H καθ’ ημάς Ανατολή

 

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια· οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια»

Γιώργος Σεφέρης

 

Η Μικρά Ασία με τα αρχαία και μεσαιωνικά ονόματα των επαρχιών και με τις μεγάλες πόλεις (ελληνικά ή τουρκικά ονόματα). Αρχείο Κ.Μ.Σ.
Από τη Διπλωματική εργασία της Αγάπης Μ. Ευδωρίδου με τίτλο "Ο ελληνισμός στη Νικομήδεια και την περιφέρεια της" που υποβλήθηκε το 2010 στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Τα ποιήματα είναι αρωγοί τής ιστορικής μνήμης. Λέγονται σαν παραμύθι από γενιά σε γενιά. Κάθε ποίημα έχει ιδιαίτερη αξία και κάθε λέξη τη δική της ιερή σημασία. Ποιητικές αφηγήσεις μάς γνώρισαν τους Ομηρικούς ήρωες, τον αγώνα ανθρώπων που αντιτάχθηκαν στη μοίρα τους, όπως ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη, και τον ηρωισμό τού Διγενή Ακρίτα. Με τον ίδιο τρόπο «τα σμυρνιώτικα, πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά»[1] θυμίζουν σε όλους μας σήμερα την καθ’ ημάς Ανατολή, τον τόπο καταγωγής πολλών Ελλήνων και τον τόπο δράσης πολλών σοφών, αγίων και ηρώων.

«Η Ελλάδα από τους αρχαίους χρόνους ήταν ένα έθνος με τόνο οικουμενικό, όχι μονάχα γιατί με τις αποικίες της έδενε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και γιατί με το πνεύμα της, τον στοχασμό και την τέχνη της, με τον πολιτισμό της δηλαδή, εξέφρασε για πρώτη φορά μέσα στην ιστορία τής ανθρωπότητας τον οικουμενικό άνθρωπο[2]

Πολύ πριν «απ’ την θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη την δοξασμένη» από την οποία βγήκε «ο ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας, οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας και οι εν Μηδία και οι εν Περσίδι. Και όσοι άλλοι»[3], τα παράλια τής Μικράς Ασίας ήταν η ανάσα τού Ελληνισμού, οι αποικίες, οι εμπορικοί σταθμοί, ο πλούτος. Η διαμάχη Ελλήνων και Περσών είχε αφορμή τη Μικρασία, γιατί η ελληνικότητα και ο πολιτισμός της αποτελούσαν την καρδιά τής Ελλάδας στην Περσία.[4] Το πέρασμα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου έφερε ακόμα περισσότερους Έλληνες στην περιοχή. Τη Ρωμαϊκή περίοδο από την περιοχή αυτή ξεκίνησε η διάδοση τού Χριστιανισμού. Εκεί βρίσκονται τα επτά μεγάλα χριστιανικά κέντρα και αυτός ήταν ο τόπος καταγωγής των περισσοτέρων αγίων και μαρτύρων. Η Μικρασία ήταν ο σιτοβολώνας τού Βυζαντίου και από τις ανατολικές επαρχίες της επανδρώνονταν τα στρατεύματα των «Θεμάτων». Στην Τουρκοκρατία, που κράτησε πεντέμισι αιώνες, η επιβίωση τής γλώσσας και τής θρησκείας κράτησε όρθιο το ελληνικό στοιχείο. Ακόμα και οι Καραμανλήδες στην Καππαδοκία, που ήταν υπό τουρκική κατοχή από τον 11ο αιώνα, όταν τους ετέθη το δίλημμα να επιλέξουν αν θα διατηρήσουν τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους, προτίμησαν να διατηρήσουν τη θρησκεία, γιατί μέσω αυτής θα διατηρούσαν και τη γλώσσα. «Ο Μικρασιατικός πολιτισμός κατακεραύνωσε την ιστορική αντιξοότητα» είπε πολύ σοφά η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ.

Priinhi

 Ο Ναός της Αθηνάς που ξεκίνησε ο Μαυσωλός και τον ολοκλήρωσε ο Μέγας Αλέξανδρος
στην Αρχαία Πριήνη. Στο βάθος ο Βράχος της Ακρόπολης. Wikipedia

 

Το Θέατρο της αρχαίας Μιλήτου  ( Aρχείο Αντ. Μαρκόπουλου)

 

Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν το τέλος τού Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οδήγησαν στην καταστροφή τής Σμύρνης και στη σφαγή πολλών Ελλήνων τής Μικράς Ασία. Ίσως η πιο εύγλωττη μαρτυρία για την σκληρότητα των γεγονότων τής εποχής είναι όσα έγραψε ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα τής ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος».

Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί τη µεγαλύτερη τραγωδία που γνώρισε ο νεότερος Ελληνισµός. Είχε ως αποτέλεσμα, από ελληνικής πλευράς, 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα κάτω από άθλιες συνθήκες, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.

«Με τι χαρά, με τι πνοή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας

λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή.»[5]

Στα ερείπια τής Σμύρνης έσβησε το όνειρο τής Μεγάλης Ιδέας. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε να στεγάσει και να περιθάλψει τον τεράστιο πληθυσμό των Μικρασιατών προσφύγων. Είχε όμως και την τύχη να υποδεχθεί 1.500.000 και πλέον υπέροχους, γνήσιους, συνειδητοποιημένους και εργατικούς Έλληνες, που τού χάρισαν μεγαλύτερη εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια και επέφεραν μεγάλες οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές.

Smyrni

Η προκυμαία της Σμύρνης  όπως αποτυπώνεται σε  ταχυδρομική κάρτα. Wikipedia

Σήμερα οι χαμένες πατρίδες είναι κλεισμένες στις ψυχές μας και αποτυπώνονται στα έθιμα και στις παραδόσεις, στη θρησκεία, τη μουσική, στον χορό, στα μνημεία, στα κειμήλια, με δύο λόγια στην ιστορία τού πολιτισμού, σ’ αυτό που ονομάζουμε συνείδηση και πολιτισμική ταυτότητα. Αυτή είναι η ιστορική μνήμη τού ανθρώπου. Οι γενιές των προσφύγων έχουν πλέον φύγει. Οι απόγονοί τους κρατούν στις ψυχές τους τα ακούσματα, τα βιώματα και κυρίως τα συναισθήματα, που πέρασαν στο DNA τους.

Ο Άγιος Νικόλαος στο Κελεμπέσι (Γκιούλμπαχτσέ) όπως είναι σήμερα ( Αρχείο Αντ. Μαρκόπουλου)

«Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό,·
την αρπαγή, τον δόλο, την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα τής αγάπης.·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε
…»[6].

Το 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τα γεγονότα τού 1922. Η κατάρρευση τού Μικρασιατικού μετώπου και η ήττα τού ελληνικού στρατού, που είχαν ως τραγική συνέπεια τον ξεριζωμό των ελληνορθόδοξων πληθυσμών τής Μικράς Ασίας, αποτυπώθηκε στα λογοτεχνικά έργα τής γενιάς τού Μεσοπολέμου ή τής Γενιάς τού ’30. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ι.Θ. Δημαράς: «Τα παιδιά των δεκαπέντε και των δεκαοχτώ χρόνων θα μεγαλώσουν ανήσυχα, ταραγμένα, χωρίς ιδανικά, χωρίς πίστη. [...] Από τις αντικρινές ακτές τού Αιγαίου ήρθαν άλλα παιδιά· μέσα στην ψυχή τους ζει το νοσταλγικό δράμα τής χαμένης κοιτίδας. Και μεγαλώνουν κι αυτά μέσα στους καημούς και μέσα στην ταραχή». Αυτή η «σκιά στην ψυχή» κινητοποίησε κατά τον Δημαρά τούς λογοτέχνες τής Γενιάς τού ’30 να προσεγγίσουν τα λογοτεχνικά πράγματα με σοβαρότητα και συναίσθηση τής ευθύνης. Στόχος τους ήταν να παραμείνει ζωντανή η ανάμνηση και να διατηρηθεί στην προσωπική και τη συλλογική μνήμη όλων.

Agia fotini

Το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη. Wikipedia

Το αφιέρωμα που ακολουθεί αναφέρεται στις αμφίδρομες σχέσεις τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας με τον Ελληνισμό τής Ανατολικής Θράκης και τής Μικράς Ασίας. Και ίσως τότε καταλάβουμε πόσο συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό ήταν η «Ελληνίς Ανατολή» που αναφέρεται στον στίχο τού Διονύση Σαββόπουλου και συνειδητοποιήσουμε ότι:

«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη τής
Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμα.                                                                                                                                                         

Κ. Καβάφης, «Ιωνικόν»

 

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος ‒ ιστορικός

  • Οι πηγές τού κειμένου υποσημειώνονται.

[1] Κωστή Παλαμά, «Ανατολή»

[2] Κώστα Τσιρόπουλου, «Η μαρτυρία τού ανθρώπου», Αθήνα 1967

[3] Κωνσταντίνου Καβάφη, «Στα 200 π.Χ.»

[4] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ομιλία για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκφωνήθηκε στο Μουσείο τής Φιλιώς Χαϊδεμένου στη Νέα Φιλαδέλφεια στο πλαίσιο τής εκδήλωσης τού ΣΜΝΦ με τίτλο «Μικρασία, 91 χρόνια μετά».

[5] Γιώργου Σεφέρη, «Άρνηση»

[6] Γεωργίου Σεφέρη: «Στη Σαλαμίνα της Κύπρος»

Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και ο προσφυγικός Ελληνισμός

 

«Είμαστε ένας τόπος που η μοίρα του είναι να πληρώνει την κίνηση της ιστορίας με πόνο και αίμα. Απ’ τους παλαιούς μας χρόνους έρχονται οι ενθυμήσεις, τα παραμύθια και τα δάκρυα. Οι μητέρες μας, για ν’ αποκοιμίσουν τα παιδιά τους, δεν έχουν να τούς λένε χαρούμενα παραμύθια για πουλιά και για δάση. Τούς λένε για αραπάδες και για κουρσάρους, για σφαγές και για πείνα. Όλα σ’ εμάς εδώ υπάρχουν για να θυμίζουν. Είμαστε ένας λαός της μνήμης. Αυτό είναι η πηγή της λύπης και της περηφάνιας μας… Λοιπόν –λέμε στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου– αν ζητάτε να σβήσουμε την ιστορία μας, το συναξάρι και το μαρτυρολόγιό μας, αυτό δεν το μπορούμε. Όμως ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο τίμιο και βαθύ: μπορούμε να μη μνησικακούμε. Γι’ αυτό, χωρίς να σβήσουμε την ιστορία μας, εμείς τη συναδελφοσύνη των λαών μας θα τη βοηθήσουμε έτσι: θα βάλουμε στο μερίδιό μας όλα όσα υποφέραμε, τόσους αιώνες μίσους, τη λύπη μας και τον ξεριζωμό μας. Και απ’ την άλλη θα βάλουμε την αγάπη μας για την ειρήνη, τη συνείδηση της ανάγκης να μη βρεθούνε πια οι λαοί μας σε πόλεμο και σε εξολοθρεμούς.

(Ηλίας Βενέζης, «Μικρασία», Χαίρε», σ. 156-157)

Από τις αρχές τού 1921, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την απόβαση τού ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, όλα έδειχναν να μεταβάλλονται δραματικά. Η κυβέρνηση είχε αλλάξει από τον Νοέμβριο τού 1920, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, η οποία έμπαινε όλο και πιο βαθιά σε μια περιπέτεια.

Η παραλία της Σμύρνης όπως απεικονίζεται σε παλαιό επιστολικό δελτάριο

Το ελληνικό κράτος, με ολοένα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα, με μια κοινωνία εξαντλημένη έπειτα από δέκα συνεχή χρόνια πολέμων, διπλωματικά αποδυναμωμένο και απομονωμένο, αγωνιζόταν με κάθε τρόπο να βρει λύση στα προβλήματά του. Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι καλλιεργούσαν φιλικές σχέσεις με την Ιταλία και την Γαλλία αλλά και με την νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση. Η φρίκη τού πολέμου σήμανε το τέλος τής καθημερινότητας που βίωναν οι Έλληνες τής Μικράς Ασίας στο παρελθόν. Η σφαγή των Ελλήνων στην Σμύρνη και τις άλλες παραλιακές πόλεις και η καταστροφή τής Σμύρνης δεν ήταν παρά η κορύφωση τού δράματος.

Η έλευση στον ελλαδικό χώρο των Ελλήνων προσφύγων από την ευρύτερη Μικρά Ασία, συμπεριλαμβανομένων και των πληθυσμών από τον Πόντο, δημιούργησε καινούργια δεδομένα για το ελληνικό κράτος.Δέκα χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους  του 1912-13 ο ελληνικός στρατός πολεμούσε ακόμα. Όπως διαβάζουμε σε μυθιστορήματα τής Διδώς Σωτηρίου και τού Ηλία Βενέζη, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και πολλές φορές με εχθρότητα από την πλευρά των ντόπιων. Ο κόσμος κουρασμένος διαπίστωνε ότι είχε φτάσει το τέλος τού ονείρου. Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που είχε συμφωνηθεί στην Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπήρξαν γεγονότα δραματικά, τραγικά, τραυματικά, χωρίς προηγούμενο. Η τραγικότητά τους έμεινε στην μνήμη όχι μόνο όσων τα έζησαν, αλλά και των νεότερων γενεών. Ο πόνος που φώλιασε στις καρδιές δεν τους άφησε να συνειδητοποιήσουν και να κατανοήσουν μια μεγάλη αλήθεια. Η αποκατάσταση και η αφομοίωση των προσφύγων τής Μικρασιατικής καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα τού νεοελληνικού κράτους. Η έλευσή τους στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό, να τονωθούν τομείς όπως η οικονομία και να γίνουν αλλαγές στην κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική ζωή. Η προσφορά των προσφύγων υπήρξε σημαντική, καθώς πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στο εμπόριο, στην βιομηχανία, στην ναυτιλία, στα γράμματα και στις τέχνες. Παράλληλα, τονώθηκαν από έναν πληθυσμό καινούργιο, εργατικό και δημιουργικό όλες οι περιοχές τής Ελλάδας, δημιουργήθηκαν τα πρώτα μεγάλα αστικά κέντρα και σύντομα η Ελλάδα μπήκε στον δρόμο τής ανασυγκρότησης.

Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκατεστημένοι σε θεωρεία του Δημοτικού θεάτρου στην Αθήνα, λίγο μετά την καταστροφή. (απο το Αρχείο της ΕΡΤ)

Τα πρώτα χρόνια τού 20ού αιώνα ο Μικρασιατικός Ελληνισμός συνάντησε μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των οποίων η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία βοήθησε με κάθε τρόπο. Κατόπιν αιτήσεως της Υγειονομικής Υπηρεσίας, παραχώρησε την αίθουσα τελετών τού Εξωτερικού Σχολείου, όπου λειτουργούσε το Ε΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο, (Πρ. ΔΣΦΕ 8/5/1921), ενίσχυσε και συνέδραμε (Πρ. ΔΣΦΕ, 28/5/1922) τον «Κυανού Σταυρό», ίδρυμα που λειτουργούσε υπό την προεδρία τής πριγκίπισσας Ελένης τού Νικολάου, και προσέφερε 1.000 δρχ «υπέρ των εν μετώπω αγωνιζομένων στρατιωτών».

Ο Ηλίας Βενέζης γράφει στο βιβλίο του «Μικρασία, Χαίρε» για τα γεγονότα τού 1922: «Μια από τις συγκλονιστικές σελίδες τής νεώτερης ιστορίας μας άρχισε. Έχει την οικονομία αρχαίου δράματος, την αμείλικτη αναγκαιότητά του, την κορύφωση τού πάθους και τής λάμψεως, την πυκνότητα τής δράσεως. Και στο βάθος το πεπρωμένο πού ελλοχεύει».

Τα γεγονότα τού 1922 άνοιξαν νέα περίοδο στις σχέσεις τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας με τον Μικρασιατικό Ελληνισμό. Για μία ακόμη φορά η Φ.Ε. υιοθέτησε συγκεκριμένη τακτική στο πρόβλημα των προσφύγων. Το πρώτο κύμα προσφύγων προκλήθηκε από την αλλαγή πολιτικής τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα ακολούθησε την Μικρασιατική καταστροφή (1922) και την Συνθήκη τής Λωζάννης, που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923). Είχε φθάσει δυστυχώς η στιγμή η Φ.Ε. να ανταποδώσει στον Μικρασιατικό Ελληνισμό μέρος τής δικής του στήριξης κατά το παρελθόν. Γι’ αυτό έσπευσε να συνδράμει τους πρόσφυγες προσφέροντας ως βοήθημα ένα γενναίο χρηματικό ποσό και καθιερώνοντας και στα 3 σχολεία της, Αθήνας, Κέρκυρας, Λάρισας, σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις νεαρές προσφυγοπούλες. Στα Πρακτικά τής Φ.Ε. διαβάζουμε ότι προσέφερε:

  1. Δωρεάν φοίτηση για 10 πρόσφυγες μαθήτριες εσωτερικές.
  2. Δωρεάν φοίτηση στα Εξωτερικά Σχολεία τής Φ.Ε.
  3. Ελάττωση τροφείων των συσσίτων προσφύγων μαθητριών.
  4. Δωρεάν φοίτηση και στα επαρχιακά Εξωτερικά Σχολεία τής Εταιρείας προσφύγων μαθητριών.

Ο αριθμός των Μικρασιατισσών Αρσακειάδων αυξήθηκε, καθώς επίσης αυξήθηκε και ο αριθμός των εκ Μικράς Ασίας καθηγητών και καθηγητριών που άρχισαν να διδάσκουν στο Αρσάκειο. Παράλληλα, με ευρύ ανθρωπιστικό πνεύμα το Δ.Σ. τής Φ.Ε. αντιμετώπισε τις δυσκολίες που βίωναν μαθήτριες των Σχολείων της, όπως τής άπορης μαθήτριας Ψαρέλλη από την Σμύρνη και τής Ζηνοβίας Τσαραγέτη από τον Πόντο, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι γονείς της.

Αλλά ακόμα και στις μέρες μας το Αρσάκειο συντελεί με τον δικό του τρόπο στην διατήρηση τού μεγάλου πνευματικού κεφαλαίου τού ελληνικού μικρασιατικού πολιτισμού με γιορτές, διαλέξεις, εκδηλώσεις και εκθέσεις. Με την παιδεία που προσέφερε κατόρθωσε να ενσωματώσει την «καθ’ ημάς Ανατολή» και να την εντάξει στην εκπαιδευτική πράξη. Και σίγουρα μεταξύ των μαθητών που φοιτούν στα Αρσάκεια δεν είναι λίγοι αυτοί που φέρουν στην προσωπικότητα και στο αίμα τους την μικρασιατική καταγωγή τους.

   

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος ‒ ιστορικός

  • Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε., στα Πρακτικά τού Δ.Σ. τής Φ.Ε., στον τόμο «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Αρσάκεια-Τοσίτσεια Σχολεία, 160 χρόνια παιδείας» και στο βιβλίο τής Μαρίας Ν. Βαϊάννη «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, 1900-1930», τόμος Β΄.

Το Ομήρειο Παρθεναγωγείο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Σμύρνης.
«Το αδελφόν σχολείον»

 

Υπάρχουν κάποιες συμπτώσεις στην ιστορία των πόλεων, των εκπαιδευτηρίων και των ανθρώπων που είναι δύσκολο να τις παραβλέψει ο μελετητής τής Ιστορίας. Όταν το 1836 ο Ιωάννης Κοκκώνης έπεισε τα μέλη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας να ιδρύσουν σχολείο θηλέων προσπαθώντας να ανακόψει τις δραστηριότητες ξένων μισιοναρίων, οι οποίοι βλέποντας την αδυναμία τού κράτους να οργανώσει την γυναικεία εκπαίδευση ίδρυαν παρθεναγωγεία, για να εκπαιδεύσουν τις Ελληνίδες, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, μετά από 50 χρόνια, κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε στην Σμύρνη.

Ήταν η εποχή που Γάλλοι και Γερμανοί άρχισαν να ιδρύουν πλήρη και καλώς οργανωμένα σχολεία. Πολλές Ελληνίδες μαθήτριες προτιμούσαν να φοιτήσουν σε αυτά, διότι παρείχαν άριστη διδασκαλία ξένων γλωσσών και τεχνικών μαθημάτων. Ακόμα διέθεταν οικοτροφείο, κάτι που διευκόλυνε την φοίτηση Ελληνίδων από το εσωτερικό τής Σμύρνης και τής Μ. Ασίας. Στα ξένα σχολεία διδάσκονταν ακόμα μουσική, ζωγραφική και χορός, εφόδια απαραίτητα για την κοσμοπολίτικη ζωή τής Σμύρνης. Το διάστημα 1875-1880 σχεδόν το 80% των μαθητριών φοιτούσε στα ξένα σχολεία με δίδακτρα 8.000 χρυσές λίρες το έτος. Τα παρθεναγωγεία αυτά όμως δεν έκαναν μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική προπαγάνδα, με στόχο να επηρεάσουν τους κατοίκους τής Σμύρνης που δεν ήταν Οθωμανοί. Κατά την διδασκαλία τής Ιστορίας και τής Γεωγραφίας τόνιζαν το μεγαλείο των ξένων κρατών, στηριζόμενα στην θεωρία τού Φαλμεράυερ που υποστήριζε ότι η φυλή των αρχαίων Ελλήνων χάθηκε και ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων.

omirio

Το Ομήρειο Παρθεναγωγείο στη Σμύρνη (Απο το Βιβλίο "Η Παιδεία στη Σμύρνη" του Χρ. Σολωμονίδη)

Το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση των ορθόδοξων Σμυρνιών. Ο ελληνικός Τύπος τής Σμύρνης επιτίθετο εναντίον όσων επιβουλεύονταν την ορθόδοξη πίστη και την ελληνικότητα. Οι Έλληνες τής Σμύρνης αποφάσισαν τότε να ιδρύσουν ένα ελληνικό παρθεναγωγείο εφάμιλλο των ξένων ως προς την εμφάνιση και την λειτουργία. Το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας, μετά τις παρεμβάσεις των ξένων προξενικών αρχών, δεν έδινε την σχετική άδεια. Όμως δεν υπήρχαν και τα χρήματα που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Όταν στις 23 Μαρτίου 1880 έγινε μεγάλος σεισμός στην Χίο, εκπρόσωποι των ξένων σχολείων έσπευσαν να παραλάβουν αρκετά ορφανά, για να τα εκπαιδεύσουν με υποτροφία στο παρθεναγωγείο τους. Το γεγονός χαροποίησε τους Έλληνες της Σμύρνης αλλά πολύ γρήγορα οι ξένοι μισιονάριοι δήλωσαν στην ελληνική κοινότητα ότι για να συνεχίσουν το έργο τους θα έπρεπε τα παιδιά να αλλάξουν όνομα και θρησκεία. Η Μητρόπολη τής Σμύρνης αντέδρασε και με την βοήθεια των ελληνικών αρχών τής πόλης ανέλαβε εκείνη την μόρφωση και την περίθαλψή τους.

Τότε ο Παύλος Αθηνογένης αποφάσισε να ιδρύσει την «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης» για την λειτουργία ελληνικού παρθεναγωγείου με οικοτροφείο. Η Εταιρεία αναγνωρίστηκε αμέσως από το Υπουργείο Εξωτερικών τής Ελλάδας. Ο Αθηνογένης μάλιστα, ως αντιπρόσωπος τής Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως και τού εμπορικού οίκου τού Γεωργίου Ζαρίφη στην Σμύρνη, πέτυχε, μέσω των διασυνδέσεών του στην Κωνσταντινούπολη, να εκδοθεί εντός λίγων μηνών σουλτανικό φιρμάνι που χορηγούσε στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τής σχολής. Για την πραγμάτωση αυτού τού σκοπού η Εταιρεία εξέδωσε μετοχές και σε ελάχιστο χρόνο συγκεντρώθηκε το ποσό των 20.000 χρυσών λιρών. Αγοράσθηκαν μάλιστα για την στέγαση τού σχολείου πέντε οικήματα στην οδό Μανίφικου, στις Χουρμαδιές. Τα οικήματα διαρρυθμίστηκαν καταλλήλως και εξοπλίσθηκαν με το πλέον σύγχρονο εποπτικό υλικό.

Πρώτος πρόεδρος τής «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Σμύρνης» εξελέγη ο Παύλος Αθηνογένης, γενικός γραμματέας ο Διονύσιος Μαρκόπουλος, ο οποίος έγινε πρόεδρος τής Εταιρείας το 1902, και ταμίας ο Έκτωρ Κοσσαντέλης. Την πρώτη Εφορεία τού σχολείου αποτελούσαν οι Γ. Βάφας (μέλος τής Φ.Ε.-Αρσακείου), Ματθαίος Παρανίκας, Δημ. Φωτιάδης, Ιακ. Σαμιωτάκης, Ιω. Μαρτζέλας, Γ. Λάτρης (μέλος τής Φ.Ε.-Αρσακείου), Σ. Καρακούσης, Κ. Λαμπρινούδης, Δ. Μαρκόπουλος, Ι. Μισθός, Φωκίων Βουτσινάς, Αριστοτ. Ψαράς και Έκτωρ Κοσσαντέλης.

 

smyrni022[ 

Η Ελένη Λουΐζου με Ομηρειάδες στην Σμύρνη (Wikipedia)

Το «Παρθεναγωγείον μετ’ Οικοτροφείου» εγκαινιάσθηκε τον Σεπτέμβριο τού 1881. Περιέλαμβανε νηπιαγωγείο διετούς φοιτήσεως, Ελληνικό Σχολείο πέντε τάξεων και γυμνάσιο τεσσάρων τάξεων. Κατά τον Κανονισμό του απέβλεπε «εις την ψυχικήν διάπλασιν και την προς το αγαθόν αγωγήν των μαθητριών». Το σχολείο δεν δεχόταν μόνο «ορθόδοξες» μαθήτριες αλλά σε αυτό μπορούσαν να φοιτήσουν και «μαθήτριαι ανήκουσαι εις παν έτερον ανεγνωρισμένον θρήσκευμα, μη ούσαι αι τελευταίαι υπόχρεοι να ακολουθώσι τα εις τας ορθοδόξους διδασκόμενα μαθήματα». Η Εφορεία του Παρθεναγωγείου μετακάλεσε διακεκριμένους καθηγητές και δασκάλους από την Αγγλία, την Γαλλία και την Γερμανία να διδάξουν τις ξένες γλώσσες και να εφαρμόσουν σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους. Η κατάταξη των νέων μαθητριών στις εκπαιδευτικές βαθμίδες γινόταν κατόπιν γραπτών εξετάσεων. Στο νηπιαγωγείο μπορούσαν να φοιτήσουν και αγόρια ηλικίας μικρότερης των δέκα ετών. Τα ετήσια δίδακτρα για τις οικότροφες ήταν 32 λίρες, για τις ημιοικότροφες 16 και για τις εξωτερικές 8 λίρες. Η δωρεάν φοίτηση προβλεπόταν μόνο για αριστούχες άπορες κοπέλες, απόφοιτες τής γ΄ ή δ΄ τάξης τού γυμνασίου που επιθυμούσαν να εγγραφούν στο Διδασκαλείο.

Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1885, το «Ελληνικό Παρθεναγωγείο μετ’ Οικοτροφείου», όπως αρχικά ονομάστηκε, αναγνωρίστηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης τής Ελλάδας ως ισότιμο και ισόβαθμο με το Αρσάκειο, το σχολείο τής «εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας». Είχε μόνο την υποχρέωση να συμμορφώνεται «προς το κατ’ έτος εγκρινόμενον υπό τού καθ’ ημάς Υπουργείου πρόγραμμα των διδακτέων εν τω Αρσακείω Μαθημάτων». Το παρθεναγωγείο παρείχε δημοτική και γυμνασιακή εκπαίδευση και περιλάμβανε επίσης διδασκαλείο, τού οποίου οι απόφοιτες διορίζονταν δασκάλες σε σχολεία τού εσωτερικού τής Σμύρνης. Τον Οκτώβριο τού 1886, ο Παύλος Αθηνογένης εισηγήθηκε στην Εφορεία τού Παρθεναγωγείου την μετονομασία τού Σχολείου σε «Ομήρειον», προς τιμήν τού «αθανάτου Σμυρναίου ραψωδού».

Το Νοέμβριο τού 1886 ολόκληρο το κτήριο τού σχολείου καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αμέσως, στο ίδιο οικόπεδο αλλά και σε ένα διπλανό που αγοράστηκε για τον σκοπό αυτό, κτίστηκε νέο σχολικό κτήριο σε σχέδια του Σμυρναίου αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Λάτρη. Το νέο «Ομήρειο» αποτελούσε το πλέον σύγχρονο αρχιτεκτόνημα για την εποχή εκείνη ακόμη και όσον αφορά στον φωτισμό και τον αερισμό. Με μάρμαρα παντού, με ευρύχωρες και ηλιόλουστες αίθουσες διδασκαλίας και μεγάλη αίθουσα τελετών, διακοσμημένη με προτομές τού Ομήρου, τού Σωκράτη, τού Πλάτωνα και τού Ρήγα Φεραίου. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπήρχαν οι προσωπογραφίες των ιδρυτών του και οι προτομές των Παύλου Αθηνογένους και Διονυσίου Μαρκόπουλου. Διέθετε ακόμη βιβλιοθήκη, που αριθμούσε περισσότερους από 10.000 τόμους, υπόστεγο για γυμναστική και ανθόκηπο με μαρμάρινο συντριβάνι. Οι διπλοί πίνακες με μια περιστροφική κίνηση έδιναν την δυνατότητα στον καθηγητή να χρησιμοποιεί τέσσερεις επιφάνειες γραφής. Το Ομήρειο διέθετε και χημείο εξοπλισμένο με σύγχρονα για την εποχή τεχνολογικά μέσα. Μετά την εγκατάσταση τού σχολείου στα νέα του κτήρια, καμία σχεδόν Ελληνίδα μαθήτρια τής Σμύρνης δεν φοίτησε στα ξένα εκπαιδευτήρια. Αντίθετα έσπευδαν να εγγραφούν και άλλες μαθήτριες στο Ομήρειο, με την βεβαιότητα ότι δεν θα γίνουν θύματα προσηλυτισμού.

teliofites omiriades

Απόφοιτες Ομηρειάδες με τους καθηγητές τού Ομηρείου. Στο κέντρο η Ελένη Λουΐζου (Απο το βιβλίο Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία της  Μ. Βαϊάννη)

Το Ομήρειο, σε έμψυχο και σε άψυχο υλικό, ήταν εφάμιλλο με τα καλύτερα παρθεναγωγεία τής Ευρώπη. Ήταν στην ουσία ίδρυμα εθνικό και όχι ιδιωτικό. Το διοικούσε δεκαμελές ισόβιο συμβούλιο, που αρχικά αποτελείτο από τους ιδρυτές του και αργότερα από τους διαδόχους που οι ίδιοι υποδείκνυαν. Το συμβούλιο λογοδοτούσε κάθε χρόνο στον μητροπολίτη Σμύρνης και στον γενικό πρόξενο τής Ελλάδας. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του ανερχόταν σε 10.000 χρυσές λίρες και καλυπτόταν από τα δίδακτρα και τα τροφεία. Κατά την Μικρασιατική Καταστροφή η αξία τού ακινήτου και των εγκαταστάσεών του ξεπερνούσε τις 50.000 χρυσές λίρες. Με την απελευθέρωση τής Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, το κτήριο επιτάχθηκε και σε αυτό εγκαταστάθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα Έλληνες στρατιώτες.

Το Ομήρειο ακολουθούσε κατά γράμμα το πρόγραμμα τού Αρσακείου. Η διδασκαλία των ξένων γλωσσών αποτελούσε μια από τις βασικές παροχές του. Η διδασκαλία τής Γαλλικής και τής Αγγλικής ήταν υποχρεωτική σε όλες τις τάξεις τού σχολείου. Στο άρθρο 21 τού Κανονισμού του αναφέρεται ότι «κατά τας ώρας τής τραπέζης και τα διαλείμματα, αι μαθήτριαι χρώνται εν ταις διαλέξεσιν αυτών τη γαλλική και αγγλική γλώσσα εναλλάξ». Υποχρεωτική ήταν επίσης η εκμάθηση φωνητικής, μουσικής, χορού και γυμναστικής. Αντιθέτως, προαιρετική ήταν η διδασκαλία τής γερμανικής, τής ιταλικής και τής αρμενικής γλώσσας. Μεγάλη έμφαση δινόταν στην ηθική και την σωματική αγωγή και στην προετοιμασία των κοριτσιών για τα οικογενειακά τους καθήκοντα. Ο εκκλησιασμός, η ανάγνωση τού Ευαγγελίου και η προσευχή κατείχαν σημαντική θέση στο πρόγραμμα των μαθητριών. Καθημερινά «αι οικότροφοι επί δίωρον καταγίνονται εις την ραπτικήν». Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό τού σχολείου, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορούσε να συγκροτεί, όποτε έκρινε αναγκαίο, σώμα κοσμητριών από «συμπολίτιδας δέσποινας εκ των επί φιλομουσία και χριστιανική αρετή διακρινομένων αίτινες […] εποπτεύωσι την εν αυτώ ευταξίαν των μαθητριών». [1]

Οι σχέσεις τού Ομηρείου με το Αρσάκειο ήταν πάντα στενές. Πολύ συχνά συναντούμε αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων των δύο σχολείων για παιδαγωγικά και διοικητικά θέματα. Η Φ.Ε. εφοδίαζε το Ομήρειο με βιβλία και εκπαιδευτικό υλικό. Οι δασκάλες οι οποίες δίδασκαν στο Ομήρειο εύρισκαν εργασία εκεί είτε κατόπιν συστάσεως τής Φ.Ε. είτε κατόπιν ενεργειών τού Συλλόγου «Ανατολή».

Αλλά το μεγαλύτερο ίσως δώρο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στο Ομήρειο Παρθεναγωγείο Σμύρνης ήταν η πρόταση να διορισθεί στην θέση τής διευθύντριας η Ελένη Λουΐζου. Πολλές φορές η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ενίσχυε τις ικανές και φιλομαθείς αριστούχες απόφοιτές της να συνεχίσουν «σπουδές εν τη Εσπερία»[2], με στόχο κατά την επιστροφή τους να στελεχώσουν το Αρσάκειο και να εργαστούν σε αυτό παρέχοντας στις Αρσακειάδες καλύτερη και πιο σύγχρονη εκπαίδευση. Το 1881 ο Παύλος Αθηνογένης επικοινώνησε με την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία στην Αθήνα και ζήτησε να συστήσουν για την θέση τής Διευθύντριας τού Παρθεναγωνείου τής Σμύρνης μία Αρσακειάδα , που θα ήταν ικανή να αντεπεξέλθει στις περιστάσεις. Ο Χρήστος Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς, επίτιμος Γραμματέας και σύμβουλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, παρά το γεγονός ότι η Ελένη Λουΐζου είχε σπουδάσει στο εξωτερικό με υποτροφία τής Φ.Ε., δεν δίστασε να την συστήσει ως την ικανότερη εκπαιδευτικό που διέθετε το Αρσάκειο, με μεγάλη μόρφωση και διδακτική εμπειρία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόταση αυτή ήταν αναμενόμενη, γιατί ο Χ.Ν. Φιλαδελφεύς είχε μικρασιάτικες ρίζες, αφού καταγόταν από την Φιλαδέλφεια τής Μικράς Ασίας. Εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας δεν έφερε καμία αντίρρηση και επέτρεψε στην Ελένη Λουΐζου να μεταβεί στην Σμύρνη και να αναλάβει την διεύθυνση τού Ομηρείου, επειδή θεωρούσε την εκπαίδευση των Ελληνίδων τής Μικράς Ασίας υπόθεση όλων των Ελλήνων.

scan Page 08

Η Ελένη Λουΐζου στο Βερολίνο  (Από το λεύκωμα "Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων" έκδοση ΣΑΦΕ 1936)

Η Ελένη Λουΐζου διετέλεσε διευθύντρια τού Ομηρείου από την σύστασή του έως την Μικρασιατική Καταστροφή. Επί σαράντα και πλέον χρόνια ήταν η ψυχή και η ήρεμη δύναμη τού ιστορικού αυτού σχολείου. Με την οξυδέρκεια και την εργατικότητά της και με το κατάλληλο πρόγραμμα κατόρθωσε οι «Ομηρειάδες», όπως ονομάζονταν οι μαθήτριες τού σχολείου, να μιλούν άριστα Γαλλικά και Αγγλικά, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος τής ελληνικής τους παιδείας.

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

φιλόλογος – ιστορικός

 

  • Το κείμενο στηρίζεται σε στοιχεία από τα Πρακτικά τού Δ.Σ. τής Φ.Ε., τον τόμο «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Αρσάκεια ‒ Τοσίτσεια Σχολεία, 160 χρόνια Παιδείας», και τα βιβλία τού Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη «Η Παιδεία στη Σμύρνη» και τής Μαρίας Ν. Βαϊάννη «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία 1836-1900.»

 

[1] Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στο Αρσάκειο στην Αθήνα , αλλά το μέτρο δεν  κράτησε για πολύ.

[2] Στην Δύση, στην Ευρώπη.

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το Βιβλίο της Μαρίας Ν. Βαϊάννη «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» 1836-1900 (τόμος Α). Ευχαριστούμε την «Ένωση Σμυρναίων Αθηνών», τον Πρόεδρο κ. Γεώργιο Αρχοντάκη και την συγγραφέα, φιλόλογο του Αρσακείου Τοσιτσείου Εκάλης κ. Μαρία Ν. Βαϊάννη διότι παραχώρησαν την άδεια για την αναδημοσίευσή του.

Ιδρυτικά μέλη - Μέλη Διοικητικών Συμβουλίων

 

Scan0010

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"Κωνσταντινούπολη. Η Πόλις το 1900" Πίνακας της Ρούλας Κανέλλη  απο έκθεση που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών στις 18/5/1999.
Η Ρούλα Κανέλλη  ήταν  καθηγήτρια καλλιτεχνικών στο Τοσίτσειο.

Το ενδιαφέρον των Μικρασιατών1 για το έργο της Φ.Ε. εκδηλώθηκε κυριολεκτικά άμα τή συστάσει της από ισχυρούς παράγοντες της κοινω­νικής ζωής της Βασιλεύουσας, και συγκεκριμένα του Φαναριού, της πνευματικής αυτής κιβωτού που τροφοδότησε επί μακρόν με αξιολογότατο ανθρώπινο δυναμικό όλους σχεδόν τους τομείς τής δημόσιας ζωής τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το ενδιαφέρον αυτό δεν μπορεί να θεω­ρηθεί τυχαίο γεγονός, αντιθέτως οφείλεται στην αταλάντευτη τακτική των Φαναριωτών να πλαισιώνουν και να ενισχύουν ηθικώς και υλικώς τίς προσπάθειες που κατέβαλλε η ελεύθερη Ελλάδα για να συγκροτήσει τίς δυνάμεις της και να χαράξει τή νέα πορεία της2.

Κατά συνέπεια, οι Φαναριώτες δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν από τις τάξεις τών Ελλήνων σκαπανέων, που επεδίωξαν να οργανώσουν στη μόλις απελευθερωθείσα Ελλάδα τη γυναικεία εκπαίδευση3. Στα ιδρυ­τικά μέλη, επομένως, της Φ.Ε., 73 τον αριθμό, συγκαταλέγονταν και δια­πρεπείς προσωπικότητες, όπως ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής4, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Ιάκ. Ρίζος, ο I. Α. Σούτσος, ό Κ. Δ. Σχινάς, γόνοι ιστορικών Φαναριώτικων οικογενειών, οι οποίοι συνέδεσαν τα ονόματα και τις τύ­χες τους με το γίγνεσθαι της δημόσιας ζωής τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους και οι οποίοι έσπευσαν να υποστηρίξουν το μεγαλόπνοο σχέδιο της Φ.Ε.

Στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι Κωνσταντινουπολίτες Επίσκοπος Αργολίδος Κύριλλος και ο Ιω. Φιλήμων, λόγιος και συγγραφέας5.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Φαναριώτες συμμετείχαν και στο ΔΣ τής Φ.Ε. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος διετέλεσε πρόεδρος τού ΔΣ (1851- 1858)6, όπως επίσης και ο Ν. Μαυροκορδάτος (1880-1883)7, ενώ οι Α. Σούτσος και Α. Ραγκαβής υπήρξαν μέλη τού ΔΣ της Φ.Ε.8.

Στα μέλη τού ΔΣ ανήκαν επίσης ο Ιω. Φιλήμων και οι Δ. και Κ. Ν. Λεβίδης, ενώ ο Λέων Μελάς (με τόπο γεννήσεως την Κωνσταντινούπολη) διετέλεσε επίσης πρόεδρος του ΔΣ της Φ.Ε. (1866-1870)9.

Χωρίς αμφιβολία η παρουσία διαπρεπών προσωπικοτήτων τού Φα­ναριού και τής Κωνσταντινουπόλεως γενικότερα μεταξύ τών ιδρυτικών μελών και των στελεχών τής διοίκησης τής Φ.Ε. προσέδωσε κύρος και βα­ρύτητα στην υπόστασή της και απετέλεσε σοβαρό εχέγγυο και σταθερό υπόβαθρο για την πραγματοποίηση των στόχων της. Αυτό άλλωστε απέ­δειξε περίτρανα και όλη η μετέπειτα πορεία της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Στους όρους «Μικρασιάτες» καί «Μικρασιατικός Ελληνισμός» περιλαμβά­νεται ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Μ. Ασίας.
  2. Livre d'  or de la noblesse Phanariote en Grece, en Roumanie, en Russie en Turquie, par un Phanariote (Eug. Rizo Rangabe), Athenes 1892 . Δ. Ζακυθηνός, Ή Τουρκοκρατία, Άθήναι 1957, σσ. 50-58. Κ. Θ. Δημαράς, «Περί Φαναριωτών», Αρχείον Θράκης, 34 (1969), σσ. 117-140. Νηφάλια αποτίμηση της πολιτείας των Φαναριωτών. «Στήν περίπτωση τών Φαναριωτών, ή ιστοριογραφία θέλησε να κρίνει και μάλιστα να οπισθογραφήσει όλες τις εμπαθείς μομφές τις οποίες επροκάλεσε η μα­κραίωνη πολιτεία των Φαναριωτών για να εξουδετερωθούν μερικοί ζωντανοί, αποδοκιμάστηκε γενικά ένα ολόκληρο εθνικό συλλογικό σώμα. Αν πρόκειται όμως να επωμισθεί τέτοιες ευθύνες δικαστικές ο ιστορικός, τότε σύμφωνα με τους κανόνες αρμόζει να ακούσουμε το τελευταίο επιχείρημα από τον κατηγορούμενο. Καλό φερέ­φωνό του κατ’ εξοχήν είναι ο Παναγιώτης Σούτσος... “έκαστος κριθήτω κατά τα έργα αυτού· ή γενική κρίσις επί ομάδος ανθρώπων υπάρχει σφαλερά”. Ιδίως όταν στηρίζε­ται σε άγνοιες, σε εμπάθειες και προβάλλει την εξαίρεση, παραμερίζοντας τον κανό­να». Χρήστος Σολομωνίδης, «Πολιτιστική εισφορά Κωνσταντινουπολιτών εις τήν Αναγέννησιν της Ελλάδος», Δελτίον Κέντρου Κωνσταντινουπολιτών, Αθήναι 1973, σσ. 43-77. Μ. D. Sturdza, , o.π., Εκτενής αναφορά στην καταγωγή, εξέλιξη, δράση των φαναριώτικων οικογενειών, με παράθεση και των γενεαλογικών τους δένδρων.
  3. Τα πρώτα βήματα για την οργάνωση της γυναικείας εκπαίδευσης είχαν γίνει ήδη από την εποχή του Αγώνα, όταν ή «Φιλόμουσος Εταιρεία» ίδρυσε, το 1825, στην Αθήνα το πρώτο σχολείο θηλέων που όμως λειτούργησε ένα μόνο χρόνο. Αργότερα, επί Καποδίστρια, το 1828 ιδρύθηκε στο Ναύπλιο ή «Γυναικεία Σχολή», ενώ στην ελεύθερη Αθήνα, σχολή θηλέων ίδρυσε το 1831 ό Αμερικανός ιεραπόστολος Χίλλ (Ηill). Βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, o.π., σσ. 640 κ.ε.
  4. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, τόμ. 4ος, εν Αθήναις, 1930, σσ. 512-513, 568-569, όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρξε μέλος της Φ.Ε., και ότι αρνήθηκε την προεδρία της που του προτάθηκε, επειδή διαφωνούσε με ορι­σμένα σημεία τής τακτικής της και επειδή υπεστήριξε ότι «τα περί μορφώσεως διδασκαλισσών έπρεπε πρωτίστως να είναι έργον της κυβερνήσεως και όχι ιδιωτών».
  5. Βλ. σημ. 7 της Εισαγωγής. Στοιχεία για την προσωπικότητα και τη δράση των επιφανών Κωνσταντινουπολιτών και Μικρασιατών εν γένει πού πλαισίωσαν και βοήθησαν ποικιλοτρόπως τη Φ.Ε. παρατίθενται στο τέλος του πρώτου μέρους.
  6. Π.Δ.Σ.Φ.Ε.Α'/9.2.1851,σ. 107. - Π.Δ.Σ.Φ.Ε.: Α'/ 7.3.1851,σ. 1.- Π.Δ.Σ.Φ.Ε.:Α'/27.3.1853,σ.1.-Π.Δ.Σ.Φ.Ε.: Α'/27.7.1854, σ. 65. -Π.Δ.Σ.Φ.Ε. : Α'/ 11.5.1855, σ. 81. - Π.Δ.Σ.Φ.Ε. : Α'/ 23.5.1856, σ. 109. - Π.Δ.Σ.Φ.Ε. : Α'/ 13.4.1857, σ. 1. - Π.Δ.Σ.Φ.Ε. : Α 7 27.3.1858, σ. 43. Από το 1859 έως το 1866, οπό­τε εξελέγη πρόεδρος του ΔΣ ό Λέων Μελάς, αναφέρονται μόνον οι μεμονωμένες αλλαγές μελών του ΔΣ και μελών των επιτροπών.
  7. Π.Δ.Σ.Φ.Ε.:Α'/30.1.1880,σ.744.-Π.Δ.Σ.Φ.Ε.:Α7 4.2.1881,σ. 805.-Π.Δ.Σ.Φ.Ε.:Α'/17.2.1882,σ.1.-Π.Δ.Σ.Φ.Ε.: Α'/2.2.1883, σ. 132.
  8. Π.Δ.Σ.Φ.Ε.:Α'/ 31.1.1860, σ.175. -Π.Δ.Σ.Φ.Ε:Α'/ 29.1.1869, σ. 252. -Π.Δ.Σ.Φ.Ε. : Α/2.1.1842.
  9. Π.Δ.Σ.Φ.Ε.: Α'/ 24.1.1844. -Βλ. βιογραφικό σημείωμα οικογένειας Λεβίδη στό τέλος του πρώτου μέρους. Π.Δ.Σ.Φ.Ε.: Α'/ 21.2.1866. Ο Λέων Μελάς γεννήθηκε μεν στην Κωνσταντινούπολη, οι σπουδές και η σταδιοδρομία του όμως τόν συνέδε­σαν με άλλα κέντρα του Ελληνισμού. Βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτική Αθηνών), σ. 117.

Μαρία Ν. Βαϊάννη

Φιλόλογος - Ιστορικός

 

 

Ελένη Λουΐζου. Η πρώτη και μοναδική Διευθύντρια τού Ομηρείου Παρθεναγωγείου

 

Η Ελένη Λουΐζου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1855 και σπούδασε στο Αρσάκειο. Η τότε διευθύντρια τού Σχολείου Αμεναΐς Καβανιάρη είχε εκτιμήσει το ήθος και την αξία της και την κράτησε κοντά της και μετά το τέλος των σπουδών της να διδάσκει και να διδάσκεται. Στη συνέχεια η Λουΐζου δίδαξε ως οικοδιδάσκαλος τα τέκνα οικογενειών στην Κωνσταντινούπολη και την Ασία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα έλαβε υποτροφία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας  και σπούδασε Παιδαγωγικά ένα χρόνο στη Γενεύη και τρία χρόνια στο Βερολίνο. Πριν επιστρέψει στην Αθήνα έμεινε έξι μήνες στο Παρίσι, όπου επισκέφθηκε διάφορα σχολεία για να μελετήσει τις γαλλικές παιδαγωγικές μεθόδους.

scan Page 08

Η Ελένη Λουΐζου στο Βερολίνο ( Από το Ββλίο "Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων " έκδοση ΣΑΦΕ 1936

Tο 1881 ιδρύθηκε από τη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης» το Ομήρειο Παρθεναγωγείο με πρωτοβουλία τού Παύλου Αθηνογένη και τού Διονυσίου Μαρκόπουλου. Περιελάμβανε πλήρες 11τάξιο σχολείο με 2 τάξεις νηπιαγωγείου, 5 Ελληνικού σχολείου και 4 γυμνασίου. Σε αυτό γίνονταν δεκτές «πλην των ορθοδόξων και μαθήτριαι ανήκουσαι εις παν έτερον ανεγνωρισμένον θρήσκευμα, μη ούσαι αι τελευταίαι υπόχρεοι να ακολουθώσι τα εις τας ορθοδόξους διδασκόμενα μαθήματα». Τον Οκτώβριο τού 1886, ύστερα από εισήγηση τού Παύλου Αθηνογένη προς την εφορεία του Παρθεναγωγείου, το σχολείο μετονομάζεται σε «Ομήρειον», προς τιμήν τού «αθανάτου Σμυρναίου ραψωδού». Στο «Ομήρειον» διδάσκονταν έξι γλώσσες (Ελληνικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Αρμενικά), θρησκευτικά, φιλοσοφικά, γραμματολογία (αρχαία και νέα), μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, χημεία, φυσική ιστορία, κοσμογραφία, μουσική, φωνητική, χορός, ιχνογραφία, εργόχειρα και γυμναστική.

omirio

Το Ομήρειο Παρθεναγωγείο στη Σμύρνη  ( Απο το βιβλίο του Χρ. Σολωμονίδη  "Η Παιδεία στη Σμύρνη")

Για να εξασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία τού σχολείου η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης» επικοινώνησε με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία στην Αθήνα και ζήτησε να της προτείνουν μία διευθύντρια ικανή να αντεπεξέλθει στις περιστάσεις. Ο Χρήστος Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς, επίτιμος Γραμματέας και σύμβουλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, παρά το γεγονός ότι η Ελένη Λουΐζου είχε σπουδάσει στο εξωτερικό με υποτροφία τής Φ.Ε., δεν δίστασε να τη συστήσει ως την ικανότερη εκπαιδευτικό που διέθετε το Αρσάκειο, με μεγάλη μόρφωση και διδακτική εμπειρία. Έτσι το Διοικητικό Συμβούλιο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας τής επέτρεψε να μην εργαστεί στο Αρσάκειο αλλά να μεταβεί στη Σμύρνη και να αναλάβει τη διεύθυνση τού Ομηρείου. Η Ελένη Λουΐζου διετέλεσε, λοιπόν, διευθύντρια τού Ομηρείου από τη σύστασή του έως τη Μικρασιατική καταστροφή. Επί σαράντα και πλέον χρόνια υπήρξε η ψυχή και η ήρεμη δύναμη τού ιστορικού αυτού σχολείου. Με την οξυδέρκεια και την εργατικότητά της και με το κατάλληλο πρόγραμμα κατόρθωσε οι «Ομηρειάδες», όπως ονομάζονταν οι μαθήτριες τού σχολείου, να μιλούν άριστα Γαλλικά και Αγγλικά, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος τής ελληνικής τους παιδείας. Άλλωστε το 1885 το σχολείο αναγνωρίστηκε από το ελληνικό Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ως ισόβαθμο με το Αρσάκειο με την υποχρέωση να συμμορφώνεται «προς το κατ’ έτος εγκρινόμενον υπό τού καθ’ ημάς Υπουργείου πρόγραμμα των διδακτέων εν τω Αρσακείω Μαθημάτων». Το 1886 μάλιστα άρχισε στο Ομήρειο η λειτουργία διδασκαλείου. Έτσι πολλές απόφοιτες δασκάλες δίδαξαν στα βάθη τής Μικράς Ασίας την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό.

teliofites omiriades

Απόφοιτες Ομηρειάδες με τους καθηγητές τού Ομηρείου. Στο κέντρο η Ελένη Λουΐζου (Απο ττο βιβλίο της Μαρίας Βαϊάννη "Μικρασιατικος Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία")

Επί 40 χρόνια η Ελένη Λουΐζου  διηύθυνε το Ομήρειο. Η κοινωνία τής Σμύρνης την τίμησε ιδιαίτερα. Ακόμα και οι Τούρκοι, όταν λίγο πριν από την Καταστροφή απαγόρευσαν την διδασκαλία σε άτομα  ελληνικής υπηκοότητας, στα οποίο συμπεριλαμβανόταν και η διευθύντρια, την κάλεσαν στη διεύθυνση τής Αστυνομίας και τής δήλωσαν ότι δυστυχώς αναγκάζονται να την παύσουν επειδή ήταν υπήκοος εμπολέμου κράτους, αλλά τής επιτρέπουν να εξακολουθεί να παραμένει στο σχολείο όχι ως διευθύντρια αλλά ως πραγματική μητέρα τού σχολείου. Άλλωστε η ίδια η Ελένη Λουΐζου συνήθιζε να λέει: «Σαν παιδί μου το είδα να μεγαλώνει στα χέρι μου και σαν παιδί μου το αγαπώ».

smyrni022[ 

Η Ελένη Λουΐζου με Ομηρειάδες στη Σμύρνη  (Wikipedia)

Οι φλόγες που έζωσαν το Ομήρειο το 1922 μπορεί να κατέστρεψαν το κτήριο, αλλά όχι και το έργο που είχε επιτελεστεί σε αυτό. Οι απόφοιτοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πόλη και να επιστρέψουν στην Ελλάδα ή σε άλλες ελληνικές κοινότητες τού εξωτερικού. Όμως συνέχισαν να αγωνίζονται «τον αγώνα τον καλόν». Η Ελένη Λουΐζου σε ηλικία 67 ετών επέστρεψε πλέον στην Ελλάδα. Και όπως γράφει η υποδιευθύντρια τού Οικοτροφείου τού Αρσακείου Ευρυδίκη Αρνού στο βιβλίο «Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων», η Ελένη Λοΐζου «υπερογδοηκοντούτις, ευρισκομένη ήδη εν Αθήναις μετ’ άλλων Ομηρειάδων, επί τη 100ετηρίδι τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, βαθείαν υψώνει την ευγνωμοσύνην προς την Φ.Ε. η οποία έρριψεν άπλετον φως των ευεργετικών της ακτίνων και επί τής απέναντι Ιωνίας και δι’ αυτής εις τον υπόδουλον Ελληνισμόν τής Μικράς Ασίας».

Η Ελένη Λουΐζου πέθανε στην Αθήνα το 1941.

Σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που έγραψε η ίδια με μολύβι λίγο πριν από τον θάνατό της διαβάζουμε: «Με την έμφυτον κλίσιν και τον έρωτα προς το διδάσκειν εισήχθην υπό των γονέων μου μικρά παιδίσκη ακόμα εις το Αρσάκειον Παρθεναγωγείον, ού τας τάξεις διηρχόμην μετ’ απαραμίλλου ευκολίας. Απεφοίτησα το έτος 1867 με τον διακαή πόθον να διορισθώ όσον ή δυνατόν ταχύτερον, και να αναλάβω τα καθήκοντα τής διδασκαλίσσης. Κατά το 1868 διωρίσθην διδασκάλισσα εν τω εις ό απεφοίτησα σχολείον. Αργότερον διωρίσθην δασκάλα εις Αδραμύττιον, όπου έμεινα επί τρία συνεχή έτη. Μετακληθείσα εις Αθήνας ειργάσθην και πάλιν εις το Αρσάκειον επί έν έτος, ότε τη υποδείξει και προτροπή τού επιτ. Γραμματέως και Συμβούλου τού εκπαιδευτηρίου Σακορράφου, μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν ως οικοδιδασκάλισσα παρά τη εκεί οικογενεία τού σεβαστού Τραπεζίτου Ηλιάσκου. Αγάπη, εκτίμησις, ηθική υποστήριξης, οικογενειακόν περιβάλλον, ειλικρινής εξ όλων των μελών τής οικογενείας λατρεία συνετέλεσαν εις το να παρατείνω την εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν μου επί τρία έτη, οπότε πόθος ευρυτέρας μορφώσεως με ηνάγκασε να επιστρέψω εις την γενέτειραν. Τη υποδείξει τού αοιδίμου καθηγητή τού Πανεπιστημίου Αθηνών Ηρακλή Μητσόπουλου, το όνειρόν μου και ο διακαής πόθος μου έγιναν πραγματικότης και ανεχώρησα δι’ Ελβετίαν, είτα δε εις Βερολίνον προς συμπλήρωσιν των σπουδών μου, όπου έτυχα τής προστασίας τού αειμνήστου πρεσβευτού τής Ελλάδος Αλεξάνδρου Ραγκαβή. Κατά τον Οκτώβριον τού 1879, υποστάσα τας γενομένας εξετάσεις τής παιδαγωγικής και λαβούσα το πτυχίον μου, ανεχώρησα διά Παρισίους με σκοπόν να παρακολουθήσω εκ τού σύνεγγυς την λειτουργίαν των εκεί σχολών.

Τον Φεβρουάριον τού 1880 επέστρεψα εις Αθήνας όπου εδιωρίσθην διά τρίτην φοράν εις το Αρσάκειον. Τη συστάσει τού τότε επιτίμου Γραμματέως (πρόκειται για τον Χρήστον Νκολαΐδη-Φιλαδελφέα) διωρίσθην τον Σεπτέμβριον τού 1881 ως Διευθύντρια τού εν Σμύρνη Ανωτάτου Ομηρείου Παρθεναγωγείου, εις ό ειργάσθην μέχρι τού έτους 1922, οπότε κατά την 25ην Αυγούστου, μίαν ημέραν από τής εισόδου των Τούρκων, κατώρθωσα να φύγω, χωρίς να ειδώ εις ερείπια την πόλιν εις ήν έζησα και έτυχον μεγίστης ηθικής υποστηρίξεως, ανυποκρίτου και αμέτρου εκτιμήσεως τής κοινωνίας τής ελληνικωτάτης και ωραίας Σμύρνης».Αυτά τα σεμνά λόγια αρκέστηκε να γράψει η εμβληματική αυτή φυσιογνωμία που το πέρασμά της σημάδεψε την ελληνική παιδεία στη Σμύρνη.

 

Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ

Φιλόλογος-Ιστορικός

Το κείμενο βασίζεται στο Λεύκωμα των 160 χρόνων τής Φ.Ε., την ανέκδοτη «Ιστορία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» τού Στέφανου Γαλάτη, το βιβλίο «Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων» και στο βιβλίο τού Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη «Η Παιδεία στη Σμύρνη».