής Εταιρείας να διευκολύνει κατά το δυνατό και κατά περίπτωση τη φοίτηση Μικρασιατισσών μαθητριών στα Σχολεία της, εκτι­μώντας τη σημασία μιας τέτοιας προσφοράς.

Από τα στοιχεία επομένως που διαθέτουμε, θα μπορούσαμε να δια­κρίνουμε δύο ομάδες μικρασιατικής καταγωγής μαθητριών:

α) Εκείνες οι οποίες απασχόλησαν τα κατά καιρούς Διοικητικά Συμ­βούλια τής ΦΕ με το αίτημα χορήγησης υποτροφιών, έκπτωσης διδά­κτρων ή εξόδων εγκατάστασης ή άλλης, κατά περίπτωση, ειδικής διευκό­λυνσης    και

β) Εκείνες των οποίων τα ονόματα και η ιδιαίτερη πατρίδα αναφέρονται στα υπάρχοντα Μαθητολόγια τού 19ου αιώνα.

Η ιδιαίτερη μνεία τής πρώτης ομάδας θεωρήθηκε σκόπιμη, διότι κα­ταδεικνύει τις εκπαιδευτικές ανάγκες, τις επιδιώξεις και τις γενικότερες τοποθετήσεις τού Μικρασιατικού Ελληνισμού σε θέματα παιδείας αφ’ ενός και την κατά το δυνατόν αντιμετώπισή τους εκ μέρους τής Φιλεκ­παιδευτικής Εταιρείας αφ’ ετέρου, παρά το ότι τα οικονομικά της δεν ήταν πάντα ιδιαιτέρως ανθηρά.

Αναλυτικότερα, ήδη από το 1837, πρώτο έτος λειτουργίας τού σχο­λείου τής Εταιρείας, αναφέρονται δύο υπότροφοι τής Φιλεκπαιδευτικής από τη Σμύρνη, η Σοφία Σαράντου και η Σοφία Τολίου, ενώ το 1838 «εισήχθη εις το κατάστημα» η Ελένη Δημητριάδου από τις Κυδωνιές.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το εκάστοτε Διοικητικό Συμβούλιο τής Εταιρείας υιοθετώντας συγκεκριμένη πλέον τακτική:

Από όσα, επομένως, διετυπώθησαν έως τώρα σχετικά με το θέμα των υποτρόφων, έγινε ήδη σαφές, με βάση τα αναφερόμενα στα Πρακτικά των Διοικητικών Συμβουλίων τής ΦΕ, ότι συχνά οι κοινότητες τού Μικρασιατικού Ελληνισμού έστελναν στο Αρσάκειο υποτρόφους τής επι­λογής τους, πολλές φορές κατόπιν διαγωνισμού, των οποίων ανελάμβαναν τα έξοδα διαμονής και φοιτήσεως, με την προϋπόθεση ότι θα επέστρεφαν και θα δίδασκαν, μετά το πέρας των σπουδών τους, στις ιδιαίτε­ρες πατρίδες τους. Δεν έλειπαν εξ άλλου και οι πρωτοβουλίες για απο­στολή υποτρόφων και ανάληψη των εξόδων τους και εκ μέρους πλούσιων ομογενών και παραγόντων τής Εκκλησίας και τής δημόσιας ζωής τού μικρασιατικού χώρου.

Μία άλλη παρατήρηση αφορά τη στάση τής Φιλεκπαιδευτικής. Επειδή η ζήτηση για εν μέρει ή εξ ολοκλήρου δωρεάν φοίτηση στα Σχο­λεία τής Εταιρείας ήταν μεγάλη, τα δε οικονομικά της δεν ήταν πάντοτε ιδιαιτέρως ανθηρά, η Φιλεκπαιδευτική υποχρεωνόταν, εκ των πραγμάτων, να τροποποιεί στα μέτρα των δυνατοτήτων της ή και να απορρίπτει (όχι ιδιαιτέρως συχνά) αιτήσεις για χορήγηση υποτροφίας ή παροχής οικονομικών διευκολύνσεων, όπως συνέβη, π.χ., στην περίπτωση τού ηγεμόνος Σάμου Αδοσίδου, τού οποίου αρνήθηκε να ικανοποιήσει την αίτηση, επειδή «ένεκεν τής οικοδομής δεν ηδύνατο να δαπανήση εις υποτροφίας».

Κατά κανόνα όμως, έχοντας επίγνωση τής εθνικής σημασίας τού έργου της, η Φιλεκπαιδευτική ανταποκρινόταν, παρά το οικονομικό κό­στος, με προθυμία στα αιτήματα των παραγόντων τής εκπαίδευσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού και έδινε την ευκαιρία σε μικρασιατικής κα­ταγωγής μαθήτριες να γίνονται κάτοχοι τής παιδείας τού επιπέδου που παρείχαν τα Σχολεία της. 

 

Μαρία Ν. Βαϊάννη
φιλόλογος - ιστορικός

(Από το βιβλίο «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία,1836-1900»)