Εκτύπωση
Κατηγορία: Εύθυμα-σοβαρά
Εμφανίσεις: 2324

Η Mεγάλη Εβδομάδα στο Αρσάκειο το 1874

Από την αρχή τής χρονιάς φάνηκε ότι το 1874 θα ήταν δύσκολο για τον τόπο. Δεν είχε προλάβει ακόμα να μπει ο νέος χρόνος και στις 17 Ιανουαρίου ένας σεισμός, που κάποιοι έλεγαν ότι είχε επίκεντρο την Αθήνα, συντάραξε την πόλη. Ο δεύτερος σεισμός ήταν πολιτικός. Η κυβέρνηση του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, είκοσι μέρες μετά την εκλογή της, παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο τού 1874, μετά το σκάνδαλο που οδήγησε στην πτώση των μετοχών των μεταλλείων Λαυρίου. Στις εκλογές που ακολούθησαν πλειοψήφησε το κόμμα τού Κουμουνδούρου. Όμως, ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Δημήτριο Βούλγαρη, τον επιλεγόμενο «τζουμπέ», αν και είχε μόνο 12 βουλευτές. Ο Βούλγαρης σχημάτισε μεν κυβέρνηση, αλλά χωρίς πλειοψηφία δεν μπορούσε να κυβερνήσει. Αυτά σχολίαζαν οι θαμώνες τού καφενείου «Η ωραία Ελλάς» καθισμένοι γύρω από τα τραπέζια και πίνοντας τον καφέ τους.

imagesY3XIQYSP 

Το Δημαρχείο τής Αθήνας το 1874 σε σχέδια Παν. Κάλκου

Άλλους, βέβαια, τους απασχολούσαν περισσότερο οι δημοτικές εκλογές που θα γίνονταν τον Απρίλιο. Σχολίαζαν το Δημαρχείο τής πόλης που κτιζόταν στην οδό Αθηνάς εδώ και δύο χρόνια σε σχέδια τού Π. Κάλκου και που θα εγκαινίαζε ο νέος δήμαρχος. Έτσι η πλατεία Δημαρχείου, όπως την ονόμασαν, θα αποκτούσε δύο ωραία κτήρια, το Δημαρχείο και τα Μέγαρο Βασιλείου Μελά, έργο του Τσίλλερ, το μεγαλύτερο ιδιωτικό κτήριο τής Αθήνας μέχρι τότε..

 

Το Μέγαρο Βασιλείου Μελά, έργο τού Ερν.Τσίλλερ, το 1874

Δεν ήταν λίγοι και αυτοί που συζητούσαν για τη μετεγκατάσταση τού ξενοδοχείου τής Μεγάλης Βρετανίας από την παλαιά του θέση στη γωνία των οδών Καραγιώργη Σερβίας και Σταδίου στο μεγαλοπρεπές μέγαρο Αντώνη Δημητρίου, στη γωνία των οδών Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Πανεπιστημίου.

280px Athens Hotel Grande Bretagne 1874[1] 

Το ξενοδοχείο τής Μεγάλης Βρετανίας το 1874

Οι μαθήτριες τού Αρσακείου ζούσαν στον δικό τους προστατευμένο κόσμο. Καθημερινά μαθήματα, γέλια, συζητήσεις, ανησυχίες τής νιότης. Γι’ αυτές ο καιρός περνούσε γρήγορα. Τον σεισμό τού Ιανουαρίου ακολούθησαν οι Απόκριες τού Φεβρουαρίου. Οι Αρσακειάδες ασχολήθηκαν πολύ με την προετοιμασία τής θεατρικής παράστασης που οργάνωσαν στο Σχολείο και την παρακολούθησε το βασιλικό ζεύγος. Έτσι γρήγορα πέρασε ο καιρός και ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Εκείνη τη χρονιά το Πάσχα έπεφτε πολύ νωρίς, στις 31 Μαρτίου. Ο καιρός ήταν ακόμα ψυχρός και ο αέρας έκανε ανυπόφορη τη διαρκώς αιωρούμενη σκόνη από τους χωματόδρομους.

Diplomata006 

Το Αρσάκειο Μέγαρο το 1886. Ο δρόμος που σήμερα ονομάζεται Πεσμαζόγλου, αρχικά ονομαζόταν Μενάνδρου και αργότερα μετονομάστηκε σε οδό Παρθεναγωγείου.

Στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο τα μαθήματα είχαν σταματήσει λόγω των διακοπών τού Πάσχα. Η κίνηση μπορεί να είχε ελαττωθεί, όμως δεν σταμάτησε. Όλοι προετοιμάζονταν για τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή τής Ορθοδοξίας. Οι μεγάλες αποστάσεις και οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες ανάγκαζαν τις περισσότερες εσωτερικές μαθήτριες να παραμένουν στο Παρθεναγωγείο μαζί με τη διευθύντρια, τις δασκάλες και τις επιμελήτριες. Διάβαζαν, έπαιζαν, συζητούσαν και παρακολουθούσαν με κατάνυξη τις ιερές ακολουθίες τής Μεγάλης Εβδομάδος στον ναό τής Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Οι νεαρές Αρσακειάδες με την ομοιόμορφη και σεμνή περιβολή τους, κρατώντας το βιβλίο τής εκκλησιαστικής μουσικής στο χέρι έψαλλαν μελωδικότατα όλους τους ύμνους και τις ωδές των Ακολουθιών. Τόση ήταν η κατάνυξη, ώστε κανένας από τους εκκλησιαζομένους στο ωραίο αυτό εκκλησάκι δεν έμενε ασυγκίνητος. Το ωχρό φως από τα καντήλια και ο καπνός από το θυμίαμα έδιναν στον χώρο μια όψη μυστηριακή.

es.ag.anastasias 

Το εσωτερικό τού ναού τής Αγίας Αναστασίας το 1886

Όμως, για τις νεαρές μαθήτριες η προετοιμασία για τη μεγάλη γιορτή άρχιζε να εντείνεται από τη Μεγάλη Πέμπτη. Το πρωί, αφού παρακολούθησαν με κατάνυξη τη Θεια Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου, περίμεναν ευλαβικά στη σειρά για να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια τού ιερέα τού ναού, τού πατρός Αρσενίου. Προσευχήθηκαν, ζήτησαν από την Παναγία να φυλάει όσους αγαπούσαν, έκαναν τον σταυρό τους και αποχώρησαν από τον ναό. Αμέσως μετά έτρεξαν στην τραπεζαρία για το πρωινό τους. Όπως ήταν φυσικό δεν παρέλειψαν να κοιτάξουν με τρόπο στην κουζίνα για να βεβαιωθούν ότι οι μαγείρισσες είχαν ολοκληρώσει το βάψιμο των αβγών. Το απόγευμα παρακολούθησαν την Ακολουθία των Αγίων και Αχράντων Παθών και άκουσαν με κατάνυξη τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Η συγκίνηση κορυφώθηκε όταν ο σεβάσμιος ιερέας Αρσένιος*[1] σήκωσε τον Τίμιο Σταυρό με τον Εσταυρωμένο από την Αγία Τράπεζα και τον περιέφερε σε όλο τον ναό ενώ ακούγονταν οι γλυκές φωνές των μαθητριών να ψέλνουν με κατάνυξη μαζί με τους ψάλτες «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου».

 [Untitled]

Πίνακας τής Σταυρώσεως τού Κυρίου, τον οποίο δώρισε στη Φ.Ε. ο Έκτωρ Ρίκης, εταίρος τής Φ.Ε.

Μετά το τέλος τής Ακολουθίας κάποιες Αρσακειάδες, μαζί με κάποιες καθηγήτριες, παρέμειναν στον ναό για να στολίσουν τον Επιτάφιο με λουλούδια από τον κήπο τού Σχολείου και άλλα, που είχαν φροντίσει να φέρουν από τους κήπους τους κάποιες από τις εξωτερικές μαθήτριες. Ο στολισμός τού Επιταφίου ήταν μια στιγμή που οι νεαρές κοπέλες περίμεναν με ανυπομονησία κάθε χρόνο.

 

Ο Επιτάφιος τον οποίο ο Απόστολος Αρσάκης προσέφερε στον ναό τής Αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας τον Μάιο τού 1874.

Το πρωί τής Μεγάλης Παρασκευής αποτελούσε πάντα για την Ορθόδοξη Εκκλησία την κορύφωση τού Θείου Δράματος με την Ακολουθία των Ωρών και τον Εσπερινό τής Αποκαθήλωσης. Τo ίδιο θρησκευτικό συναίσθημα πλημμύριζε και τις νεαρές μαθήτριες. Ο ιερέας κατέβασε τον Εσταυρωμένο από τον Σταυρό και τον τύλίξε σε καθαρό σεντόνι. «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από τού ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα» έψαλε ο πατήρ Αρσένιος.

Το σούρουπο η ατμόσφαιρα στην εκκλησία ήταν κατανυκτική. Υπό το φως των κεριών και των καντηλιών, το εκκλησίασμα παρακολούθησε τον Όρθρο τού Μεγάλου Σαββάτου και την Ακολουθία τού Επιταφίου, ενώ αγνές γλυκύτατες φωνές Αρσακειάδων έψαλαν εν χορώ και με αληθινή συγκίνηση:

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.»

 

Το βράδυ όλο το εκκλησίασμα βγήκε από τη μικρή πλαϊνή πόρτα στη ελάχιστα φωτισμένη από τα λαδοφάναρα οδό Παρθεναγωγείου (σήμερα Πεσμαζόγλου). Ήταν ένα γλυκό βράδυ. Λες και ο ενοχλητικός άνεμος σταμάτησε να φυσάει σεβόμενος το Θείον Πάθος. Σιγά-σιγά σχηματίστηκε η πομπή για να ξεκινήσει η περιφορά τού Επιταφίου γύρω από το τετράγωνο τού Σχολείου, ενώ οι γλυκές φωνές των Αρσακειάδων έψαλαν με κατάνυξη: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι Χριστέ μου». Όσοι διέρχονταν από το σημείο εκείνο σταμάτησαν συγκινημένοι από το θέαμα των νεαρών κοριτσιών που κρατούσαν τις λαμπάδες τους και ακολουθούσαν την περιφορά τού Επιταφίου τής Αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας ψάλλοντας με κατάνυξη.

Την επόμενη ημέρα οι Αθηναίοι διάβαζαν στην εφημερίδα «Εφημερίς»: «Συγκινητικώτερον πολύ ετελέσθη η λιτανεία τού Επιταφίου εν τω Αρσακείω. Παρθένων χείρες εκεί, δι’ όλης τής χθες άνθεσιν έρραινον και εκόσμουν και εποίκιλλον τον επιτάφιον, ου πέριξ την εσπέραν δι’ αγνών γλυκυτάτων φωνών έψαλλαν εν χορώ και αληθεί συγκινήσει τα λυπηρά κείνα άσματα·μεθ’ ο, εγένετο κύκλω τού καταστήματος και εκτός αυτού η λιτανεία συγκινούσα μέχρι βαθυτάτων τον τυχόν εκείθεν διελθόντα και ιδόντα εν τω σκότει τας ευσεβείς κόρας κρατούσας λαμπάδας και παρακολουθούσας το τίμιον σώμα τού Σωτήρος ημῶν.» (έτος Α΄, τεύχος 181, Σάββατο 30 Μαρτίου 1874).

anastasis dafni 

H Ανάσταση τού Κυρίου από τη Μονή Δαφνίου

Στον ναό τής Αγίας Αναστασίας το πρωί τού Μεγάλου Σαββάτου οι ψάλτες έψαλλαν τη λεγόμενη Πρώτη Ανάσταση και το τροπάριο «Ανάστα ο Θεός». Το βράδυ όλες οι μαθήτριες, το διδακτικό προσωπικό και πολλοί επίσημοι, μαζί με τον πρόεδρο τής Φ.Ε. Λέοντα Μελά, συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία για την Ακολουθία τής Αναστάσεως. Όταν ακούστηκε το «Δεύτε λάβετε φως» άναψαν όλοι τις λαμπάδες τους και προχώρησαν προς τον κήπο, γύρω από το κομψό περίπτερο με τους πίδακες και τις περικοκλάδες το οποίο από νωρίς το πρωί είχε διακοσμήσει με λουλούδια ο κηπουρός τού Σχολείου. Σε λίγο προχώρησαν προς τα εκεί και οι ιερείς με το ανέσπερο φως για να ακουστεί και το πολυπόθητο «Χριστός Ανέστη». Μόλις ακούστηκε το χαρμόσυνο άγγελμα τής Ανάστασης, συνοδευόμενο από ζωηρές κωδωνοκρουσίες, ακούστηκαν και οι πατροπαράδοτοι πυροβολισμοί.

«Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

Ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!

Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,

Πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.»

                                               Δ. Σολωμός

 

Μετά από λίγο, όλο το εκκλησίασμα κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία για το πασχαλινό δείπνο, ένα δείπνο που τόσο πολύ περίμεναν οι Αρσακειάδες μετά τη νηστεία που είχε προηγηθεί. Καθισμένες δίπλα στις συμμαθήτριές τους, τσούγκρισαν τα κόκκινα αβγά και αντάλλαξαν ευχές.

004h-trapezaria-small

Η Τραπεζαρία του Αρσακείου Μεγάρου  σε φωτογραφία του 1886

Τα τσουρέκια που τόσο περίμεναν έγιναν ανάρπαστα. Και με το αίσθημα τής ηρεμίας ζωγραφισμένο στα νεανικά πρόσωπά τους άκουσαν τις ευχές τού προέδρου τής Φ.Ε. Λέοντος Μελά και αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.

«...Όταν οι κώδωνες των Εκκλησιών εξαγγέλλουσι χαρμοσύνως την Ανάστασιν, το έαρ συνεορτάζει μετά τής Εκκλησίας, η φύσις συναγάλλεται μετά τής πίστεως... Η Άνοιξις, ως άλλη μυροφόρος, ως τής Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει διά μυρίων στομάτων ότι «εώρακε τον Κύριον». Τοιαύτην ώραν ο Κύριος ανέστη «ζωήν τοις εν τοις μνήμασιν χαρισάμενος». Εις ημάς τους εν τω βίω, ας χαρίση ζωήν ζωής! Χριστός Ανέστη!»

Αλεξ. Παπαδιαμάντης

 

[1] Πρόκειται για τον Αρσένιο Ιωάννη Γουμπούρο, ο οποίος ήταν ιερέας στην Αγία Αναστασία από το 1865 μέχρι το 1877 και θεολόγος στο Σχολείο τής ΦΕ από το 1875 έως το 1882.

 

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ

Φιλόλογος – Ιστορικό